Οι άνθρωποι όταν είναι περαστικοί χαμογελούν πιο εύκολα...

Διάβασα κάποτε σε μία βιογραφία της Coco Chanel ότι ζούσε 34 χρόνια σε μία ασπρόμαυρη σουίτα, στο δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου Ritz στο Παρίσι. Αυτή είναι η μεγαλύτερη φαντασίωση μου: Να περνώ το χρόνο μου σαν ταξιδιώτης μέσα στην ίδια μου τη ζωή. Να ξυπνώ το πρωί σε αφράτα παπλώματα και κατάλευκα σατέν σεντόνια. Να παίρνω το πρωινό μου, πριν πάω στο γραφείο, διαβάζοντας στην τραπεζαρία, κοντά στο λόμπι, για να ρίχνω κλεφτές ματιές σε αυτούς που μπαινοβγαίνουν. Να βλέπω κάθε μέρα άλλους ανθρώπους. Να λάμπουν όλα σαν καινούρια. Τα ασημένια μαχαιροπίρουνα, τα κολονάτα ποτήρια, οι πορσελάνινες ζαχαριέρες, τα κρυσταλλάκια των πολυελαίων, μα κυρίως τα χαμόγελα. Οι άνθρωποι όταν είναι περαστικοί χαμογελούν πιο εύκολα, κινούνται ανάλαφρα, λες και η μονιμότητα κουβαλά πάνω της τη θαμπή σκιά της πραγματικότητας.

Το lifestyle Chanel δεν είναι απλώς ένα όνειρο ζωής, είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία που χτίζεται πάνω στην αίσθηση του προσωρινού. Όχι μονάχα για τις μικρές κολασμένες πολυτέλειες που απολαμβάνεις καθημερινά από το room service, αλλά κυρίως γι’ αυτό το μικρό πράγμα με φτερά -την αχαλίνωτη ελευθερία- που φτερουγίζει μέσα σου όταν δεν έχεις «κάβο» να δέσεις, άρα μπορείς να πλέεις μονίμως στα ανοιχτά σε ένα αέναο ταξίδι.

Λατρεύω τα ξενοδοχεία. Όταν η ζωή σου χωράει σε τρεις βαλίτσες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταφερθεί αλλού από έναν γκρουμ, τα πράγματα γίνονται πολύ απλά. Δεν με συγκινούν όμως τα resorts σε τουριστικά θέρετρα, με τις απρόσωπες καμπάνες και τις ιδιωτικές τους πισίνες, ούτε οι ουρανοξύστες με τα φουτουριστικά roof gardens, αλλά τα αστικά πολυτελή ξενοδοχεία που έχουν μακρά ιστορία και σε κάνουν να νιώθεις σαν να ζεις σε άλλη εποχή. Έχω εμμονή μαζί τους. Ίσως επειδή είναι σαν σπονδυλωτά μυθιστορήματα. Κάθε ένοικος και διαφορετική περιπέτεια. Κάθε δωμάτιο και μια εγκιβωτισμένη ιστορία.

