Το ελληνικό σινεμά βουλιάζει στο ταμείο

Από τον περασμένο Μάιο, όταν η τελευταία ταινία του Πάνου Χ. Κούτρα προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών, η λέξη «Xenia», ο τίτλος της, έγινε συνώνυμο της λέξης «κινηματογράφος». Αμέτρητα δημοσιεύματα στον Τύπο, ραδιοφωνικές εκπομπές, χιλιάδες likes και tweets σε Facebook και Twitter, συνεντεύξεις συντελεστών, κλιπ με αποσπάσματα της ταινίας και trailer στο YouΤube, όλα όσα θεωρήθηκαν απαραίτητο να γίνουν για την προώθηση της ταινίας από την εταιρεία διανομής της (Feelgood Entertainment) έγιναν και με το παραπάνω και με άκρατο επαγγελματισμό.
Την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου, λίγες ημέρες μετά τη λαμπρή πρεμιέρα του «Xenia» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, η ταινία άνοιξε σε επτά αίθουσες της Αθήνας και μία της Θεσσαλονίκης. Τέσσερις ημέρες αργότερα η απογοήτευση όλων όσοι είχαν συμμετάσχει με δουλειά ατελείωτων ωρών στη δημιουργία και στην προώθηση αυτής της ταινίας ήρθε να συγγενέψει με τη σκληρή πραγματικότητα της αποτυχίας.
Παρότι η εβδομάδα εκείνη (2-8/10) έχει παρουσιάσει τα περισσότερα ως σήμερα εισιτήρια της νέας κινηματογραφικής σεζόν (παραπάνω από 100.000 σε όλο το πανελλήνιο), η μερίδα του λέοντος ανήκε στο «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» του Ντέιβιντ Φίντσερ που βγήκε την ίδια Πέμπτη και έκοψε κάτι παραπάνω από 55.000 εισιτήρια σε 76 αίθουσες. Οι υπόλοιπες επτά (!) ταινίες μοιράστηκαν τα... ψίχουλα. Και αν μάθει κανείς ότι μέσα σε κάτι λιγότερο από έναν μήνα το «Xenia» έχει μετά βίας φτάσει τα 13.563 εισιτήρια (ως την περασμένη Τρίτη), εύκολα μπορεί να καταλάβει πόσο λίγα έκανε το πρώτο και πιο κρίσιμο τετραήμερό της.
Τι έφταιξε για την αποτυχία;
Αν προσπαθήσει κανείς να εξετάσει τους λόγους αποτυχίας του «Χenia», που μπορεί να μην έχει τον αυθορμητισμό της «Στρέλλας», της αμέσως προηγούμενης ταινίας του Κούτρα, αλλά δεν παύει να είναι μια καλή ταινία, θα βρεθεί μπροστά σε πολλές απόψεις, από τις οποίες άλλες μπορούν να τεκμηριωθούν και άλλες όχι. Θυμίζω ότι η ταινία αναφέρεται στην προσπάθεια δύο ελληνοαλβανών εφήβων - ο ένας ομοφυλόφιλος, ο άλλος ετεροφυλόφιλος - να ανακαλύψουν τα ίχνη του έλληνα πατέρα τους μετά τον θάνατο της αλβανίδας μητέρας. Η κάπως ακραία αλλά ενδεχομένως σωστή γνώμη αιθουσάρχη γνωστής κεντρικής αίθουσας είναι ότι το αλβανικό και το ομοφυλοφιλικό στοιχείο παραμένουν ζητήματα αποτρεπτικά για τον μέσο έλληνα θεατή. Καθημερινά έξω από την πόρτα της αίθουσας βρίσκεται ένας αιθουσάρχης, άρα είναι αξιόπιστη πηγή σε ό,τι αφορά την κίνηση μιας ταινίας, συν το ότι η παραπάνω άποψη έχει προκύψει από συζητήσεις με θεατές. «Ο κόσμος έχει τα δικά του προβλήματα. Θέλει να διασκεδάσει, δεν θέλει να δει τα ίδια προβλήματα που βλέπει καθημερινά γύρω του» κατέληξε ο αιθουσάρχης. Ωστόσο, αν η ίδια ταινία είχε διανεμηθεί με μικρότερο ανταγωνισμό, χωρίς επτά ταινίες δίπλα της, είναι πολύ πιθανόν να είχε ανοίξει και προχωρήσει πολύ καλύτερα, αλλά αυτό φυσικά είναι ανέφικτο με τόσο πολλές εταιρείες διανομής και τόσο πολλές ταινίες. Ενδεχομένως να είχε πάει καλύτερα αν είχε διανεμηθεί σε λιγότερες αίθουσες και όχι σε επτά κεντρικές της Αθήνας γιατί, καθώς φαίνεται (ή μάλλον καθώς φαινόταν από την αρχή), ήταν πάρα πολλές για μια κατά βάση art house και όχι mainstream/ευρείας κατανάλωσης ταινία. Δεν θα το μάθουμε βέβαια ποτέ.
