Του ασώτου...


Μια φορά κι έναν καιρό ένα ζευγάρι ζούσε αγαπημένα σε ένα μικρό σπίτι στο βουνό. Το ζευγάρι ζούσε ήρεμα τη ζωή του στη φύση. Ο άνδρας ασχολούταν με γεωργικές εργασίες κυρίως, ενώ είχε και λίγα ζώα για τις πρώτες τους ανάγκες σε κρέας, αλλά και για να πουλά κανένα στο γειτονικό χωριό, ώστε να μπορεί να αγοράζει ό,τι δεν μπορούσε να του προσφέρει η μάννα γη. Αυτός και η γυναίκα του ήταν ευσεβείς άνθρωποι. Ξυπνούσαν κάθε χάραμα και, προτού εκκινήσουν τις δουλειές της ημέρας, προσεύχονταν στο Θεό για τους ίδιους και για τους συνανθρώπους τους, ακόμα και για τα ζωντανά τους. Κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου κατά τη διάρκεια της προσευχής, ενώ έλεγαν το Αμήν κοιτώντας ο ένας τον άλλο γλυκά στα μάτια.

Οι ημέρες τους ήταν σκληρές, αφού πέρα από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες είχαν να αντιμετωπίσουν και τη χλεύη των ανθρώπων του γειτονικού χωριού, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν γιατί έμεναν απομονωμένοι στο βουνό. Μα το ζευγάρι είχε αποφασίσει ότι τα παιδιά που θα έφερναν στον κόσμο έπρεπε να προστατευθούν από την αμαρτία που πίστευαν ότι κυριαρχούσε στο χωριό. Γι'αυτό θα τα μεγάλωναν με ευσέβεια στο βουνό. Αυτό είχαν αποφασίσει.

Τα χρόνια πέρασαν και το ευσεβές ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά. Ας τους ονομάσουμε Γιάννη, Γιώργο και Χρήστο.

Ο Γιάννης ήταν ο πρωτότοκος και από μικρός λίγο ανήσυχος. Του άρεσε να ρωτά συνεχώς τι υπήρχε πέρα από το βουνό, ενώ ξέφευγε συνεχώς της προσοχής της μητὲρας του και εξερευνούσε άλλο τε το δάσος κι άλλο τε το δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Καμιά φορά τύχαινε να περνούν άμαξες με πλούσιους ανθρώπους ή λογής εμπορεύματα, που ο μικρός Γιάννης τα θαύμαζε και άρχισε σιγά-σιγά να θέλει να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από το βουνό. Μα, οι γονείς του ήταν απόλυτοι. “Κανείς δε φεύγει από το βουνό! Η μάννα γη μας προσφέρει όλα τα αγαθά της και γι'αυτό της είμεθα ευγνώμονες!”

Ο Γιώργος ήταν λίγο μικρότερος από τον Γιάννη, μα και εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας. Πάντοτε υπάκουος, από μικρός έτρεχε πίσω από τον πατέρα του και τον βοηθούσε στις δουλειές. Ασχολούταν με τα κτήματα, μα και με τα ζωντανά, ενώ πρόσεχε τη μητὲρα του και την βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, όποτε μπορούσε. Ο πατέρας του μιλούσε συνεχώς για αυτόν με καμάρι, ενώ στις προσευχές του ευχαριστούσε τον Θεό για τον υιό που του έστειλε, ενώ παραπονιόταν για τα καμώματα του Γιάννη.

Ο Χρήστος ήταν ένα παιδί ήσυχο, μα από μικρός φαινόταν ότι ήταν ο εξυπνότερος από τους τρεις. Βοηθούσε μεν, σαν τον Γιώργο, τους γονείς του στις δουλειές, μα τα βράδια ξεγλιστρούσε από το σπίτι για να θαυμάσει τα άστρα, να χαζέψει τη φύση και τα φώτα του χωριού που τρεμόπαιζαν στους πρόποδες. Ο πατέρας του τον είχε δει να ξεγλυστρά, μα όσο τον βοηθούσε στις δουλειές και ήταν ήσυχος, δεν προβληματιζόταν και έκανε ότι δεν ήξερε τις βραδινές του βόλτες.