Τα συζητούσα όλα αυτά πριν μέρες στο τηλέφωνο με τον λάθος άνθρωπο: μια καλή φίλη και πρώην συνάδελφο που με περνά τριάντα σχεδόν χρόνια και δεν αντέχει «τη ρετρό εξιδανικευτική κλάψα ούτε για πλάκα». Μισεί τις γραφομηχανές, τη vintage διακόσμηση, το shabby style, τη Laura Ashley, τη Λάνα Ντελ Ρέι και τα vintage φορέματα που ξεθάβει με το κιλό από τα seventies για τα video clip της. Θέλει να έχει πρώτη ό,τι νέο gadget κυκλοφορεί, διαβάζει πια μόνο σε Kindle και κατά καιρούς με έχει κατακεραυνώσει με ατάκες του στυλ: «Τα καινούρια πικάπ είναι για (χ)υ(π)στερικά κορόιδα. Τρομάξαμε να τα τα ξεφορτωθούμε. Αν θέλεις να ακούς χράτσα χρούτσα όταν παίζει ο David Bowie πάρε γάτα να ξύνει τα χαλιά, είναι ανάγκη να δώσεις 300 ευρώ για design πικάπ;».
Είχα μόλις διαβάσει μια ιστορία του Σιμενόν η οποία διαδραματίζεται στο ξενοδοχείο Ματζέστικ στο Παρίσι του 1942 και σολάριζα για τις κομψότητες της παλιάς καλής εποχής. Για τους ανθρώπους του ’30, του ’40, του ’50 που με εμπνέουν, γιατί φρόντιζαν πολύ τις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας: ντύνονταν για να δειπνήσουν, εστίαζαν στα αξεσουάρ, προσπαθούσαν να απολαμβάνουν τη στιγμή ακόμα κι αν όλα γύρω τους κατέρρεαν ή είχαν ήδη καταρρεύσει. Έφτιαχνα σκηνικό: Αβρότητες του ‘50, κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, γυναίκες με Dior πρωινά φορέματα και μια σειρά μαργαριτάρια και άντρες με καμπαρντίνες, ομπρέλες και καπέλα. «Ξέρω, δεν ήταν ωραιοποιημένη σαν σκηνικό ταινίας η ζωή το ‘40 και το ‘50, αλλά μια επίφαση ευγένειας και κομψότητας παραπάνω την είχε», καταλήγω. «Ακριβώς όπως το είπες: Επίφαση ευγένειας, γιατί κατά βάθος ήταν σεξιστικά γουρούνια». Το βιολί μου εγώ: Έλεγα για το Carlton με το οποίο είχα λιποθυμήσει το περασμένο καλοκαίρι στις Κάννες, για την παλιά αίγλη της Ριβιέρας που σήμερα -ειδικά στη Νίκαια- θυμίζει την απρόσωπη παραλιακή οδό στο ύψος της Αλίμου. Έκανα μνημόσυνα για το Ακταίον του Τσίλερ στο Φάληρο, το οποίο κατεδάφισαν σε μία νύχτα, και θρηνωδίες για το έγκλημα των αντιπαροχών που σακάτεψε τα νεοκλασικά αριστουργήματα της Κυψέλης. Η συζήτηση κατέληξε μοιραία στη φαντασίωση μου, ότι είμαι ένας ήρωας του Καραγάτση που ζει μόνιμα στο δωμάτιο ενός μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου, μέχρι να τακτοποιηθεί με ενοίκιο σε κάποιο μικρό δώμα παλιού αρχοντικού στη Φιλοθέη με γιασεμί στα παράθυρα και μουριές στην αυλή. Συνοψίζω (με πάθος): «Μην κοιτάς που είμαι οπαδός του μινιμαλισμού, κατά βάθος θέλω πολυελαίους και δερμάτινους καπιτονέ καναπέδες. Θέλω αγάλματα στο σαλόνι και μπαρόκ κορνίζες στους τοίχους. Ανθοστήλες με φουντωτές φτέρες και φτερά παγονιού. Θέλω preppy look και γραβάτες με κολεγιακό πουλόβερ, όχι πολυμορφικά φούτερ με γεωμετρικές κουκούλες και trainers με hi-tech ελαφριές σόλες. Είμαι κλασικό αγόρι».
«Αυτά είναι παλιακά πράγματα!», απαντά. «Οι άνθρωποι όταν ταξιδεύουν μένουν σε Airbnb πια ή φιλοξενούνται σε σπίτια αγνώστων μέσω CouchSurfing. Όλους αυτούς τους πολυελαίους τους λαχταρούν κάτι γεννημένοι γέροι από τα πέντε τους, σαν εσένα. Δεν με ξεγελούν το multitasking, τα μοντέρνα sneakers, τα smartphones και η άνεση να χειρίζεσαι τέσσερα εταιρικά accounts και ένα προσωπικό ταυτόχρονα στο Instagram. Kατά βάθος είσαι ένας πικραμένος Μπέντζαμιν Μπάτον της κακιάς ώρας που θέλει τα καλά της τεχνολογικής επανάστασης, αλλά με αμπαλάζ Mad Men. Γεννήθηκες γέρος και μια ωραία μέρα θα επαναστατήσει ο ατίθασος Τζέιμς Ντιν μέσα σου. Έχεις φάει τα νιάτα σου σαν αλλοπρόσαλλος ξεπεσμένος, αντικοινωνικός λόρδος μέσα στα βιβλία και ξαφνικά στα εξήντα σου θα αρχίσεις τις τρέλες σαν τους ήρωες του Μπρετ Ίστον Έλλις στα 90ies, οι οποίοι, εν τω μέσω ενός πάρτυ που δεν πήγε καλά, παρατούσαν τις καριέρες τους για να αρχίσουν τις on the road αναρχίες με μηχανές και drugs σαν teenagers. Σε φιλώ τώρα γιατί αρχίζει ένα live streaming που θέλω να δω».

H αλήθεια είναι πως με προβλημάτισε πολύ η συζήτηση με την εβδομηντάχρονη κόρη της Google. Έκλεισα καπάκι grooming σε μπαρμπέρικο με μιλανέζικη αισθητική της δεκαετίας του ’20 (βελούδινοι καναπέδες, μάρμαρο και δερμάτινες πολυθρόνες) και μετά ραντεβού για απογευματινό τσάι στο Winter Garden της Μεγάλης Βρετανίας.

Πέρασα τις πόρτες, αγκαζέ με τη Σοφία, και σκεφτόμουν ότι είμαστε στο Λονδίνο του Γκράχαμ Γκρην ή στη Νέα Υόρκη του Φιτζέραλντ. Ήταν σαν να παίζει ένας τζαζ δίσκος σε πικάπ ή μια ηχογραφημένη συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του BBC, με όλα αυτά τα μαγικά χρατς χρουτς. Και εκεί που άλειφα τα scones μου με clotted cream παίρνω όρκο ότι, κάπου στο βάθος, άκουσα κάποιον να δακτυλογραφεί κάτι στη γραφομηχανή του.

Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα καλύτερο για τα απογεύματα των χριστουγεννιάτικων διακοπών: να πέφτει σιγά το φυσικό φως στο αίθριο, οι λάμπες να χαμηλώνουν, το καυτό τσάι να σε ζεσταίνει και να δίνει μετά τη θέση του σε ένα δροσερό ποτήρι σαμπάνια. Όταν η νύχτα αρχίζει από τις 4:00 μμ, όλη η μέρα είναι γιορτή.

ΥΓ. Την παραμονή των Χριστουγέννων μου αρέσει πάντα να διαβάζω ζοφερές και δυσοίωνες ιστορίες. Αν το βρίσκετε καλή ιδέα θα σας πρότεινα το νέο μικρό διαμάντι του Άτακτου Λαγού των εκδόσεων Άγρα: Ο καλεσμένος του Δράκουλα: Βαλπούργεια Νύχτα του Ιρλανδού Bram Stoker ή τον Δράκουλα του ίδιου που μόλις κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο. Και επειδή είμαι σε mood αγγλικής αριστοκρατίας, μετά από αυτά, θα ξεκινήσω Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας (Vanity Fair) του William Thackeray (εκδ. Εξάντας) που θέλω πολλά χρόνια να το διαβάσω.


https://loureadblog.com/?fbclid=IwAR2zoYZbRVeonQ6R1MNSdB_DRqHUJDNGbdYsGLP-VkemDz2mmnVoBPs7Fhg

Σχόλια