Ο πολιτισμός του προσώπου ως πρόταση ζωής

Κ. Δεληκωσταντή,
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Άρχοντος Διδασκάλου του Γένους 

Βιώνουμε σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα την κρίση των ελευθεριών και της αθεράπευτα αμφίσημης ελευθερίας του ανθρώπου. Πρόκειται για μια κρίση στην κατανόηση και χρήση της ελευθερίας, στην οποία αποκαλύπτεται όλη η προβληματική της νεωτερικής μετάβασης από τις «δεδομένες αξίες» σε μια «διαμορφούμενη αξιολογία», της ριζικής αυτής αλλαγής παραδείγματος στις απαρχές του μοντέρνου κόσμου, η οποία καθορίζει τη ζωή μας μέχρι σήμερα. Βέβαια, σε αυτήν την κοσμοϊστορική αλλαγή οφείλουμε όλες τις μεγάλες κατακτήσεις που έκαναν τον κόσμο μας σε πολλά πιο ανθρώπινο, αλλά και όλα τα αρνητικά που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες, τις ακραίες συνέπειες των οποίων ζούμε στις μέρες μας. Ο άνθρωπος παραμένει και θα είναι και στο μέλλον, λόγω των εγγενών αντιφάσεών του, το «δεινότερον» των υπαρκτών1. Από τη «ρωγμή ης ελευθερίας» του δεν θα πάψουν να ξεπηδούν θεοί και δαίμονες2.
Στις γραμμές που ακολουθούν, θα αναφερθώ, σε φιλοσοφική και θεολογική βάση, στη σημασία του πολιτισμού του προσώπου ως προοπτικής ζωής και ελευθερίας, σε μια εποχή του έχειν, όπου το ανθρώπινο γένος, με τις ακόρεστες ανάγκες του, απειλεί να εξαφανίσει την «ανθρωπότητα»3 ή την ανθρωπινότητά μας, αν όχι και την ίδια τη ζωή στον πλανήτη μας.
Ο όρος πολιτισμός είναι μια «έννοια πασπαρτού» που χρησιμοποιείται σήμερα ευρύτατα τόσο στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών όσο και στο χώρο των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων, αλλά και στην καθημερινή μας επικοινωνία. Στη φιλοσοφικοανθρωπολογική χρήση της, η έννοια πολιτισμός δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η ανθρώπινη ζωή σε όλες τις διαστάσεις της, ως απάντηση στην πρόκληση για επιβίωση, συμβίωση και ποιότητα ζωής. Ως ανθρωπολογική προϋπόθεση του πολιτισμού κατονομάζεται το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι, σε σύγκριση με το ζώο, ένα «ον με ελλείψεις», το «ορφανό παιδί» της φύσης και ότι πρέπει με τη «δράση» να αναπτύξει «πολιτισμό», για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του4. Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως «εκ φύσεως πολιτισμικό ον» (Αrnold Gehlen) και ο πολιτισμός ως «δευτέρα φύσις» του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν πολιτισμό, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ο λεγόμενος «φυσικός άνθρωπος». Ο πολιτισμός, ως ανθρωπογενές περιβάλλον, ως προϊόν συλλογικής ανθρώπινης δράσης, είναι η αληθινή «πατρίδα», η «φωλιά» του ανθρώπου μέσα στη φύση.
