Η Αικατερίνη...



Άλλο ένα Σάββατο βράδυ.
Μόνος, πάνω από τον υπολογιστή.
Κοιτά τη λευκή σελίδα με βλέμμα απλανές. Πάλι η ημέρα πέρασε και δεν κατάφερε να γράψει τίποτα... Προς στιγμήν πάει να αγγίξει το πληκτρολόγιο, να γράψει για τους απλήρωτους λογαριασμούς, για τον εκδότη που περιμένει το βιβλίο σε ένα μήνα και δεν πρόκειται να του δώσει άλλη παράταση...
Σταματά... Κοιτά γύρω του σα να ψάχνει αν υπάρχει κανείς να διαβάσει τις σκέψεις του και γελά! Γελά δυνατά, σαν να το είχε ανάγκη από καιρό. Χτυπά απαλά το κάτω μέρος του πακέτου Marlboro, τσιμπά ένα τσιγάρο με το στόμα και το ανάβει, σαν ιεροτελεστία. Πιάνει το κινητό του.

- Έλα, αγόρι μου! Πάμε για καμμιά βόλτα; Δεν αντέχω άλλο τον εαυτό μου...
- Και πρέπει να σε φορτωθώ εγώ; Χα χα!!! Βόλτα; Πού θα γυρνάμε νυχτιάτικα μες την πόλη;
- Πάμε όπου θες. Απλά έχω ανάγκη να βγω!
- Πες μου, τουλάχιστον, ότι έχεις κάτι για 'μένα.
- Έχω διάθεση για πολύ συζήτηση και μπύρα!
- Κατάλαβα! Είσαι ο χειρότερος μου πελάτης!
- Είμαι ο μόνος σου πελάτης, Σ. Και μην ξεχνάς ότι μου παίρνεις το δέκα τοις εκατό από ό,τι βγάζω!
- Από όσο θυμάμαι το δέκα τοις εκατό του τίποτα είναι... τίποτα!!!
- Ε, λοιπόν, είσαι ο χειρότερος ατζέντης του κόσμου!
- Μπορεί, αλλά είμαι και ο καλλίτερος φίλος σου! Ντύσου! Σε δέκα λεπτά θα περάσω από εκεί να σε πάρω!

"Ο Σ... Ατζέντης μου από τα χρόνια που έγραφα βιβλία που πουλάνε, best-sellers για τους αγγλομαθείς. Και τώρα μένει κοντά μου, κι ας μη μπορώ να γράψω ούτε μια σελίδα! Φίλος από τους λίγους..."

Πέταξε πάνω του ένα μαύρο πουκάμισο κι' ένα μαύρο σακάκι. Του άρεσε να ντύνεται έτσι. Θυμόταν την ταινία-βιογραφία του τραγουδιστή Τζώννυ Κας. Ντυνόταν κι αυτός στα μαύρα. Σε κάποια σκηνή παρατηρούν ότι το ντύσιμό του αρμόζει σε κηδεία. Και απαντά με το λακωνικό: ""Maybe I am", ""Ίσως και να πηγαίνω", δηλαδή. Του είχε κάνει εντύπωση αυτή η σκηνή. Την κρατούσε καλά φυλαγμένη μέσα του για να μην ξεχνά ότι κάθε στιγμή μπορεί να είναι να είναι η τελευταία του, ότι έπρεπε να ζήσει και να μην αφήσει το χρόνο να περάσει άσκοπα. Φοβόταν, βέβαια, ότι αυτή του η στάση θα τον οδηγούσε σε μια ουτιλιταριστική θεώρηση της ζωής -νά 'τος κι' ο Bentham, αναδύθηκε από το παρελθόν!

Σάστισε για μια στιγμή. Αυτός ουτιλιταριστής; Δεν το ήθελε με τίποτα! Τον τρόμαζε η σκέψη και μόνον! Άναψε άλλο ένα τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια. "Δε θα δω τη ζωή ποτέ αυστηρά έτσι!", σκέφτηκε για να πείσει τον εαυτό του.


Ο ήχος του τηλεφώνου του, διέκοψε τις σκέψεις του. Κούμπωσε το σακάκι του και σήκωσε το γιακά του. Όπως έκλεινε την πόρτα του διαμερίσματός του, η ματιά του έπεσε στο βιβλίο των σωκρατικών φιλοσόφων. "Χα! Έχω, αλλ' ουκ έχομαι, λοιπόν!", σκέφτηκε και κατέβηκε τα σκαλιά χαμογελόντας!

