«Οικουμενικό Πατριαρχείο: ένα ιστορικό παράδοξο», Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

«Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου
και λοιποί προσκεκλημένοι,

Επιτρέψτε μου, πρώτα, να μεταφέρω προς όλους σας την ευλογία, τις πατρικές ευχές και τις ευχαριστίες της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, διότι η αγάπη σας για τον πανίερο θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου σας έφερε απόψε στην αίθουσα και την εκδήλωση αυτή, για να τιμήσετε και ενισχύσετε με αυτό τον τρόπο την Μητέρα Εκκλησία και το έργο της. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνει η Α. Θ. Παναγιότης προς τον Εντιμολογιώτατο Πρόεδρο της Αδελφότητας των Οφφικιάλων κ. Οδυσσέα Σασαγιάννη και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, μάλιστα δε προς τον εμπνευστή και ευγενή χορηγό της εκδηλώσεως αυτής Άρχοντα κ. Γρηγόριο Χατζηελευθεριάδη και τον οικοδεσπότη της Άρχοντα κ. Γεράσιμο Φωκά. Από την αγάπη και την αφοσίωση όλων σας αντλεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο δυνάμεις, για να εκπληρώσει την ιστορική αποστολή του. Είστε οι Κυρηναίοι, οι οποίοι ελαφρύνετε τον Σταυρό που σηκώνει στους ώμους του ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο ιερός θεσμός. Σας ευγνωμονούμε γι’ αυτό και υπολογίζουμε πάντοτε στην αγάπη σας.

Γι’ αυτόν τον μακραίωνα και ιστορικό θεσμό καλούμαι απόψε να μιλήσω στην αγάπη σας –πράγμα καθόλου εύκολο. Όσο χρόνο και να διαθέσει κάποιος, και τόμους ολόκληρους αν γράψει, δεν θα μπορέσει να περιγράψει ένα θεσμό δεκαεπτά και πλέον αιώνων, ένα θεσμό με πλούσιο παρελθόν, που σφράγισε ανεξίτηλα την ίδια την Ιστορία της πολιτισμένης ανθρωπότητας και που εξακολουθεί να αποτελεί ελπίδα για το παρόν και το μέλλον του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν τρέφω, λοιπόν, την αυταπάτη ότι θα εξαντλήσω το θέμα που σας εξήγγειλα. Θα είμαι ευτυχής, αν μπορέσω να σας μεταδώσω μόνο τη συγκίνηση που νιώθω και εγώ προσωπικά, όταν αναλογίζομαι το ύψος της τιμής να διακονεί κάποιος με οποιαδήποτε ιδιότητα ένα θεσμό που άφησε και αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην Ιστορία της ανθρωπότητας, ένα θεσμό που ακόμη κι αν δεν τον είχαμε δοσμένο από τη Χάρη του Θεού, και μάλιστα στο Γένος μας, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε. Τι είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο; Το ονομάζουμε θεσμό, αλλά είναι κάτι περισσότερο: είναι ένα ιστορικό παράδοξο, ένα μυστήριο της Ιστορίας. Πολύ συχνά σκέφτομαι ότι τίποτε δεν εκφράζει τόσο εύγλωττα το παράδοξο αυτό, όσο τα λόγια με τα οποία περιγράφει ο Παύλος στην Β΄ επιστολή του προς Κορινθίους τη
φύση του χαρακτήρα του έργου των Αποστόλων: «ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις,
ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 4-10).

Πράγματι, κανένας ιστορικός θεσμός δεν συνδύασε τις παράδοξες αυτές αντιθέσεις στη ζωή του όσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σας καλώ να ανατρέξουμε στην ιστορία του και εκεί θα δούμε με τη φαντασία μας:

– Έναν Πατριάρχη να εισέρχεται με τον αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία για τη Θεία Λειτουργία που θα τελεστεί με τέτοια δόξα και λαμπρότητα ώστε να κάνει τον δέκατο αιώνα τους ειδωλολάτρες ακόμη Ρώσους να ασπαστούν την Ορθοδοξία, γιατί δεν μπορούσαν να διακρίνουν αν βρίσκονταν στη γη ή στον ουρανό παρακολουθώντας το μεγαλειώδες αυτό γεγονός.
– Αλλά και έναν Πατριάρχη Νήφωνα Β΄ (†1505) να χτυπάει την πόρτα της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, για να ζήσει και να αγιάσει ως μοναχός.
– Θα δούμε ένα Πατριαρχείο να λεηλατείται από τους Σταυροφόρους το 1204 και να αντιστέκεται στις πιέσεις για υποταγή στον Πάπα, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της έδρας της Αυτοκρατορίας στη Νίκαια.
– Ένα Πατριαρχείο που το 1453 υποχρεώνεται να χάσει μαζί με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία όλη τη δόξα του, να δει το ναό της Αγίας Σοφίας να μετατρέπεται σε μουσουλμανικό τέμενος και να μεταφέρεται η έδρα του στη Μονή του Παντοκράτορος –και, παρά ταύτα, να αναλαμβάνει την ηγεσία όλης της Ορθοδοξίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία, να εκδίδει Συνοδικές και Πατριαρχικές Πράξεις που κανονίζουν τη ζωή όλων των Ορθοδόξων στην αυτοκρατορία αυτή (πρβλ. πρόσφατη λαμπρή επιστημονική έκδοση των παλαιοτέρων από αυτές από τον καθηγητή και Άρχοντα κ. Δημήτριο Αποστολόπουλο και την κ. Παΐζη-Αποστολοπούλου)· να είναι υπεύθυνο έναντι της Υψηλής Πύλης για όλους τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας· να πρέπει να προστατέψει τη ζωή εκατομμυρίων χριστιανών αφορίζοντας δημόσια τους επαναστάτες (και αίροντας κρυφά τον αφορισμό τη νύχτα στον Πατριαρχικό ναό)· να βλέπει τον Πατριάρχη του (Γρηγόριο Ε΄) κρεμασμένο στην είσοδο των Πατριαρχείων· και, παρά ταύτα, να συνεχίζει τη ζωή και τη δράση με την τόλμη του Διονυσίου του Ε΄ να κλείνει τους ναούς σε όλη την επικράτεια του κλίματός του κηρύσσοντας την Εκκλησία σε διωγμό και να εξαναγκάζει την Υψηλή Πύλη να υποχωρήσει και να σεβαστεί τα προνόμια του Πατριαρχείου.

– Ένα Πατριαρχείο, το οποίο υφίσταται τις συνέπειες του βαλκανικού εθνικισμού τον δέκατο ένατο αιώνα και με πρώτη διδάξασα –αλλοίμονο– την Ελλάδα να αναγκάζεται να απογυμνωθεί των περισσότερων περιοχών του παραχωρώντας Αυτοκεφαλία στις εθνικές Εκκλησίες των Βαλκανίων μέχρις ότου τον εικοστό αιώνα χάνει και τις επαρχίες του στην Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Καππαδοκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών, για να περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και τις γύρω Μητροπόλεις του.
– Όλα έδειχναν το τέλος του και μόλις και μετά βίας αποφεύχθηκε στη συνθήκη της Λωζάννης (1923) η μεταφορά και της έδρας του. Και όμως, έρχεται η στιγμή που οι νέες ιστορικές περιπέτειες της Ελλάδος με τον Β΄
Παγκόσμιο πόλεμο οδηγούν σε κύματα μεταναστεύσεων από την Ελλάδα προς την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία και σε όλη σχεδόν την οικουμένη, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποκτά πολυάριθμο ποίμνιο σε όλη τη Διασπορά, σε αντικατάσταση όσων έχασε.
«ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν»!
Επί πλέον δε, και «ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες»!
Πώς;
Τι να πρωτομνημονεύσει κανείς, όμως;

