Επτά επί Θήβας


Το «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου είναι η πρώτη σωζόμενη μέχρι τις μέρες μας τραγωδία, που καταπιάνεται με τον θηβαϊκό κύκλο. Η «Αντιγόνη», ο «Οιδίποδας Τύραννος» και ο «Οιδίποδας επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, καθώς και οι «Φοίνισσες» του Ευριπίδη έπονται κατά πολύ. Δεν είναι επίσης μία αυτόνομη τραγωδία, αλλά το τελευταίο μέρος μίας τριλογίας του Αισχύλου, τα δύο πρώτα μέρη της οποίας («Λάιος» και «Οιδίπους») δυστυχώς δεν σώζονται. Η υπόθεσή της θέλει τον Πολυνείκη, γιο του Οιδίποδα, θεωρώντας εαυτόν αδικημένο στη διαδοχή του θρόνου της Θήβας, να συγκεντρώνει αργίτικο στρατό και να επιτίθεται εναντίον του αδελφού του Ετεοκλή, που έχει σφετεριστεί τον θρόνο. Όλη η πλοκή της τραγωδίας λαμβάνει χώρα αποκλειστικά εντός των τειχών της πολιορκημένης από τα στρατεύματα του Πολυνείκη Θήβας.

Δεν νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσουμε τυχαίο ότι το «Επτά επί Θήβας» δεν ανήκει στην κατηγορία των συχνά παρουσιαζόμενων τραγωδιών, όπως άλλωστε και οι περισσότερες από τις τραγωδίες του Αισχύλου. Τα έργα του Αισχύλου παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλο βαθμό δυσκολίας για τους σύγχρονους σκηνοθέτες. Τα περισσότερα χαρακτηρίζονται για την υψηλή τους ποίηση και τη σχετική «ακινησία» τους. Δεν κυριαρχεί δηλαδή η δράση. Μύστης ο ίδιος – πιθανότατα – τον Ελευσίνιων Μυστηρίων έχει πλημμυρίσει τα έργα του με κρυμμένα πολιτικά και θρησκευτικά μηνύματα και πυθαγόρεια σύμβολα με το θεϊκό στοιχείο να είναι πανταχού παρών. Παρ’ όλα αυτά το επίκεντρο των τραγωδιών του Αισχύλου είναι πάντα ο άνθρωπος. Ακόμα και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» – μία τραγωδία που όλοι οι ήρωές της, πλην της Ιούς, είναι αθάνατοι – η ματιά του Αισχύλου είναι καθαρά ανθρωποκεντρική.

Έχω την αίσθηση ότι είναι δύο τα βασικά στοιχήματα που πρέπει να κερδίσει ένας σκηνοθέτης που καταπιάνεται σήμερα με μία αρχαία τραγωδία – πόσο μάλλον με μία τραγωδία του Αισχύλου. Το ένα είναι να ακουστεί καθαρά ο αρχαίος τραγικός λόγος και το άλλο ο λόγος αυτός να μπορέσει να επικοινωνήσει με το σύγχρονο κοινό. Το δεύτερο έχει άμεση συνάρτηση με το πού θα επιλέξει να εστιάσει μέσα στο έργο ο εκάστοτε σκηνοθέτης. Τα έργα αυτά είναι δαιδαλώδη. Δεν μιλάνε μόνο για ένα πράγμα. Είναι κορυφαία δείγματα ποιητικής τέχνης, που στοχάζονται πάνω σε αυτό που λέμε Άνθρωπος, ό,τι τον περιβάλλει και ό,τι τον περιλαμβάνει. Για να μην χαθείς οφείλεις να επιλέξεις ποιες πτυχές τους θα φωτίσεις.

Νομίζω ότι ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, που ανέλαβε να σκηνοθετήσει το «Επτά επί Θήβας» για λογαριασμό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, κέρδισε επάξια και τα δύο αυτά στοιχήματα. Καταρχάς είχε στη διάθεσή του μία πραγματικά εξαιρετική νέα μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα, που μετέφερε ακέραιο στο σήμερα τον ποιητικό λόγο του Αισχύλου μέσα από μία θαυμαστή αλληλουχία των κατάλληλων λέξεων. Επιπλέον, ο Γκραουζίνις – σοφά σκεπτόμενος – δεν καπέλωσε σκηνοθετικά τον αισχύλειο λόγο. Τήρησε δηλαδή αυτό που είχε δηλώσει σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη: «Θέλω να κάνω πράγματα πιο λιτά. Δεν θέλω να στερήσω τους θεατές από τη φαντασία τους. Θέλω να προβοκάρω τη φαντασία τους».