Ο άνθρωπος δεν βρίσκει μέσα του άτεγκτες προδιαγραφές για τις μορφές πολιτισμού που θα αναπτύξει. Το «ότι» του πολιτισμού είναι θεμελιωμένο στην ανθρώπινη φύση, ενώ το ερώτημα για το «πώς» απαντάται πάντοτε ιστορικά. Για το λόγο αυτό ο πολιτισμός είναι πολυπρόσωπος και πλουραλιστικός, εμφανίζεται πάντοτε όχι ως ένας αλλά ως ποικιλία μορφών. Γι’ αυτό υπάρχει, στην ιστορική πορεία των ανθρώπων, αλλαγή, εξέλιξη, πρόοδος αλλά και οπισθοδρόμηση. Οι πολιτισμοί είναι λύσεις του προβλήματος του ζην και του ευ ζην, λύσεις όμως προσωρινές, ποτέ οριστικές. Ως ιστορικό και πολιτισμικό ον ο άνθρωπος είναι ανοικτός, πάντοτε μελλοντικός και απρόβλεπτος, homo absconditus, βρίσκεται συνεχώς σε ένα τέλος και μια αρχή. Με το γεγονός αυτό συνδέονται και η ακατάπαυστη κριτική στον πολιτισμό, η «δυστυχία μέσα στον πολιτισμό» (Sigmund Freud) οι «ουτοπίες» ενός ιδανικού κόσμου, αλλά και οι απολυτοποιήσεις του ιδιαίτερου πολιτισμού και το κλείσιμο σε αυτόν. Στους ανθρώπους δεν φαντάζουν ξένα μόνον τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των άλλων πολιτισμών. Τα στοιχεία, τις αξίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς του δικού του πολιτισμού, τα οποία κάποτε ο άνθρωπος θεωρούσε μοναδικά, μπορεί αργότερα ο ίδιος να τα απορρίπτει ως αλλότρια. Πάντως, οι μεγάλες ανατροπές και οι αλλαγές πολιτισμικού παραδείγματος δεν είναι ποτέ στροφή ή επιστροφή στη «φύση», αλλά πάντοτε στροφή ή επιστροφή σε έναν άλλον, δήθεν «αυθεντικότερο», πολιτισμό.
Χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ότι, πέρα από την ποικιλία των ιδιαίτερων πολιτισμών, υπάρχει ένας παγκοσμιοποιούμενος κυρίαρχος πολιτισμός, τον οποίο ο Erich Fromm ονόμασε «πολιτισμό του έχειν»5. Πρόκειται για έναν παγκόσμιο πολιτισμό, οικονομοκεντρικό, τεχνοκρατικό και ευδαιμονιστικό-καταναλωτικό. Το μίγμα της οικονομοκεντρικής παγκοσμιοποίησης με τις πλανητικές κοινωνικές της παρενέργειες, του τεχνοπώλιου, ως της κυριαρχίας της ολοκληρωτικής τεχνοκρατίας και του άκρατου επιστημονισμού, και του ευδαιμονισμού των ατόμων και των μαζών σε συνδυασμό με την συνακόλουθη οικολογική απειλή, την πείνα και την εξαθλίωση αναρίθμητων ανθρώπων και τις αναπόφευκτες μετακινήσεις πληθυσμών, τις πολιτισμικές συγκρούσεις και τον συχνά βίαιο αγώνα για τις πολιτιστικές ταυτότητες, καθώς και την ανοιχτή ή κρυφή σύγκρουση των ισχυρών της γης για παγκόσμια κυριαρχία, είναι πραγματικά εκρηκτικό, με απρόβλεπτες συνέπειες για το παρόν και το μέλλον μας.
Πρέπει, βέβαια, να λεχθεί ότι σήμερα καταγράφεται έντονος προβληματισμός, σε παγκόσμιο επίπεδο, για τις επιπτώσεις του πολιτισμού του έχειν και ότι υπάρχει δυναμική έμπρακτη αντίσταση σε αυτόν. Πολλοί κατανοούν ότι το maximum δεν συμπίπτει με το οptimum, ότι υπάρχουν ενέργειες που δεν επιτρέπεται να διαπράξουμε, έστω κι αν προέκυπτε από αυτές το μέγιστο δυνατό οικονομικό όφελος, ότι υπάρχουν όρια, τα οποία δεν νομιμοποιούμαστε να υπερβούμε, έστω και αν διαθέτουμε τη δύναμη και τα μέσα γι’ αυτό. Οι αλλοτριωτικές τάσεις του σύγχρονου πολιτισμού του έχειν βρίσκουν απέναντί τους την ηθική συνείδηση του ανθρώπου, την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, τις οικολογικές πρωτοβουλίες, το κίνημα για τα δικαιώματα του ανθρώπου και, φυσικά, και τον πολιτισμό του προσώπου, και συνδέεται με ιδιαίτερο τρόπο με την παράδοσή μας, την πίστη, το ήθος και τον πολιτισμό της Ορθοδοξίας.