- Σε μεγάλα κέφια σε βλέπω απόψε!
- Έκανα κάποιες θετικές σκέψεις, φίλε μου!
- Μπα; Σκέφτηκες κανένα υγρό μουνάκι;
- Όχι, αλλά... δεν πέφτεις και πολύ έξω! Σκεπτόμουν τι είπε κάποιος για μια εταίρα!
- Εταίρα;
- Ναι, αγόρι μου! Πόρνη πολυτελείας, κωλ-γκερλ της αρχαιότητας, το 'πιασες;
- Ε, πες το έτσι! Εταίρα και μαλακίες!
- Σ' ευχαριστώ!
- Να' σαι καλά! Γιατί;
- Μόλις μου έλυσες μια απορία που είχα χρόνια τώρα.
- Ε, μπρίκια κολλάμε; Αφού είμαι ο καλλίτερος ατζέντης στην πιάτσα...
- Ναι... Που έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη απλά και μόνον για μόστρα! Έχεις ανοίξει ποτέ κανένα;
- Ναι... Ναι... Μη με κοιτάς σα μαλάκας! Διαβάζω, αλλά όχι σαν κι εσένα!
- Το επετειακό του Playboy, δεν πιάνεται, Σ.!
- Ξέρεις πόσο στοιχίζει;
- Όσο συνεχίζεις τόσο θα γελάω!
- Γέλα όσο θες! Εσύ καυλώνεις με φιλοσόφους και δήθεν συγγραφείς, εγώ με γυμνές γκόμενες!
- Πες μας τώρα ότι δε μας αρέσουν οι γυναίκες!
- Πόσα χρόνια είμαστε φίλοι, κουλτουριάρη φίλε μου;
- Περισσότερα από όσο θα έπρεπε, ατζέντη της δεκάρας!
- Μίλησε η διασημότητα! Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχεις έρθει ποτέ σε ένα στριπτιζάδικο μαζί μου!
- Αφού ξέρεις ότι δεν πιστεύω στον αγοραίο έρωτα...
- Ή, είσαι... ντιντής!
- Τις λέξεις αυτές τις έχεις ξεπατικώσει από κάπου;
- Μην αλλάζεις θέμα!!! Κερνάω μπύρα στο Babies.
- Σου είπα, δεν θέλω.
- Αν θες να μιλήσουμε απόψε, θα έρθεις μαζί μου. Κι' εγώ πάω στο Babies!
- ...Πάμε εκβιαστή, αλλά μόνον μπύρα. Ούτε χορούς, ούτε τίποτα.
- Ό, τι πει ο συγγραφέας!
- Οδήγα και σκάσε!



- Ένα τραπεζάκι μπροστά στη σκηνή, παιδί. Πάρε και την κάρτα μου. Σ. Ατζέντης. Μαζί μου θα έχεις μέλλον!
- Ναι, να πλένεις πιάτα στα Friday's. Προχώρα ατζέντη της δεκάρας κι άσε το παιδί ήσυχο!
- Κοίτα, αν είναι να μου κάνεις χαλάστρα στη δουλειά μου, δεν ξαναβγαίνουμε έξω μαζί!
- Προχώρα!
- Πάρε την κάρτα μου κοπελιά!

Κάνοντας μια απότομη κίνηση, αρπάζει το κουτάκι με τις κάρτες και τις πετά κάτω από έναν καναπέ.

- Ηρέμησες τώρα;
- . . .

Κάθονται στο τραπεζάκι και παραγγέλνουν τις μπύρες τους. Εκείνος σοβαρός παρατηρεί τις κοπέλες, αλλά όταν τον πλησιάζουν τις διώχνει ευγενικά. Δεν έχει όρεξη να "αγοράσει". Πάντοτε ήθελε να τον θέλουν και όχι να "πουλάει" τον εαυτό του για να τα καταφέρει.

Η ώρα περνούσε. Τα στόματα κλειστά. Η διάθεσή του απλά αδιάφορη.

Ώσπου ήρθε κι έκατσε στα πόδια του εκείνη. Ένα κοριτσάκι 21 ετών, από την Εσθονία, που την έλεγαν Α., όπως έμαθε αργότερα.
Έκατσε στα πόδια του και άρχισε να ρωτά τα τετριμμένα. Της χάιδεψε απαλά τα μπούτια της και τη ρώτησε αν ήθελε έναν πριβέ χορό. Εκείνη γέλασε αμήχανα.
Και αυτό του άρεσε πολύ. Χαλάρωσε. Αισθάνθηκε ότι αυτή ήταν διαφορετική -ή έστω αυτό το ρόλο έπαιζε καλά, έκανε να σκεφθεί. Μα, ευθύς σηκώθηκε και της είπε "Πάμε!".