Κάπως έτσι, η παράστασή του έχει ένα απολύτως μινιμαλιστικό σκηνικό (που το υπογράφει, όπως και τα άχρονα με σύγχρονες πινελιές κοστούμια, ο Κέννυ ΜακΛέλλαν), το οποίο ουσιαστικά αποτελείται από ένα σκαμνί και δύο σκάλες. Μην πιστέψετε ωστόσο ότι ο Γκραουζίνις πέφτει στην παγίδα μίας στείρας, ακαδημαϊκής παράστασης. Το αντίθετο. Η παράστασή του είναι ουσιαστικά νεωτερική. Σπάει τα χορικά επιτρέποντας να ακουστεί καθαρά ο λόγος, υιοθετεί μία μετρημένη φόρμα χωρίς ακρότητες στην κίνηση (την υπογράφει ο Έντι Λάμε), αφήνει την έξοχη πρωτότυπη μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη να τρυπώσει στις κρίσιμες σκηνές υποβάλλοντας συναισθηματικά και αποσπά από τους πολύ καλούς ηθοποιούς του μία σύγχρονη, αλλά καθόλου πεζή, εκφορά του λόγου που δεν αποποιείται το τραγικό στοιχείο χωρίς ωστόσο να το υπερβάλλει κιόλας. Εδώ θα μου επιτρέψετε να ξεχωρίσω τον Χρίστο Στυλιανού στον ρόλο του Ετεοκλή (εγώ με αυτόν είδα την παράσταση, ο ρόλος είναι σε διπλή διανομή με τον Γιάννη Στάνκογλου) και τη Νάντια Κοντογεώργη στον ρόλο της Αντιγόνης. Δύο στιβαρές, παλλόμενες συναισθηματικά ερμηνείες που σε κερδίζουν.

Εν ολίγοις, ο Γκραουζίνς μας χαρίζει μία σύγχρονη ματιά πάνω στο είδος. Μία ουσιαστικά σύγχρονη ματιά, που και καινοτομεί και σέβεται το κείμενο. Μετά τον επίσης εξαιρετικό «Οιδίποδα Τύραννο» του το 2012 ο Γκραουζίνις αναδεικνύεται σε έναν σκηνοθέτη που έχει μάλλον να προσφέρει πολλά στην αρχαία τραγωδία (και όχι μόνο φυσικά).

Ομολογώ ωστόσο ότι δεν ήταν αυτό που με εντυπωσίασε πιο πολύ στην παράσταση. Αλλού στάθηκα. Στο πώς ο Γκραουζίνις απέδωσε την εμφύλια, αδελφοκτόνα διαμάχη του Ετεοκλή με τον Πολυνείκη. Δεν αναφέρομαι μόνο στην επίμαχη, ευφυέστατη σκηνοθετικά σκηνή της μάχης σώμα με σώμα των δύο αδελφών, όπου κάθε χτύπημα είναι και μία αγκαλιά. Μιλάω για την ουσία.

Για το υπόβαθρο αυτής της εμφύλιας σύγκρουσης που ξεκινάει από δύο αδέλφια για να επεκταθεί σε μία ολόκληρη πόλη, σε έναν ολόκληρο λαό. Ένιωσα ότι ο Λιθουανός Γκραουζίνις, πολιτογραφημένος Έλληνας βέβαια μετά από τόσα χρόνια διαμονής και εργασίας στην χώρα μας, μπόρεσε να αποκαλύψει πιο καθαρά από ποτέ αυτό το σαράκι του εμφύλιου σπαραγμού που κατατρώει τη φυλή μας. Να προτάξει τον άνθρωπο απέναντι στον φόβο και την ανασφάλεια και να καταλήξει σε ένα οικουμενικό μήνυμα περί κοινής ανθρώπινης μοίρας. Η τελευταία φράση του έργου, με την πόλη να σπαράζεται και να μονιάζει ξανά πάνω από τα άψυχα σώματα του Πολυνείκη και του Ετεοκλή, με βρήκε με μάτια βουρκωμένα: «Αυτό το πένθος ανήκει στην πατρίδα. Οι άρχοντες και οι νόμοι τους αλλάζουν».

http://www.texnes-plus.gr/index.php/theatro/eida/item/97-eida-to-epta-epi-thivas-se-skinothesia-tsezaris-graouzinis

Σχόλια