Στο Χριστιανισμό έχουμε μια ολική ανατροπή σε σύγκριση με την αρχαία ελληνική σκέψη. Η προτεραιότητα του γενικού, του όλου, απέναντι στο συγκεκριμένο και ειδικό παύει να ισχύει. «Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τις ιδιότητές του, και όχι μόνον «ὁ καλός κ’ ἀγαθός», ανεδείχθη σε μοναδική και ανεπανάληπτη υπόσταση, αυτός καθαυτόν και όχι ως υπηρέτης ενός όλου. Το «Ἕν» έπαυσε να προηγείται των «πολλῶν», και ο πλησίον έγινε ο μόνος και αναπόφευκτος δρόμος προς τον Θεό»6. Είμαι «πρόσωπο» σημαίνει στη γλώσσα της Θεολογίας: είμαι ελεύθερος, ανεπανάληπτος, μοναδικός, σε μια μοναδικότητα που είναι η έκφραση του γεγονότος ότι στην Εκκλησία υπάρχω μέσα σε σχέσεις, οι οποίες ακριβώς αναδεικνύουν το αναντικατάστατο του προσώπου. Στην Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να γίνει ο άνθρωπος αριθμός, αντίγραφο, μια αφηρημένη απρόσωπη οντότητα. Όλα εδώ αποβλέπουν στη διασφάλιση της απόλυτης αξίας του συγκεκριμένου ανθρώπου, η ταυτότητα του οποίου πηγάζει μέσα από τη σχέση του με τον συγκεκριμένο άλλο, ενάντια σε κάθε είδους αφηρημένο ουμανιταρισμό, ο οποίος είναι ασύμβατος στην ουσία του με τον περσοναλισμό. «Κάθε τι, το οποίο καταστρέφει ή υποβαθμίζει την απόλυτη μοναδικότητα του προσώπου, η οποία αναδύεται από τις σχέσεις του, το μετατρέπει σε πράγμα, σε μέσον προς σκοπόν, είναι απαράδεκτο, έστω και αν ο σκοπός αυτός είναι ιερός. Διότι τίποτε δεν είναι ιερώτερο από το πρόσωπο»7.
Μέσα στην Εκκλησία, η ελευθερία είναι κοινωνία, είναι «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπη» και όχι αυτοκαθορισμός του εγώ και αυτονομημένη ατομικότητα. Εκκλησία σημαίνει εμπειρία μετοχικού και κοινοτικού πολιτισμού, εμπειρία «κοινής ελευθερίας», συνελευθερίας των προσώπων, τα οποία είναι ελεύθερα επειδή κοινωνούν. «Ένα πρόσωπο ίσον κανένα πρόσωπο»8. Στην Εκκλησία, ως το «χώρο της ελευθερίας» και τον «κατ’ εξοχήν χώρο του προσώπου»9, ο προσανατολισμός στο εγώ βιώνεται ως έσχατη αλλοτρίωση. «Ο άνθρωπος δεν ολοκληρούται ως άτομο. Δεν ευρίσκει τον πραγματικόν εαυτόν του, περιοριζόμενος εις την ατομικότητά του, αλλά μόνον ως πρόσωπον, δηλαδή κοινωνών μετά άλλου προσώπου, του πλησίον και του Θεού»10.
Αυτή η θεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης ως γεγονότος σχέσης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για τη σύγχρονη ατομοκεντρική έννοια της ελευθερίας. Ενώ το αυτοβεβαιούμενο και αυτόνομο άτομο μοιάζει να φοβάται τον άλλο, να τον βιώνει ως κόλαση και ως απειλή της ελευθερίας του, το πρόσωπο ζει από την παρουσία του άλλου. Για το πρόσωπο απειλή και κόλαση είναι η απουσία του άλλου. Εκκλησία, ως προσωπικός τρόπος του βίου, είναι η ενότητα ή ταυτότητα ελευθερίας και αγάπης, σε αντίθεση με τη σύγχρονη αντιπαράταξη των δύο. «Ο σύγχρονος πολιτισμός, προβάλλοντας ως ύψιστο ιδανικό την ευδαιμονία του ατόμου, έχει δημιουργήσει ένα ρήγμα μεταξύ ελευθερίας και αγάπης: ή θα είσαι ελεύθερος ή θα αγαπάς. Ελευθερία, όμως, θα πει κυρίως απελευθέρωση από τα όρια του ίδιου του «εγώ», δηλαδή αγάπη»11.