– Τον εκχριστιανισμό των Σλαύων με την επί Πατριάρχου Φωτίου του Μεγάλου αποστολή των Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία και στη συνέχεια των ρωσικών φύλων; Έναν εκχριστιανισμό που ήταν ταυτόχρονα και εκπολιτισμός, αφού έδινε στους λαούς αυτούς ακόμη και το αλφάβητό τους, τους έμαθε να προσεύχονται, να λειτουργούν, να ασκητεύουν, να αγιογραφούν κ.ά. Πόση αγνωμοσύνη χρειάζεται, για να στρέφωνται οι λαοί αυτοί και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες τους κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου! Αλλά, «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι».
– Τη λεγόμενη βυζαντινή τέχνη που εκπορεύτηκε από την Κωνσταντινούπολη, για να κατακλύσει με μνημεία αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής απαράμιλλης καλλιτεχνικής αξίας τον Άθω, τον Μυστρά, την Θεσσαλονίκη, την Ήπειρο, την Αχρίδα, την Πάτμο και όλη την χριστιανική Ανατολή.
– Την τεράστια θεολογική και φιλολογική παραγωγή που φθάνει μέχρι και τη συντήρηση και αντιγραφή χειρογράφων των κλασικών Ελλήνων φιλοσόφων και συγγραφέων. Και τόσα άλλα.

Όλα αυτά σε εποχές δόξας αλλά και ταπεινώσεων,
ελευθερίας αλλά και υποδουλώσεων, μεγαλείου αλλά και διωγμών. Ιδιαίτερα για το ελληνικό γένος μας δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο οφείλει την επιβίωσή του στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά και μετέπειτα, με τους Μητροπολίτες του να ανεγείρουν και να λειτουργούν στις επαρχίες του σχολεία υψίστης ποιότητας παιδείας, να επιλύουν τις διαφορές και τις διενέξεις των υποδούλων Ελλήνων, να ενισχύουν το εθνικό φρόνημα –χάρη στο οποίο τελικά έφθασε το Γένος μας στην απελευθέρωσή του–, να ηγούνται των Μακεδονικών Αγώνων με μορφές, όπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης κ.ά.

Ας μη λησμονούνται αυτά από τους επιγόνους.
Ακόμη και αυτοί οι λαοί που μας πολέμησαν ως έθνος τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, πέρα από την προστασία που τους προσέφερε το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά την Τουρκοκρατία, του οφείλουν τη διατήρηση της εθνικής ιδιαιτερότητάς τους με κλασικό παράδειγμα τη Βουλγαρία, την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέφυγε να εξελληνίσει, αν και είχε αυτή τη δυνατότητα, πράγμα για το οποίο το μέμφεται και επικρίνει δριμύτατα ο ιστορικός μας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Εντούτοις, αυτό ακριβώς μαρτυρεί κάτι εξόχως σημαντικό: ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αν και πάντοτε ελληνικό, δεν ενέδωσε ποτέ στον πειρασμό του εθνικισμού. Υπήρξε πάντοτε και παραμένει υπερεθνικό, δηλαδή όντως οικουμενικό.

Και αυτό μας φέρνει στο σήμερα. Πώς μπορεί να επιβιώσει και να δράσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπό τις παρούσες ιστορικές συνθήκες; Πολλοί είναι αυτοί που μέσα στην απαισιοδοξία και την ολιγοπιστία τους, παραβλέποντας τις αντιθέσεις και παραδοξότητες του ιερού αυτού θεσμού, στις οποίες αναφέρθηκα, καλή τη πίστει έχουν εκφράσει τη γνώμη ότι καλό θα ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μεταφερθεί κάπου στην Ελλάδα, για να έχει ελευθερία δράσεως και πλήρη άνεση κινήσεων. Ένας μεγάλος σύγχρονός μας Έλληνας πολιτικός ηγέτης, αποθανών πλέον, με είχε καλέσει, για να μεταφέρω στον Πατριάρχη την πρόταση μεταφοράς του Πατριαρχείου στην Πάτμο ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον και τυχόν προβλήματα στη Δυτική Θράκη, αλλά και για να κινείται το Πατριαρχείο χωρίς περιορισμούς. Πήρα την πρωτοβουλία και του απήντησα ότι, κατά τη γνώμη μου, το Πατριαρχείο δεν θα εδέχετο την πρόταση, πράγμα το οποίο έγινε με έμφαση, όταν τη μετέφερα στην τότε ηγεσία του Φαναρίου.

Ο κυριότερος λόγος που επιβάλλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο να παραμείνει εκεί που είναι, είναι ακριβώς η ανάγκη να διατηρήσει τον υπερεθνικό του χαρακτήρα.

