ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

1. « 15 Αὐγούστου Βούλιαξαν τὴν Ἕλλη… Προσπάθησα νὰ φανταστῶ τὸ ἀσπροθαλασσίτικο λιμάνι, τὸ μάζεμα τῶν προσκυνητάδων, τὸ συνωστισμό, τὴ μυρωδιὰ τῶν κακοταξιδεμένων καὶ ξενυχτισμένων κορμιῶν, τοὺς μικροπουλητάδες, τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς δέησης καὶ τοῦ θαύματος. Ὁ πρωινὸς ἥλιος, ἡ θάλασσα, τὸ καραβάκι στολισμένο μ’ ὅλες του τὶς σημαῖες, τ’ ἄσπρα σκουφιά του ἀγήματος στὸ κατάστρωμα. Καὶ ξαφνικά, χωρὶς νὰ φανεῖ τίποτε, χωρὶς νὰ περιμένει κανεὶς τίποτε, σὰν ἕνας ἄντρας ποὺ σωριάζεται μὲ μιὰ μαχαιριὰ στὴ ράχη καθὼς ψέλνει ὁ παπάς, τὶς τρεῖς τορπίλες, τὴ φωτιὰ στὸ καράβι, τὸν τρόμο στ’ ἀνθρωπομάζεμα. Προσπάθησα ἀκόμη νὰ φανταστῶ τὸ νέο παλικάρι, τὸν καπετάνιο του ὑποβρυχίου ποὺ ἔκανε τὴν ἀναντρη πράξη, κι ἂν δὲν εἶχε στὸ στόμα του, τὴν ὥρα ἐκείνη, μιὰ γέψη σὰ νὰ εἶχε μασήσει σκατά. Ἕνας νέος χριστιανὸς ποὺ ἔγινε μπόγιας μέσα στὸ σπίτι τῆς Παναγιᾶς, καθὼς θὰ ’λεγε ὁ Μακρυγιάννης » Γιῶργος Σεφέρης, Μέρες Γ’, ἐκδόσεις Ἴκαρος, σσ. 225-226 2. « Ὁ μαῦρος ὁ Γκούρας ἀναστέναξε καὶ μοῦ λέγει: ‘‘Ἀδελφὲ Μακρυγιάννη, σὲ καλὸ νὰ τὸ κάμη ὁ Θεός, ἄλλη φορὰ δὲν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα…’’ – ‘‘Εἶχα κέφι, τοῦ εἶπα, ὁπού δὲν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν’’ » Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα 3. « ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: Τὰ γαλλικὰ φύλλα περιλαμβάνουν τὶς ἀκόλουθες πληροφορίες: Τὸ θέμα μὲ τὴν Ἑλλάδα εἶναι ἐντυπωσιακό. Εἶναι χωρὶς στρατό, χωρὶς πολεμοφόδια καὶ χωρὶς πολεμικὰ πλοῖα. Οἱ τρατιῶτες της, σὰν τοὺς ἀρχαίους ἥρωες, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸν ἑαυτό τους μὲ σφενδόνες καὶ ρόπαλα καὶ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση κατόρθωσαν νὰ καταστρέψουν καὶ νὰ κάψουν δυὸ τουρκικὲς φωτῆλες. Ἔχουν ἐκπορθήσει σχεδὸν ὅλα τὰ φρούρια τοῦ Ἀρχιπελάγους καὶ οἱ γελοιοποιημένοι Τοῦρκοι ἔχουν νικηθεῖ… Πῶς οἱ ἐπίγονοι τοῦ Ἀλαντίν, οἱ ὑπερόπτες ὀπαδοὶ τοῦ Μωάμεθ ἀντέδρασαν ἀπέναντι στοὺς νικητές; Δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ ἀποκεφαλισμοὺς γυναικῶν, παιδιῶν καὶ γερόντων, τῶν ὁποίων τὸ αἷμα ἔχει βάψει τοὺς δρόμους τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης ». The Times (Λονδίνου), φύλλον 11368, 4 Ὀκτωβρίου 1821

Σχόλια