Ο πολιτισμός του προσώπου, ο οποίος δεν είναι ασύμβατος μόνον με τον ατομοκεντρισμό, αλλά και με τον κολεκτιβισμό κοσμικού ή θρησκευτικού τύπου, σημαίνει αντίσταση στην αντικειμενοποιημένη ζωή. Ο πολιτισμός του «κοινωνώ, άρα υπάρχω» είναι η ζωή ως ευχαριστία, είναι η ευχαριστιακή χρήση της κτίσης, η ασκητική σχέση με τη ζωή, απαλλαγμένη από την αφόρητη πίεση του ευδαιμονιστικού capre diem. Προσωποκεντρικός πολιτισμός είναι να βρίσκουμε στο μικρό το μέγα, όλη την ομορφιά σε ένα λουλούδι, όλη τη θεολογία στο φως του καντηλιού, το μεγαλείο της Αγια-Σοφιάς στο ταπεινό εκκλησάκι. «Οι άνθρωποι του τόπου σου, είπε ο μικρός πρίγκηπας, καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα μέσα στον ίδιο κήπο... και δεν βρίσκουν αυτού μέσα εκείνο που γυρεύουνε... Κι όμως, εκείνο που γυρεύουν μπορούσε να βρεθεί σ’ ένα μόνο τριαντάφυλλο ή μέσα σε λίγο νερό... Αλλά τα μάτια είναι τυφλά. Πρέπει να γυρεύεις με την καρδιά σου»12.
Πολιτισμός του προσώπου είναι η παιδεία ή η αγωγή αξιών μέσα από σωστές προσωπικές σχέσεις. «Το σχολείο του προσώπου», το «κρυφό σχολειό» της αντίστασης στους ποικιλώνυμους κατακτητές, το ήθος του δασκάλου και η ασκητική της μαθητείας, το «ἐάν μή στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία» (Μτθ. 18, 3) αποτελούν ύψιστες κατακτήσεις του προσωποκεντρικού πολιτισμού που μας συγκλονίζουν, μέσα στην απέραντη κοινωνία της πληροφορίας, μέσα στη σύγχρονη απρόσωπη μάζα των «καταναλωτών της ελευθερίας».
Όλα αυτά όχι μόνον δεν στενεύουν το νου και την καρδιά, αλλά γίνονται φως, πηγή ανοιχτοσύνης και ελευθερίας, πανανθρώπινης προοπτικής. Υπάρχει εδώ μια επαναστατική δύναμη ζωής, μια εκρηκτική ελευθερία, που αποκαλύπτει τη ρώμη της ένθεης ύπαρξης, της πίστης στον προσωπικό Θεό, η οποία δύναται και «ὄρη μεθιστάνειν» (Ά Κορ. 13, 2). Αναδύεται μια αυθεντική ελευθερία, η οποία αποτελεί θετική πρόκληση ακόμη και για την ίδια την Εκκλησία μας, εφόσον αυτή φαίνεται ενίοτε να λησμονεί ότι υπήρξε η μήτρα και η ιστορική πραγμάτωση του πολιτισμού του προσώπου και μετατρέπεται σε απρόσωπο θεσμό, σε χώρο διαχείρισης ατομικών θρησκευτικών αναγκών, τυπολατρείας και κληρικαλισμού, θρησκευτικού πειθαναγκασμού και ηθικής επιβολής.