Φιάσκο «στα καλά καθούμενα»
Μιλώντας όμως για ευρεία κατανάλωση παρατηρεί κανείς ένα ακόμη πρωτοφανές γεγονός στη νέα κινηματογραφική σεζόν που σίγουρα έχει προκαλέσει πονοκέφαλο στους κύκλους της ελληνικής κινηματογραφίας σαν ένα ανεξήγητο μυστήριο, ένα αίνιγμα χωρίς λύση, που ουδείς γνωρίζει πώς να ερμηνεύσει ή τι να περιμένει εξαιτίας του στο άμεσο μέλλον. Την περασμένη Πέμπτη 23 Οκτωβρίου ανάμεσα στις έξι νέες κινηματογραφικές ταινίες της εβδομάδας βρισκόταν και το «Στα καλά καθούμενα», τελευταία σκηνοθεσία του Νίκου Ζαπατίνα. Στον αντίποδα της «Xenia», η κωμωδία «Στα καλά καθούμενα» είναι μια ταινία που υποτίθεται ότι τηρούσε όλες τις προδιαγραφές ώστε να θεωρηθεί εμπορική - ή έτσι νομίζαμε. Ανοιξε σε παραπάνω από 70 (!) αίθουσες σε όλο το πανελλήνιο, προφανώς με τη σιγουριά ότι ο κόσμος θα τρέξει σαν τρελός να δει τη Ζέτα Μακρυπούλια, την Αννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και τους υπόλοιπους ηθοποιούς που έχουν γίνει ονόματα ως επί το πλείστον μέσω της τηλεόρασης. Ο κόσμος όμως δεν έτρεξε. Η ταινία όχι απλώς κινήθηκε μέτρια αλλά άσχημα. Μπορεί ήδη να θεωρηθεί μια εμπορική πανωλεθρία, παρότι ήταν η ταινία με την οποία η εταιρεία Καραγιάννης - Καρατζόπουλος έκανε μια επιστροφή στην παραγωγή για να γιορτάσει τα 50 χρόνια της στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου.
Αιθουσάρχης των νοτίων προαστίων έτριβε τα μάτια του αντικρίζοντας τα άδεια καθίσματα γιατί υπήρξαν προβολές που έγιναν για έναν θεατή - ή κανέναν. Τι συνέβη; Πού πήγε ο κόσμος ο οποίος πριν από μερικά χρόνια είχε μετατρέψει τη Ζέτα Μακρυπούλια σε πρώτη φίρμα του εμπορικού ελληνικού σινεμά; Πού είναι τα 450.000 εισιτήρια τού «Μόλις χώρισα»; Πώς είναι δυνατόν τέτοια απαξία για τη Σουλάρα του «ΣΕΞ» (Σούλα, έλα ξανά);
Οι εποχές έχουν προφανώς αλλάξει. Και μαζί τους η νοοτροπία του κοινού. Αν το «Xenia» είχε καλή προώθηση, αντιλαμβάνεται κανείς τι έγινε για το «Στα καλά καθούμενα». Ο κόσμος όμως δεν τσίμπησε. «Πας καλά που θα πάω "Στα καλά καθούμενα";» με ρώτησε γνωστή όταν της πρότεινα να δει την ταινία. «Αλλη δουλειά δεν είχα να πάω στη Ζέτα!». Και το παράξενο είναι ότι το «Στα καλά καθούμενα» είχε μια ασυνήθιστη για τα δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου τρέλα που την έκανε να ξεχωρίζει από τις σεξοκωμωδίες της σειράς που είχαν τόση πέραση πριν από μερικά χρόνια...
Μετά τα 100 χρόνια τι;
Ενδιαφέροντα σημεία των καιρών που προκαλούν περιέργεια για το πώς θα αντιμετωπιστεί στο μέλλον ο ελληνικός κινηματογράφος. Εφέτος τιμάται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τα 100 χρόνια ύπαρξής του. Θα ακουστούν ομιλίες και θα γίνει το αδιαχώρητο στην εκεί προβολή παλαιών και νέων ταινιών όπως η «Νορβηγία» του Γιάννη Βεσλεμέ ή το «Forget me not» του Γιάννη Φάγκρα. Τι θα γίνει όμως όταν αργότερα αυτές οι νέες ταινίες κληθούν να δοκιμαστούν στην αίθουσα; Και μαζί τους κι άλλες όπως η «Εκρηξη» του Σύλλα Τζουμέρκα; Θα βρουν κοινό ή θα έχει εξαντληθεί στο φεστιβάλ; Αλλά τι θα γίνει και όταν βγουν οι λεγόμενες εμπορικών προδιαγραφών ταινίες όπως το «Από έρωτα» του Θοδωρή Αθερίδη με τον ίδιο και τη Σμαράγδα Καρύδη ή το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Βασίλη Μυριανθόπουλου με τη Ρένια Λουιζίδου; Θα μπορέσει ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης με το «Γλυκύ μου έαρ» (προσωρινός τίτλος) να επαναλάβει τον θρίαμβο του «Αν»; Το σίγουρο είναι ότι ταινίες επιπέδου «Πολίτικης κουζίνας», «Ελ Γκρέκο» και «Μικράς Αγγλίας» δεν θα χάσουν ποτέ το κοινό τους. Αλλά και πάλι, πόσες μπορεί να είναι αυτές;
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=646165

Σχόλια