Το Πατριαρχείο είναι ελληνικό, αφού βρίσκεται σε χέρια Ρωμιών –και αυτό είναι ανεκτίμητος θησαυρός και ευλογία του Θεού για μας τους Έλληνες (το εκτιμούμε, άραγε, όσο πρέπει;). Αλλά η φύση της διακονίας του και ο προορισμός του είναι να διακονεί όλους τους ορθόδοξους ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής και γλώσσας, και γι’ αυτό δεν πρέπει να συνδεθεί με χώρους και περιβάλλοντα στενά εθνικά. Η θεία Πρόνοια το έταξε εκεί που είναι, για να μην μπορεί κανείς να διαβάλλει και να αμφισβητεί τον υπερεθνικό του χαρακτήρα, βάσει του οποίου και καλείται να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στις ημέρες μας.

Οι σημερινές ιστορικές συγκυρίες οδηγούν ραγδαία σε μία τάση συνενώσεων των λαών και των κρατών, πράγμα που θα επηρεάσει αναπόφευκτα και τη ζωή της Εκκλησίας. Μόνο κοντόφθαλμοι και δέσμιοι φανατικών ακροτήτων αρνούνται να κοιτάξουν κατάματα αυτή την πορεία της Ιστορίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις μεγάλες πολιτικές ενώσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, που καταργεί κάθε εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων και κεφαλαίων –μια κατάσταση που οδηγεί αναπόφευκτα στη δημογραφική αλλοίωση των ευρωπαϊκών εθνών, στην αύξηση των μικτών γάμων, στην εσωτερική μετανάστευση κ.τ.ό. Αναφέρομαι και, κυρίως, στην πρόοδο και επέκταση της τεχνολογίας, η οποία καθιστά στην ουσία όλη την οικουμένη μία «γειτονιά» με όσες συνέπειες έχει αυτό για τη διαμόρφωση του πολιτισμού, της διαδόσεως των θρησκευτικών αντιλήψεων κ.ο.κ. Σήμερα η Ορθοδοξία καλείται να διαδραματίσει ρόλο παγκοσμίου βεληνεκούς, να δείξει ότι διαθέτει απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, να δώσει δηλαδή τη μαρτυρία της στο επίπεδο των ιδεών και των αξιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να επιβιώσει σήμερα, πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι απλώς ένας θρησκευτικός –με τη στενή έννοια– θεσμός, αλλά φορέας ιδεών και αξιών ικανών να διαμορφώνουν ή, έστω, να επηρεάζουν τον σύγχρονο πολιτισμό, όπως ακριβώς έκανε κατά το παρελθόν.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη σημερινή ηγεσία του φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται την αποστολή του αυτή και στο σημείο αυτό καλούμεθα όλοι να το συμπαρασταθούμε και το ενισχύσουμε. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς από τους τομείς, στους οποίους επικεντρώνει σήμερα, παρά τις πενιχρές δυνάμεις του, την προσπάθεια το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Α) Η διορθόδοξη ενότητα. Δεν είναι δυνατόν ο κόσμος να διψά για ενότητα και καταλλαγή και η Ορθοδοξία να είναι διασπασμένη σε επιμέρους αυτοκέφαλες Εκκλησίες που αντιμάχονται πολλές φορές η μία την άλλη, ποια θα προβάλλει και θα επιβάλλει τα στενά εθνικά της συμφέροντα σε βάρος της ενότητας της Ορθοδοξίας. Καθημερινά ακούμε θλιβερές περιπτώσεις συγκρούσεων μεταξύ αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για το λόγο αυτό, προωθεί
τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία προετοιμάζεται ήδη επί πολλά χρόνια· πρόκειται δε σύντομα ο Οικουμενικός Πατριάρχης να συγκαλέσει στο Φανάρι Σύναξη των προκαθημένων των ορθοδόξων Εκκλησιών για τον σκοπό αυτό.