Αντίθετα προς τον προσωποκεντρικό πολιτισμό, ο ατομοκεντρισμός στις ακραίες του εκφάνσεις, όχι ως απλός σεβασμός της ελευθερίας του ατόμου αλλά ως αποθέωση της αυτοβεβαίωσης και της κλειστής ανεξαρτησίας του, είναι διαβρωτικός για τον πολιτισμό, εφόσον ο τελευταίος έχει ουσιαστικά σχέση με την «πόλιν», με το «κατόρθωμα της πόλεως» και το «αληθεύειν ως κοινωνείν», και στην ατομοκεντρική εκδοχή του αυτοαναιρείται - ο Χρήστος Γιανναράς κάνει λόγο για το «μη -πολιτισμό» του ατομοκεντρισμού. «Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε δεν μπορούμε να μιλάμε για ‘‘πολιτισμό ατομοκεντρισμού’’ – ‘‘πολιτισμός’’ και ‘‘ατομοκεντρισμός’’ είναι έννοιες ασύμβατες, αντιφατικές. Ο πολιτισμό είναι γέννημα της ‘‘πόλεως’’, ο ατομοκεντρισμός παγίδευση στα ενστικτώδη ορμέφυτα. Η ‘‘πόλις’’ δεν αποτελεί απλώς διευρυμένο οικισμό, προκύπτει από το κοινό άθλημα να υπερβαίνει ο καθένας την ατομική του ιδιο-τέλεια για τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας. Παγίδευση στα ορμέφυτα σημαίνει το διαμετρικά αντίθετο: να θωρακίζει καθένας το εγώ του, να δίνει προτεραιότητα στην αυτοσυντήρηση, στην κυριαρχία, στην ηδονή του. Ατομοκεντρισμός είναι η φάση του πρωτογονισμού, η εμμονή στην κτηνώδη αλογία, πολιτισμός είναι η ελευθερία από την υποταγή στο ενστικτο, η προτεραιότητα της έλλογης σχέσης»13.
Η παιδεία, ως κοινωνία προσώπων, ως παιδεία ελευθερίας, ως αγωγή αξιών, ως ένας χώρος όπου οι λύσεις φέρουν πάντοτε τη σφραγίδα της προσωπικής σχέσης, ως πράξη και όχι ως ποίηση -στην αριστοτελική έννοια των όρων- είναι βαθιά σχεσιακή και διαβρώνεται από την εισβολή ατομοκεντρικών αρχών. Το ίδιο ισχύει και για τη χριστιανική ζωή, η οποία, ως ζωή εν εκκλησία, είναι αρχέγονα κοινοτική και προσωποκεντρική. Το παράδειγμα του Προτεσταντισμού δείχνει τις αρνητικές συνέπειες της εξατομίκευσης, της τοποθέτησης του πιστεύοντος υποκειμένου στη θέση της εκκλησίας. Ο κίνδυνος ατομικιστικής διάβρωσης ελλοχεύει και σε όλες τις μορφές θρησκειοποίησης του Χριστιανισμού, που κατά τον Χρήστο Γιανναρά, είναι η «αλλοτρίωση του ερωτικού κατορθώματος σε εγωτική αυτασφάλιση, της εμπιστοσύνης σε υποταγή, της εμπειρικής προτεραιότητας σε συμμόρφωση με δεδομένες βεβαιότητες, αξιωματικές αρχές, κανονιστικές διατάξεις»14.
Δεν Θα ήταν ασύμβατο με τα παραπάνω, αν χαρακτηρίζαμε τους σύγχρονους αγώνες για ελευθερία, ειρήνη και δικαιοσύνη, για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, για τα δικαιώματα του παιδιού και της γυναίκας κ.ά., εφόσον έχουν κεντρικό σημείο αναφοράς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ως συμβολή στον πολιτισμό του προσώπου. Ιδιαίτερα τα δικαιώματα του ανθρώπου, παρά τη σύνδεσή τους με ατομοκεντρικές τάσεις, αποτελούν αυθεντική έκφραση του ανθρωπισμού στην εποχή μας, με σημαντικότερη διάσταση τους το γεγονός ότι προβάλλουν ως οικουμενικές αξίες, ως «πολιτισμός της ανθρωπότητας»15.
