Όνειρα...


Σηκώθηκε απότομα από το κρεββάτι παραμερίζοντας το φορητό υπολογιστή του, που πάντοτε το είχε δίπλα του για να μπορεί να ξεγελά τη μοναξιά του τα βράδια. Δεν ήξερε εάν ήταν μέρα ή αν είχε νυχτώσει. Μόνον μια σκέψη βασάνιζε το μυαλό του. Άρχισε να περπατά νευρικά στο δωμάτιο προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Σχεδόν μηχανικά έβαλε το χέρι του στην τσέπη του παλαιού τζην παντελονιού που φορούσε -πάλι είχε κοιμηθεί με τα ρούχα...-βγάζοντας ένα τσαλακωμένο πακέτο Marlboro και έναν πλαστικό διαφημιστικό αναπτήρα. Με μια κίνηση σχεδόν τελετουργική άναψε ένα τσιγάρο. Έκατσε στο γεμάτο χαρτιά, εφημερίδες, φακέλλους κι'αποφάγια γραφείο του. Άναψε το ραδιόφωνο, μα το έκλεισε σχεδόν αμέσως, νευρικά. Έριξε πάνω του ένα παλαιό μαύρο δερμάτινο σακάκι, πέταξε τα κλειδιά του στην τσέπη βιαστικά και βγήκε έξω.

“Νύχτα... Πάλι κοιμήθηκα όλη μέρα... ”

Άρχισε να περπατά σε αναζήτηση κάποιου ολονύχτιου περιπτέρου για να αγοράσει τσιγάρα. Στο πρώτο που βρήκε παρατήρησε ότι ο περιπτεράς δεν ήταν ελληνικής καταγωγής. Και αυτό τον ενόχλησε... Συνέχισε με βήμα γοργό προς το κέντρο της πόλης, άλλοτε μουρμουρίζοντας και άλλοτε τρίζοντας τα δόντια του από το κρύο.

“Έπρεπε να φορέσω το παλτό μου! Ή, έστω, ένα κασκόλ! Έχει ψοφόκρυο απόψε!”

“Έπρεπε ο περιπτεράς να είναι αλλοδαπός; Δε γουστάρω να δώσω τα λεφτά μου σε αυτούς! Να πάνε στη χώρα τους να δουλέψουν!”

“Κρύο... Πολύ κρύο!”

“Φίλε! Πιάσε μου τέσσερα Marlboro. Το μαλακό!”

Άναψε άλλο ένα τσιγάρο, σχεδόν σαν ιεροτελεστία, σήκωσε τον γιακά του και κούμπωσε το παλαιό σακάκι. Έκανε κρύο, αλλά όπως του άρεσε να λέει:

“Έχω περάσει και χειρότερα!”

Μέσα σε λίγα λεπτά ήταν και πάλι πίσω στο διαμέρισμά του. Γέμισε την μπανιέρα με καυτό νερό, έβαλε ένα ποτήρι κρασί ροζέ -ήταν το αγαπημένο του- και χαλάρωσε. Έπρεπε να μαζέψει τη σκέψη του. Τι περίεργα όνειρα ήταν αυτά που έβλεπε τον τελευταίο καιρό; Παλαιότερα δεν θα τους έδινε καμμία σημασία, αλλά τα όσα είχε δει τον είχαν τρομάξει πολύ...

Τι τον φόβιζε; Για χρόνια πίστευε ότι ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν ο θάνατος. Τον είχε βιώσει πρόσφατα μέσα απ'το χαμό αγαπημένου του προσώπου. Ένιωσε την απώλεια και τρομοκρατήθηκε. Πρώτη φορά στη ζωή του ένοιωσε ότι όλες οι έξυπνες ατάκες -που πάντα του έβγαιναν αβίαστα πρόθυμες να τον απεγκλωβίσουν από δύσκολες καταστάσεις- δεν μπορούσαν να τον παρηγορήσουν. Δεν μπορούσαν...

Έπιασε ένα πακέτο, δίχως να το κοιτά. Το βλέμμα του κινήθηκε αμήχανα στο χώρο, σαν κάτι να ζητούσε. Χτύπησε ελαφρά το κάτω μέρος του πακέτου, ώστε να ξεπροβάλουν δυο-τρία τσιγάρα από το άνοιγμα. Έπιασε με τα χείλη του ένα. Το άναψε.


“-Λοιπόν, Κάσσανδρε, πώς σου φαίνεται το κελί σου;”, είπε μια βαριά γέρικη ανδρική φωνή.
Ένας νεαρός άνδρας, 25 ετών, γύρισε αργά το βλέμμα και κοίταξε τον γέροντα στα μάτια. Παρά τα χρόνια του, η ματιά του γέροντα ήταν ζωηρή, σχεδόν σαν παιδική.
Ο νεαρός κατέβασε το βλέμμα του από σεβασμό και κάτι πήγε να ψελλίσει.
“-Μη φοβάσαι, παιδί μου. Όλοι οι αδερφοί στην αρχή ένοιωθαν αμήχανα, είτε το παραδέχονταν είτε όχι. Εγώ είμαι πολλά χρόνια εδώ και θα σε βοηθήσω να προσαρμοστείς εν καιρώ.”
“-Μα, γέροντα, εγώ δεν...”
“Σώπασε παιδί μου...”
Ο γέρος μοναχός έκλεισε την βαριά ξύλινη πόρτα με δύναμη. Ο ήχος της παλαιάς μεταλλικής κλειδαριάς που ακούστηκε σχεδόν αμέσως έσφιξε το στομάχι του νεαρού μαθητευόμενου. Άκουγε για λίγο τον ήχο των βημάτων του γέρου μοναχού, καθώς αυτός απομακρυνόταν από το μικρό ανήλιαγο κελί του. Και μετά σιωπή. Πήγε κάτι να ψιθυρίσει, μα ο φόβος τον κυρίευσε... Ξάπλωσε στη στρωμένη γωνιά του, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του στο στήθος του. Έκανε να προσευχηθεί... Μα δεν πρόλαβε... Ένα κλάμα ξέσπασε, τόσο απρόσμενο, όσο και οι συνθήκες που τον έφεραν σε αυτό το μοναστήρι, φυλακισμένο χωρίς τη θέλησή του.

Παναγιώτης Φούκας

Σχόλια