Του κακοφάνηκε που έδωσε τα 50 € σε έναν περίεργο ασπρομάλλη - νταβατζή θα τον έλεγε ο Σ.-, αλλά τον οδηγούσε μια ορμή πρωτόγνωρη.

Έφθασαν σε μια απομονωμένη γωνία κι έκατσαν σε έναν σάπιο καναπέ. Αμήχανα τελείως, σα μαθητούδι, της είπε να κάνει ό,τι θέλει. "Και, αν εγώ κάνω κάτι που σε ενοχλήσει, να μου το πεις αμέσως, να σταματήσω", συμπλήρωσε. Η Α. τον κοίταξε με ένα γεμάτο βλέμμα -πώς να περιγράψεις δυο ματάκια που σε κοιτούν σα να συνειδητοποιούν ότι τα βλέπεις πολυτιμότερα από τον ακριβότερο λίθο;- και άρχισε να χορεύει πάνω του.
Την αγκάλιασε από τη μέση. Αισθάνθηκε σαν να το ήξερε αυτό το κορμί. Το μύρισε κι άρχισε να το φιλά απαλά. Τα χέρια της, ο λαιμός της γέμισαν φιλιά.
Η Α. σηκώθηκε, πέταξε το μικρό μπικίνι που φορούσε και αποκάλυψε τα μικρά της στήθη. Τα είδε και σάστισε. Διστακτικά άρχισε να τα φιλά. Όταν είδε ότι η Α. δεν αποτραβήχθηκε, άρχισε να παίζει με τη γλώσσα του τις ρώγες της. Παρασύρθηκε στο παιχνίδι που εκείνη είχε ορίσει; Δεν τον ένοιαζε πια. Τα χέρια του είχαν γραπωθεί στο μικρό σφιχτό της κωλαράκι, ενώ το στόμα του και η λαίμαργη γλώσσα του περιδιάβαινε τα στήθη της, τα χέρια της, το λαιμό της. Η Α. έπιασε το χέρι του και το οδήγησε στο κλειδί της ηδονής της, τον άφησε να παίξει λίγο μαζί του.
Σε ανύποπτη στιγμή, η Α. σηκώνεται, βγάζει το μικρό της κιλοτάκι και του δείχνει αυτό που πάντα τον τρέλλαινε. Ένα μικρό σφριγηλό κωλαράκι σε απόσταση αναπνοής. Δεν συγκρατήθηκε, αυτός ο μετρημένος! Αλλά, φίλησε με πάθος την πίσω τρύπα της, την μυστική κι απόκρυφη, όπως θα την περιέγραφε ένας παλαιός του φίλος. Για αυτόν ήταν η πύλη της ηδονής, το σημείο της επαφής που τον μεθούσε...
Η Α. τον άφησε να γευθεί τα κάλλη της. Μετά, ξάπλωσε στον καναπέ και άνοιξε τα πόδια της για να αποκαλύψει την -ξυρισμένη- πηγή της ζωής. Τη ρώτησε ευγενικά -αμήχανα- αν μπορούσε να τη φιλήσει. Η Α. έγνεψε καταφατικά κι' αυτός, σαν διψασμένος περιηγητής της ερήμου που βρίσκει την όαση μετά από βδομάδες περιπλάνησης στην άνυδρη Σαχάρα, βούτηξε στην πηγή με λαχτάρα. Απαλά άρχισε να παίζει με τη γλώσσα το κλειδί της ηδονής της. Είδε ότι η Α. δεν αποτραβήχθηκε κι άρχισε να χρησιμοποιεί όλο του το στόμα, απαλά, ακολουθώντας τους σπασμούς της.
Η Α. σηκώθηκε και έκατσε -ολόγυμνη- πάνω του. Τον ρώτησε αν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. '"'Ο,τι θέλω; Ακόμα κι αν είναι kinky;" "'Ο,τι θες εσύ", απάντησε με λαγνεία κολλημένος στο λαιμό της, που τον φιλούσε με λαχτάρα ασταμάτητα σαν να την ποθούσε από χρόνια.
- "Πώς και με διάλεξες;", τον ρώτησε, ενώ ξεκούμπωνε αργά το παντελόνι του.
- "Σε είδα και μου άρεσες πολύ. Τόσο απλά", της είπε κι εκείνη χαμογέλασε σαν από ντροπή.