Βέβαια, ο εκκλησιογενής, εκκλησιοτραφής και εκκλησιοδιάστατος πολιτισμός του προσώπου, εκφράζει ένα ήθος ελευθερίας πέρα από τον δικαιωματισμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ύψιστη ελευθερία του χριστιανού είναι η παραίτηση από τα δικαιώματά του για χάρη της αγάπης, είναι το τέλος του «δικαιώματος», που στην ασκητική μας παράδοση συμπίπτει με την «ἀκέφαλον ὑπερηφανείαν». Στο Νέον Μητερικόν διαβάζουμε: «Παρέβαλόν ποτε σκητιῶται τῇ όσία Σάρρᾳ ἡ δέ παρέθηκεν αὐτοῖς κανίσκιν μετά χρειῶν. Οἱ. δέ γέροντες ἀφέντες τὰ καλά, ἐφαγον τὰ σαπρά. Εἶπε δέ αὐτοῖς ἡ τιμία Σάρρα: «Ὂντως ἐν ἀληθείᾳ, σκητιῶται ἐστέ»16.
Ο εκκλησιαστικός πολιτισμός του προσώπου είναι η ελευθερία της Σεραϊνώς, της Αντιμήδειας του Παπαδιαμάντη, στο αφήγημα Ο γάμος του Καραχμέτη, η γενναιότητα της αστεφάνωτης Χριστίνας, της δασκάλας στο Χωρίς στεφάνι του ίδιου, είναι η απλότητα του Νήφωνα του Κελλιώτη του Χρήστου Γιανναρά. Είναι η ευλογημένη έκπληξη της Βασιλικής, της εκπληκτικής ίμβριας μητέρας, η οποία, όταν τα παιδιά της διεκδικούσαν το καθένα ένα δικό του πιάτο στο τραπέζι, αναφώνησε: «Θα μας χαλάσει ο Θεός! Διχογνωμήσαν οι άνθρωποι! Κάθε παιδί θέλει να έχει δικό του πιάτο». Ο δικαιωματισμός όχι μόνον δεν έχει σχέση με το είναι, αλλά είναι εκείνη η μορφή του έχειν που νεκρώνει την αγάπη και την ελευθερία, μετατρέποντας τον άνθρωπο σε «ένα τίποτα», κατά το του Αποστόλου Παύλου: Εάν δεν έχω αγάπη, «οὐδέν εἰμί» (Ά Κορ. 13, 3). Και ο μακαριστός π. Μιχαήλ Καρδαμάκης είναι σαφέστατος: «Η αληθινή ελευθερία προϋποθέτει... ελεύθερη θυσία όχι μόνο του έχειν, αλλά και του είναι»17.
Στην ψυχρή λογική, βέβαια, η σταυρική και θυσιαστική ευαγγελική αγάπη εμφανίζεται ως μωρία, όπως και στον σοφιστή Καλλικλή, τα λόγια του Σωκράτη για το ήθος της δικαιοσύνης είχαν φανεί ως «καλλωπίσματα, φλυαρία καί οὐδενός ἂξια»18. Η αλήθεια των λόγων αυτών αποκαλύπτεται μόνον σε εκείνους που ζουν μια ζωή με εσχατολογική πνοή, μια ζωή που τρέφεται από το μυστήριο και τα μυστήρια της Εκκλησίας, από την ελπίδα της «κοινής αναστάσεως», της αιώνιας κοινωνίας των προσώπων με τον ζώντα Θεό. Η εσχατολογία δεν είναι απλά μια διάσταση της πίστης μας αλλά η ίδια η ουσία της. Ο Χριστιανισμός είναι στην ουσία του εσχατολογικός και η Εκκλησία είναι μία «εσχατολογική κοινότης»19 που, φυσικά, δεν παύει να ενεργεί μέσα στην Ιστορία ως μεταμορφωτική δύναμη. Η Εκκλησία μεταμορφώνει τον Κόσμο με την ευχαριστιακή της υπόσταση, η οποία, ως «λειτουργία μετά τη λειτουργία» εκφράζεται με τη διακονία του πλησίον, την αγάπη και τους αγώνες υπέρ των «κοπιόντων καὶ πεφορτισμένων» (Μτθ. 11, 28) που αποτελούν την «άλλη σάρκωση» των Εσχάτων μέσα στην ιστορία, τα κλωνάρια, τα φύλλα και τους καρπούς του ριζωμένου στα Έσχατα δένδρου της Ζωής. «Ἐφ’ ὃσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν άδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Μτθ. 25, 40).