Β) Η ενότητα των χριστιανών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιλαμβάνεται ότι στη σύγχρονη πραγματικότητα, που σας περιέγραψα προ ολίγου, οι χριστιανοί θα κληθούν να συνυπάρξουν με τη μορφή είτε μικτών γάμων είτε κοινών πολιτισμικών βιωμάτων και, κατά συνέπεια, πρέπει να λύσουν τις δογματικές διαφορές τους ειρηνικά, με τη μόνη μέθοδο που υπάρχει: τον διάλογο. Γι’ αυτό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρωτοστατεί στη συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στους θεολογικούς διαλόγους που διεξάγονται μεταξύ των διηρημένων χριστιανών. Οι διάλογοι αυτοί δεν συνεπάγονται καθόλου απομάκρυνση από τα θεσπισμένα δόγματα της Ορθοδοξίας, αλλά, αντίθετα, αποβλέπουν στη διασάφηση και προβολή τους, πράγμα που έχει συντελέσει στο να γίνει ήδη ευρύτατα γνωστή και σεβαστή η Ορθοδοξία στους ετερόδοξους. Σήμερα, μάλιστα, που σε περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή, οι χριστιανοί διώκονται ανεξάρτητα από τις δογματικές ταυτότητές τους, η μοίρα των Χριστιανών είναι πλέον κοινή στο σύγχρονο κόσμο μας.

Γ) Ο διαθρησκειακός διάλογος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ήδη καθιερώσει διαλόγους μεταξύ Χριστιανών, Εβραίων και Μουσουλμάνων με σκοπό όχι τόσο να λυθούν οι θεολογικές διαφορές μεταξύ των θρησκειών αυτών, όσο να αποφευχθούν συγκρούσεις μεταξύ τους, πράγμα που, όπως βλέπουμε καθημερινά, αποτελεί απειλή για την ειρήνη της ανθρωπότητας. «Κάθε πόλεμος στο όνομα της θρησκείας αποτελεί πόλεμο κατά της θρησκείας», διακήρυξε σε σχετικό συνέδριο προ ετών ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος –και αυτό αποτελεί το κίνητρο όλων των διαθρησκειακών διαλόγων που αναλαμβάνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Δ) Τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Στο σημείο αυτό και παρά τις πενιχρές δυνάμεις του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επέδειξε ευαισθησία, η οποία εντυπωσίασε την παγκόσμια κοινωνία, σε ένα από τα πλέον φλέγοντα προβλήματα των ημερών μας: την οικολογική κρίση. Πολύ πριν ακόμη “ξυπνήσουν” οι κυβερνήσεις και οι άλλες χριστιανικές ομολογίες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη επί Πατριάρχου Δημητρίου (1989) με Πατριαρχικό Μήνυμα επέστησε την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας στο θέμα αυτό και με σειρά ενεργειών (διεθνών συμποσίων επιστημόνων και θρησκευτικών ηγετών και άλλων συνεδρίων, πατριαρχικών εγκυκλίων κ.λπ.), τις οποίες συνέχισε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, έφθασε σήμερα να θεωρείται παγκοσμίως πρωτοπόρο στο θέμα της οικολογίας· ο δε Οικουμενικός Πατριάρχης να επονομάζεται από τα διεθνή μέσα ενημερώσεως «ο πράσινος Πατριάρχης».

Πώς μια τόσο αρχαία Εκκλησία μπορεί να είναι συγχρόνως και τόσο σύγχρονη; Πώς ένας τόσο αδύνατος εξωτερικά θεσμός χωρίς καμμία ουσιαστικά κρατική υποστήριξη, μέσα σε περιβάλλον αλλόθρησκο και με ελάχιστα στελέχη μπορεί να ανοίγεται τόσο πλατιά στον σύγχρονο κόσμο; Είπαμε: το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένα ιστορικό παράδοξο. Και αυτό μαρτυρεί η όλη πορεία του διά μέσου των αιώνων. Δεν είναι, βέβαια, πάντοτε απαλλαγμένο από λάθη και ατέλειες στους χειρισμούς του. Θα μπορούσε να λειτουργεί πιο οργανωμένα και μεθοδικά. Ωστόσο, παρά τις αδυναμίες του, δεν παύει να αποτελεί ένα φάρο στη σκοτεινή μας εποχή.

Ποιο είναι, όμως, το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Για όσους αγνοούν την ιστορία του και παραβλέπουν την παραδοξότητα της φύσεώς του, το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν φαίνεται να είναι ευοίωνο. Τα στελέχη του ελαττώνονται αριθμητικά, άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες με κοσμική υποστήριξη μεθοδεύουν την υποκατάστασή του στην ηγεσία της Ορθοδοξίας που του έχουν δώσει οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας, και πολλές φορές η τύχη του –όπως απέδειξαν τα γεγονότα του 1922, της περιόδου 1950-65 και άλλες περιπτώσεις– εξαρτάται και επηρεάζεται από τους πολιτικούς χειρισμούς αυτής της χώρας, της Ελλάδος.