Τα ιδιαίτερα του ήταν πια στο χέρι της. Απαλά άρχισε να τον αγγίζει κι εκείνος τρελλάθηκε. Του είχε λείψει πολύ το γυναικείο άγγιγμα. Είχε περάσει καιρός πολύς από τότε που "εκείνη" είχε φύγει μακριά του. Όλο εκείνο το διάστημα ήταν μόνος, χωμένος στα βιβλία του, μπροστά από μια λευκή σελίδα.
Και, τώρα, αυτό το κορίτσι τον άγγιζε, όπως λαχταρούσε. Δεν το είχε φαντασθεί -δεν το περίμενε από τον εαυτό του- ότι θα συνέβαινε έτσι.
Κι' όμως, δεν το μετάνοιωνε. Αντιθέτως, αισθανόταν με την Α. σα να την ήξερε προαιώνια.
Έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε αν ήθελε και δεύτερο χορό. Της είπε όχι, αν και ήθελε να συνεχίσει ως το τέλος. Το πορτοφόλι του δεν είχε άλλα λεφτά κι ας ξεγελούσαν τον κόσμο τα ακριβά του ρούχα, αποκτήματα των πρώτων του μεγάλων επιτυχιών, που τώρα τις αναπολούσε με χλεύη.
"Εν τάξει", του είπε. "Θες να τελειώσεις;"
Έγνεψε καταφατικά, σαν πεινασμένος. Άρχισε εκείνη. Τρελλάθηκε, γραπώθηκε από το μικρό της κωλαράκι και τη φιλούσε με πάθος στο λαιμό, ώσπου... τελείωσε.
Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίσθηκε στο πρόσωπό του. Την κοίταξε σαν... ερωτευμένος. Αισθάνθηκε ότι κι εκείνη τον κοίταξε έτσι. Κάτι ψιθύρισαν. Τον φίλησε στο στόμα. Τα έχασε. Τη φίλησε κι αυτός. Οι γλώσσες τους ακούμπησαν. Για μια στιγμή έδωσαν την εικόνα ερωτευμένων. Ήθελε να συνεχίσει, αλλά σταμάτησε... Δεν ήξερε, γιατί. Σα να φοβόταν ότι ίσως η Α. βρει τον μπελά της, αν την δουν να ερωτοτροπεί μαζί του. Μάλλον, φοβήθηκε την ασυγκράτητη ορμή που ένοιωθε μέσα του μετά από πολύ καιρό και απορούσε με τον εαυτό του που ένοιωθε έτσι για ένα κορίτσι που άφηνε να γευθούν το κορμί της κάθε βράδυ πάμπολλοι άνδρες για 50 €. Κι όμως, αισθανόταν... ερωτευμένος!

Όπως έκανε να βγει, ο ασπρομάλλης -ο νταβατζής, που θα έλεγε ο Σ.- του ζήτησε κι άλλα 50 €, γιατί ξεπέρασε το χρόνο. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έκανε σαματά και θα τον πέταγαν έξω από το μαγαζί -στην καλλίτερη των περιπτώσεων... Αλλά, αισθανόταν τόσο γεμάτος, τόσο ευτυχισμένος μετά από πάρα πολύ καιρό, που έτρεξε στον Σ. και του ζήτησε δανεικά.

- Από εκεί που δεν ήθελες, έπεσες με τα μούτρα; Το ξέρεις ότι παίζει να σου έχω δανείσει περισσότερα από όσα έχω βγάλει από εσένα;
- Θα μου τα δώσεις ή θες να μας πετάξουν έξω;

Του τα έδωσε γελώντας. Ήταν πραγματικός του φίλος και χαιρόταν να τον βλέπει ευτυχισμένο μετά από τόσον καιρό.

Μετά από λίγο ήρθε η Α. με τον γκριζομάλλη, να του επιστρέψουν τα 50 €. Της είχε πει ότι δεν ήθελε δεύτερο χορό και ήθελε να του τα επιστρέψει. Με αυτή της την κίνηση τον ξετρέλλανε ακόμα περισσότερο. Η Α. πρέπει να το είδε στα μάτια του, γιατί χαμογέλασε.

- "Δος τα του, δε θέλω να βρεις τον μπελά σου εξ αιτίας μου. Πέρασα τέλεια μαζί σου. Δε με νοιάζουν τα παραπάνω χρήματα.", της είπε χαϊδεύοντάς της το χέρι, σα να ήταν ζευγαράκι.

Δίστασε η Α. Ντράπηκε πολύ. Της έβαλε τα λεφτά ξανά στο χέρι κι αυτή τα ξανάδωσε στον γκριζομάλλη, που κοιτούσε καχύποπτα, δίχως να αντιλαμβάνεται τις ματιές που καίνε.

Ύστερα, η Α. ήρθε κι έκατσε στα πόδια του. Τον ευχαρίστησε κι άρχισαν να μιλάνε. Για διάφορα και για τίποτα. Στην αγκαλιά του για λίγο ακόμα...

