Τι είναι η αγάπη;


Τι είναι η αγάπη; Πώς δυο άνθρωποι -ολότελα ξένοι, άγνωστοι μέχρι πρότινος- δηλώνουν ότι αγαπιούνται και μοιράζονται τη ζωή τους, από την καθημερινότα μέχρι τα ανομολόγητα όνειρά τους και τους κρυφούς τους πόθους; Είναι η αγάπη μια προαιώνια έλξη δυο ψυχών που αποζητούν να ενωθούν ενθυμούμενοι κάποια αρχαία κατάσταση ενότητος ή, μήπως, είναι μια βιολογική ανάγκη για την διαιώνιση, ένας ευτελισμένος έρωτας, που σαν η φλόγα του σιγάσει, δίδει αναγκαστικά τη θέση του σε μια κατάσταση που μάθαμε να ονομάζουμε αγάπη για να δικαιολογήσουμε την έλλειψη του αρχικού πάθους; Ή, μήπως, πρόκειται για προβολή του θείου έρωτος, της αγαπητικής σχέσεως Θεού-ανθρώπων και εναπόκειται στην ελευθερία των ανθρώπων να πραγματωθεί μεταξύ τους, είτε ερωτικά είτε όχι;”

Πίνει μια ακόμα γουλιά από το μπουκάλι κόκκινο κρασί που έχει πλάι στον υπολογιστή του. Προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Ο εκδότης του έχει να επικοινωνήσει μαζί του πάνω από έναν μήνα. “Ίσως έπαψε να περιμένει” σκέφθηκε τρομαγμένος... Μα, η σκέψη αυτή ήταν στιγμιαία. Μπορεί να τον έπνιγαν οι υποχρεώσεις, να είχε ανάγκη όσο τίποτα τα λεφτά που θα του έδιδαν σαν παρέδιδε το βιβλίο, μα δεν μπορούσε να γράψει...

Μπροστά στη λευκή σελίδα καθόταν επί ώρες, πίνοντας ένα αγνώστου προελεύσεως μπουκάλι φθηνό κόκκινο κρασί και σκεπτόταν εκείνη... Πάνε εννέα μήνες πια από τότε που εξαφανίσθηκε, για να προστατεύσει τον εαυτό της από εκείνον, όπως του είχε πει. Εννέα μήνες πόνου ανείπωτου, σκληρού... Εννέα μήνες, όπου όλος του ο κόσμος κατέρρευσε, γιατί τον είχε στηρίξει στην αγάπη τους την αιώνια... Ή, έστω, έτσι πίστευε... Ή, είχε πείσει τον εαυτό του να πιστεύει... Δεν ήξερε πια τι έφταιγε. Οι αναμνήσεις; Ο πόνος; Η μοναξιά; Το ποτό; Οι απεγνωσμένες του προσπάθειες να βρει ένα έτερο ήμισυ κάπου εκεί έξω, στα κάλλη μιας άλλης;

Δεν άντεξε άλλο. Σήκωσε το τηλέφωνο και της μίλησε σα να είναι ακόμα μαζί, της είπε ότι την αγαπά, παρ'ότι της ήταν ακόμη θυμωμένος... Εκείνη του φάνηκε κυνική. Χρησιμοποιούσε λέξεις που τον πλήγωναν... Γιατί δεν καταλάβαινε τον πόνο του; Γιατί;
Άρχισαν ξαφνικά να ανταλλάσουν ερωτικές φιολοφρονήσεις. Θυμήθηκε, το πώς ανδρώθηκε στο κορμί της τόσο χρόνια πριν και πόθος ξύπνησε στα στήθια του, πόθος ανάμεικτος με πόνο. Θέλησε να την ξαναδεί και της το είπε απερίφραστα. Εκείνη απάντησε με μια κυνική συγκατάβαση, την οποία αποδέχθηκε. Την ήθελε; Δεν ήξερε... Αλλά δεν μπορούσε να προσπεράσει την ευκαιρία να την ξαναδεί... Έστω και έτσι, δίχως την αγάπη που τους ένωνε κάποτε...

Και τώρα, κάθεται ώρες πάνω από το τηλέφωνό του αναμένοντας κλήση της, μια κλήση για να ξαναχορέψει στο κορμί της, όπως τότε...

Μα, το κινητό δεν χτυπά... Και, κάπου εύχεται να μη χτυπήσει... Φοβάται... Κι αν απλά τελείωσε; Κι αν ο μεγάλος έρωτας κι οι αληθινές αγάπες είναι απλά παραμύθια;

Τι είναι η αγάπη; Υπάρχει; Ή είναι σαν τις επιταγές του Ευαγγελίου; Ένας ευσεβής πόθος όλων των ανθρώπων που κανένας μας δεν μπορεί ή δεν τολμά να βιώσει;

Εν τέλει, ίσως εκείνη να ήθελε να ζήσει πράγματα μακριά από αυτόν. Πόσες φορές, άλλως τε, δεν το είχε κυριεύσει αυτή η σκέψη;

Φοβόταν τη μοναξιά, νοσταλγούσε τη συνήθεια ή την αγαπούσε πραγματικά; Τα συναισθήματά του ούρλιαζαν αγάπη, μα το μυαλό του, μαθημένο στις μεθόδους της λογικής, αναζητούσε πιο στέρεες απαντήσεις, παραγνωρίζοντας το παράλογον των ανθρωπίνων πράξεων, σκέψεων, θέλω και -γιατί όχι;- ερώτων...
Δε μπορούσε να ηρεμήσει... Πίστευε ότι μόνον αν την ξαναέβλεπε θα μπορούσε να πάρει απαντήσεις... Αλλά φοβόταν ότι θα κυλούσε στον έρωτά της και στα κάλλη της, θέτοντας τον εαυτό του σε ακόμη πιο δεινή θέση από πριν.

Ίσως οι φίλοι του να είχαν δίκαιο. Μια νέα γνωριμία, μια νέα αγάπη να ήταν η λύση για αυτόν... Το προσπάθησε, αλλά δεν άφηνε τον εαυτό του να το καταφέρει... Θεωρεί τον εαυτό του ως έναν βαθμό υπεύθυνο για το χωρισμό τους και φοβάται ότι και πάλι θα υποπέσει στα ίδια λάθη, στις ίδιες αμαρτίες... Τον είχε υποσυνείδητα πείσει ότι έφταιγε κι αυτό τον είχε επηρεάσει στον τρόπο σκέψεις του...

Και το τηλέφωνο δε χτυπά...

Παναγιώτης Φούκας

Σχόλια