Μια μέρα, όταν τα παιδιά είχαν μεγαλώσει αρκετά, τους κάλεσε ο πατέρας τους στο δωμάτιό του, φορώντας τα καλά του ρούχα για πρώτη φορά μετά το γάμο του.

''Παιδιά μου. Και εγώ, όπως και εσείς, μεγαλώσαμε. Εγώ τόσο, ώστε να χρειάζομαι ξεκούραση, εσείς τόσο, ώστε να αναλάβετε τα του οίκου. Γι'αυτό και αποφάσισα να σας μοιράσω την περιουσία μου δίκαια δια του τρία, αφού και τους τρεις σας υπεραγαπώ πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο.''

Η μάννα τους καθόταν σιωπηλή και βουρκωμένη. Καμάρωνε τα παιδιά της που είχαν επί τέλους γίνει άνδρες.

Ο Γιώργος χαμογελούσε, ο Γιάννης κοιτούσε πότε τον πατέρα του και πότε τη μητέρα του σοβαρός, ενώ ο Χρήστος έτρεξε κι αγκάλλιασε τους γονείς του.

Ο πατέρας τους μοίρασε την περιουσία του. Έδωσε σε όλους ίσο μερίδιο γης, ζωντανών και νομισμάτων και πήγε να ξαπλώσει.

Το επόμενο πρωί, κατά τη διάρκεια της προσευχής, ο Γιάννης έλειπε. Τον έψαξαν παντού, μα δεν τον βρήκαν πουθενά. Εμφανίσθηκε το μεσημέρι πάνω σε μια πολυτελή άμαξα (Porsche, Ferrari ή Lamborghini;) μαζί με ανθρώπους του χωριού.

Πατέρα, ήρθα με τους δικηγόρους μου για να εκτιμήσουμε την αξία της γης και των ζωντανών που μου αναλογούν. Θα τα πουλήσω και θα πάω να ζήσω στο χωριό.”

Ο πατέρας του αποσβολωμένος συναίνεσαι...

Ο Γιάννης από εκείνη την ημέρα ζούσε σε μια έπαυλη στο χωριό κάνοντας dolce vita. Ξενυχτούσε τα βράδια πίνοντας αλκοόλ και συνουσιαζόμενος με κάθε λογής γυναίκες, ενώ τα πρωινά κοιμόταν και λιαζόταν πλάι στην πισίνα του. Και, έτσι περνούσαν τα χρόνια. Κι ο Γιάννης ήταν ευτυχισμένος. Από τις διάφορες ερωτικές συντρόφους του άρχισε να μαθαίνει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την ποίηση, αρχίζοντας να σκορπά τα λεφτά του προσπαθώντας να αφήσει κι αυτός το σημάδι του στον κόσμο της τέχνης. Μα δεν τα κατάφερνε! Η μόνη του ασχολία ήταν η συνουσία, το καλό φαγητό και το πολύ ποτό. Μα ήταν ευτυχισμένος!

Ο Γιώργος και ο Χρήστος συνέχισαν να ζουν όπως και πριν: βοηθούσαν τον πατέρα τους και τη μητέρα τους, ενώ πήραν και δυο γυναίκες, παρθένες, που είχαν μεγαλώσει σε ένα κοντινό βουνό, σαν κι αυτούς, μέσα στην ευσέβεια, για να είναι υπάκουες και καλές σὺζυγοι. Ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στο σπίτι στο βουνό.

Και τα χρόνια περνούσαν...