Τον φίλησε στο στόμα, ξανά. Του άρεσε πολύ. Ήθελε να ξεχυθεί, να τη γεμίσει φιλιά, μα την σταμάτησε. Δεν ήξερε, γιατί. Την αγκάλιασε, έκανε περίεργες φατσούλες, που είχε χρόνια να τις κάνει. Ήταν ευτυχισμένος, και του αρκούσε. Εκείνη άρπαξε το κινητό του, του έγραψε το τηλέφωνό της, του ευχήθηκε καλή βραδιά κι έφυγε με μια υπόσχεση: "Ίσως ξαναβρεθούμε."

Τη χάζευε καθώς απομακρυνόταν... Είχε ερωτευθεί! Και δε μπορούσε να το πιστέψει! Αισθανόταν ζωντανός μετά από πάρα πολύ καιρό! Πετούσε!

Ο Σ. γελούσε με την καρδιά του. Έβλεπε το φίλο του να λάμπει. Δεν σκεφτόταν πια εκείνη που έφυγε, αλλά το μικρό κοριτσάκι από την Εσθονία που του είχε φερθεί όχι σαν επαγγελματίας, μα σαν ερωμένη. Ήξερε -ή μάλλον, φοβόταν- ότι όλα αυτά μπορεί να ήταν στο παιχνίδι της δουλειάς της. Μα, δεν τον ένοιαζε, γιατί, ακόμα κι αν ήταν απλά δουλειά, τον απογείωσε, τον έκανε να αισθανθεί ξανά ζωντανός μέσα στα μικρά της στήθη, τον σφιχτό κώλο της και την τρυφερή πηγή της ζωής της. Και γι'αυτό, της ήταν ευγνώμων. Και θα της ήταν για πάντα, ό,τι κι'αν συνέβαινε μεταξύ τους.

- "Εγώ λέω να την καλέσεις! Θα περάσεις καλά, αγόρι μου! Θα ξελαμπικάρεις και θα μου γράψεις και κανένα βιβλίο να πουλήσω!"
- "Ο νους σου στα λεφτά και στο μουνί πάντα, Σ.!"
- "Πού θες να'ναι, δηλαδή; Μη μου το παίζει υπεράνω! Σε είδα απόψε! Δεν ξεκόλλαγες από πάνω της!"
- "Μάλλον, εκείνη δεν ξεκόλλαγε από πάνω μου, θες να πεις!"
- "'Ήρθε ο εραστής να μας την πει! Αν έχεις αρχίδια πάρ'την τηλέφωνο να βγείτε, να περάσεις καλά, αγόρι μου! Τα άλλα πες τα σε κανέναν βαρεμένο σαν και του λόγου σου, που διαβάζει Μπέκετ στη χέστρα!"
-"Είσαι διεστραμμένος! Πάμε να φύγουμε! Θέλω να αράξω στο κρεββάτι μου..."
- "Ανεβήκαμε -για να μην ανοίξω το στόμα μου!- και τώρα θέλουμε να φύγουμε! Ρε, αν ήμουν οποιοσδήποτε άλλος, θα σου είχα σπάσει το κεφάλι!"
- "Δεν είσαι, όμως! Για αυτό σ' αγαπάω!"
- "Αρχίσαμε τα πούστικα πάλι! Πάμε, άχρηστε!"

Γύρισε σπίτι, άναψε ένα τσιγάρο βιαστικά και άρχισε να γράφει μανιωδώς στο παλαιό του λάπτοπ. Χείμαρρος οι σκέψεις και τα συναισθήματα, γέμιζαν τις σελίδες. Η Α. τον είχε συγκλονίσει. Τον είχε εμπνεύσει! Ήταν η νέα του μούσα!

Έγραψε για αρκετή ώρα.

Έκλεισε τον υπολογιστή κι έπεσε στο κρεββάτι με τα ρούχα. Δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Αισθάνεται ζωντανός, κι' όλα αυτά χάρη στη μούσα του, χάρη στην Α.! Ήθελε να την πάρει τηλέφωνο, μα φοβόταν το επάγγελμά της. "Τι καλλίτερο έχουν οι δήθεν τίμιες;", σκέφτηκε και με την εικόνα του βλέμματός της στο νου του αποκοιμήθηκε.

Εκείνο το βράδυ, μετά από πολύ καιρό, δεν τον επισκέφθηκαν τα περίεργα όνειρα. Κοιμήθηκε με τη γλύκα της ήβης της στο στόμα. Ήταν ευτυχισμένος!

Παναγιώτης Φούκας

Σχόλια