Παραμένει, συνεπώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ένας ανθρώπινα ευάλωτος θεσμός. Ένας θεσμός που, όπως σε όλη τη μακραίωνη διαδρομή του, κρέμεται κυριολεκτικά από το έλεος του Θεού. Αλλά, αν δεν ήταν έτσι, αν δηλαδή το μέλλον του ήταν ανθρώπινα εξασφαλισμένο –αλλά και ποιου, άραγε, το μέλλον είναι ανθρώπινα εξασφαλισμένο;– τότε το Πατριαρχείο μας δεν θα ήταν συνεπές ούτε με την πίστη του ούτε με την ιστορία του. Διότι η πίστη μας, που επιβεβαιώνει, όπως είπαμε, όλη η ιστορία του Πατριαρχείου μας, δεν είναι άλλη από αυτό που είπε ο Κύριος στον Απόστολο Παύλο, όταν του ζήτησε να τον απαλλάξει από «σκόλοπα τῇ σαρκί» του: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄ Κορ. 12,9)

Αν ένας θεσμός επιβιώνει ιστορικά μόνον όταν ακούει τους κραδασμούς της Ιστορίας και ανταποκρίνεται στις υπαρξιακές ανάγκες του ανθρώπου κάθε εποχής, τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει και σήμερα και αύριο να επιτελέσει ουσιαστική αποστολή. Όπως ήδη είπα, και αν δεν υπήρχε ο θεσμός αυτός, θα έπρεπε να είχε εφευρεθεί. Χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο η Ορθοδοξία θα περιπέσει στη δίνη των εθνικισμών, στην καυχησιολογία του παρελθόντος, στην εσωστρέφεια της αυτάρκειας, στην περιφρόνηση του σύγχρονου κόσμου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέδειξε ότι μπορεί να μετουσιώνει το παρελθόν σε παρόν, το παρόν σε μέλλον, το χθες και το σήμερα σε αύριο. Και τούτο, γιατί πέρα από τη θεσμική του ιδιότητα είναι φορέας μιας ανοικτής νοοτροπίας, μιας καθολικότητας και μιας ευαισθησίας για τον άνθρωπο κάθε εποχής. Και αυτό αποτελεί την κατ’ άνθρωπον εγγύηση του μέλλοντός του.

Για να πραγματοποιήσει τη μεγάλη του αυτή αποστολή και στην εποχή μας, χρειάζεται την αγάπη και την υποστήριξη όλων μας. Το Πατριαρχείο μας δεν είναι μόνον ο Πατριάρχης, οι μητροπολίτες του και οι διοικητικές του υπηρεσίες. Είναι όλο το ποίμνιό του, όπου γης, ιδιαίτερα όσοι το βλέπουν ως μάνα του Γένους μας και θέλουν να είναι πάντα όρθιο και τιμημένο.
Αυτοί είναι κατ’ εξοχήν οι Άρχοντες του Πατριαρχείου μας που, όπως δηλώνει και ο τίτλος τους, υπάρχουν για να συντηρούν και να διαιωνίζουν την αρχοντιά του· μια αρχοντιά που, όπως κάθε αρχοντιά, δεν βρίσκεται στον πλούτο, αλλά στο πνεύμα που ξέρει να ακτινοβολεί τόσο σε μέρες δόξας όσο και σε στιγμές πενίας. Σε σας που το Πατριαρχείο μας ανέδειξε σε Άρχοντές του, σε σας αναθέτει τη μέριμνα για τη διατήρηση της δικής του αρχοντιάς. Μεγάλη η τιμή, πιο μεγάλη η ευθύνη.
Αλλά τίποτε, μα τίποτε, σας διαβεβαιώνω, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, δεν είναι πιο τιμητικό από το να διακονεί κανείς τη δόξα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας.

Έχετε όλοι σας την ευλογία του Θεού και την ευχή
του Πατριάρχου μας.

Σας ευχαριστώ.»

http://pammakaristos.com/frontend/article.php?aid=188&cid=87

Σχόλια

Ο χρήστης Unknown είπε…
Πολύ ωραίο κείμενο!