Μια ημέρα η πόρτα χτύπησε στο μικρό σπίτι του χωριού. Η σύζυγος του Γιώργου άνοιξε την πόρτα κι αντίκρυσε δυο ανθρώπους -έναν άνδρα που έμοιαζε πολύ στον άνδρα της και μια γυναίκα πανέμορφη και λαμπερή μα κουρασμένη σα ξενυχτισμένη- ντυμένους με ακριβά ρούχα, μα ξερακιανούς, βρώμικους και πεινασμένους. Είχαν ξεμείνει από λεφτά και δεν είχαν που αλλού να πάνε...

Ο Γιάννης είμαι. Είναι μέσα τα αδέλφια μου; Πρέπει να τους μιλήσω!”

Η νεαρή κοπέλα τους έβαλε μέσα στο σπίτι, όπου μαζί με την αδελφή της τους μαγείρεψαν μια ζεστή σούπα. Ο Γιάννης και η κοπέλλα του έφαγαν λαίμαργα και περίμεναν τα αδέλφια του Γιάννη και τους γονείς του να επιστρέψουν από τις δουλειές τους στα κτήματα και τα ζωντανά.

Όταν η πόρτα άνοιξε είχε πια νυχτώσει. Οι δυο γέροντες μετά βίας διέκριναν τις άγνωστες φιγούρες σπίτι τους. Πρώτη κατάλαβε τον Γιάννη η μάννα του κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ο πατέρας του φώναξε το παιδί του γεμάτος χαρά και διέταξε τον Γιώργο να σφάξει τον μόσχο τον σιτευτό! Θα εόρταζαν απόψε για την επιστροφή του ασώτου!

Ο Γιώργος πήγε παραξενεμένος να ετοιμάσει το μοσχάρι για τη σφαγή και το μαγείρεμα.
Γι'αυτόν θα κάνουμε τόσο μεγάλη εορτή; Για εμάς που μείναμε κοντά του τόσα χρόνια, τίποτα;”, σκεπτόταν. Μα, πάντοτε υπάκουος, εκτέλεσε τη διαταγή του πατρός του.

Το βράδυ έγινε μεγάλο γλέντι για να υποδεχθούν τον άσωτο και την κοπέλλα του στο σπίτι!
Ο πατέρας και η μάννα ήταν πανευτυχείς που ο Θεός τους ξανάφερε τον χαμένο υιό τους!
Ο Γιώργος καθόταν μόνος του και ήταν εκνευρισμένος που οι γονείς του δεν είχαν κάνει ποτέ ένα τέτοιο γλέντι για εκείνον, ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στην κοπέλλα του Γιάννη: δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πλάσμα! Είχε βάψει το πρόσωπό της και τα νύχια της, ενώ το ρούχο της κάλυπτε μόνον τα απολύτως απαραίτητα, αφήνοντας σε κοινή θέα τα πόδια της, τα χέρια της, την κοιλιά της! Τι κέρδισε, λοιπόν, ο Γιώργος που έμεινε πιστός στον πατέρα;
Έβαλε τα κλάμματα! Έτρεξε στην αγκαλιά της συζύγου του και της ζήτησε να προσευχηθούν μαζί. Δεν θα υπέκυπτε στην αμαρτία. Θα ζούσε ευλαβικά, όπως ο πατέρας του.

Στο περιθώριο της εορτής, ο Χρήστος έπιασε την κουβέντα με το Γιάννη. Τον ρωτούσε για το χωριό, για τα όσα έμαθε εκεί.
Κάποια στιγμή ο Γιάννης τον έπιασε σφιχτά από τους ώμους και του είπε με αγάπη στο αφτί:
Φύγε! Πήγαινε να ζήσεις κι εσύ! Και όταν θα σου σωθούν τα χρήματα έλα, να σου σφάξω εγώ τότε το μόσχο το σητευτό”! Ταπεινωτική η μετάνοια...

Ο Χρήστος τον κοίταξε αποσβολωμένος. Έριξε μια ματιά στη γυναίκα του, μετά μια στη γυναίκα του Γιάννη κι έφυγε τρέχοντας για να φτιάξει τη βαλίτσα του. Θα πήγαινε να ζήσει στο χωριό! 

Παναγιώτης Φούκας 

Σχόλια