Η ορθόδοξη εκκλησία και η θεολογία καλούνται να δώσουν και στη σημερινή συγκυρία αυτήν την καλήν μαρτυρίαν της εν Χριστώ ελευθερίας, ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων. Η μαρτυρία της ελευθερίας ως αγάπης και της αγάπης ως ελευθερίας δεν υποκαθιστά, βέβαια, τον ανθρωπισμό και τον πολιτισμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά μάλλον ριζοσπαστικοποιεί τον αγώνα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη και ειρήνη. Σε αυτό το πλαίσιο ανοίγονται στους χριστιανούς και κάτω από τους όρους της μετανεωτερικότητας, υπέροχες δυνατότητες κατ’ αλήθειαν ζωής και ελευθερίας, βίωσης του μετοχικού πολιτισμού του προσώπου, σε μια δημιουργική ένταση με τον ανθρωπισμό.

Παραπομπές
  1. Πρβλ. και Ν. Μπερντιάεβ, Πνεύμα και πραγματικότητα, μτφρ. Α. Χατζηθεοδώρου, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1968, σ. 120: «Η ανθρώπινη φύση είναι διφορούμενη, είναι συγχρόνως ανυψωμένη και χαμηλή, ελεύθερη και δουλική, όμοια με το Θεό και βυθισμένη στην πιο ποταπή ύπαρξη. Η ανθρώπινη φύση είναι πολωμένη».
  2. Χ. Μαλεβίτσης, Δοκίμια ιδεών. Εκατό μικρά δοκίμια για το πνεύμα των καιρών μας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα/Γιάννινα 1993, σ. 18.
  3. Βλ. Χ. Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (vita activa), μτφρ. Σ. Ροζάνη/Γ. Λυκιαρδοπούλου, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1986, σ. 70.
  4. Βλ. Κ. Δεληκωσταντής, «Πολιτισμός», στο: Λεξικό της Παιδαγωγικής, επιμ. Π. Ξωχέλλη, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 582-586.
  5. Βλ. Έ. Φρομ, Να Έχεις ή να Είσαι;, μτφρ. Ε. Τζελέπογλου, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1978.
  6. Βλ. Ι. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός: Οι Τρεις Ιεράρχες και η ελληνική ταυτότητα, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 28.
  7. Ι. Ζηζιούλας, «Το Δίκαιον του προσώπου», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 72 (1997), τεύχος Β΄, σσ. 585-602, σ. 599.
  8. Ό.π., σ. 591.
  9. Βλ. Ι. Ζηζιούλας, «Η Ορθοδοξία και ο σύγχρονος κόσμος», εφημ. Η Καθημερινή, 5-9-1993.
  10. Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, εκδ. Αρμός, 2001, σ. 32.
  11. Βλ. A. de Saint-Exupéry, Ο Μικρός Πρίγκηπας, μτφρ. Στρ. Τσίρκα, εκδ. Ηριδανός, σ. 82.
  12. Βλ. Χ. Γιανναράς, «Εις άτοπον οικολογία και Χριστούγεννα», εφημ. Η Καθημερινή, 23-12-2007.
  13. Βλ. Χ. Γιανναράς, «Ατομοκεντρισμός, δηλαδή υπανάπτυξη», εφημ. Η Καθημερινή, 30-3-2008.
  14. Βλ. Χ. Γιανναράς, Ενάντια στη θρησκεία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2006, σ. 171.
  15. Βλ. Κ. Δεληκωσταντής, Τα δικαιώματα του ανθρώπου. Δυτικό ιδεολόγημα ή οικουμενικό ήθος;, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995.
  16. Βλ. Νέον Μητερικόν, επιμ. Π.Β. Πάσχου, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1990, σ. 31.
  17. Βλ. Μ. Καρδαμάκης, Η αλήθεια για την ελευθερία, σ. 68.
  18. Βλ. Πλάτων, Γοργίας, 492c.
  19. Βλ. Γ. Φλωρόφσκυ, «Η πατερική εποχή και η εσχατολογία. Μια εισαγωγή», στο έργο του ίδιου: Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, μτφρ. Π. Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 73.

Σχόλια