Πονά -αφυπνίζει;- την ελληνική ψυχή...

Κωνσταντινούπολη, Πάτμος, Πειραιάς, Κατάκωλο, Βενετία. Ἕνα πλωτὸ σκηνικὸ ὀρθώνεται μπροστά της, τὸ κρουαζιερόπλοιο Orient Express ἀπὸ μακριὰ τὴν χαιρετάει κι ἀπὸ κοντὰ τῆς λέει ὅτι βρίσκεται στὸ σωστὸ μέρος, σ᾿ ἕναν κόμβο τῆς διαδρομῆς ἀπὸ τὴν πιὸ μελαγχολικὴ Ἀνατολὴ στὴν πιὸ κουρασμένη Δύση καὶ πίσω πάλι. Κάποτε τὸ ταξίδι αὐτὸ συνοδευόταν ἀπὸ ποταμοὺς αἵματος καὶ τώρα κατεβαίνουν ἀπὸ τὴν πλωτὴ καθεδρικὴ γιὰ ἐπίσκεψη στὸ μοναστήρι ἀδιάφοροι ἐπισκέπτες μὲ ὁμοιόμορφες τσάντες. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους γιατὶ δὲν ξέρουν τὶ κάνουν, δὲν γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἕνας στρατὸς χωρὶς ἀρχηγοὺς ποὺ δὲν πρόκειται νὰ σταματήσει πρὶν ρίξει τὸ ἴδιο ἀδιάφορο φωτογραφικὸ βλέμμα καὶ στὸ τελευταῖο κομμάτι τοῦ ἀληθινὰ πολιτισμένου κόσμου, ἐκείνου τοῦ κόσμου ποὺ δὲν καμώνεται ὅτι εἶναι πολιτισμένος, ἐκείνου τοῦ κόσμου ποὺ κουράστηκε νὰ εἶναι πολιτισμένος. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους γιατὶ δὲν ἰκανοποιοῦνται μὲ τίποτα, δὲν ἔχουν κανένα στόχο, ὁ κόσμος ἔχει φωτογραφηθεῖ χιλιάδες φορές κι ἐκεῖνοι ἐπιμένουν χωρὶς νὰ ξέρουν γιατὶ τὸ κάνουν, ἔρχονται κατὰ κύματα καὶ δὲν ἐκτονώνονται ποτέ, τοὺς πέρασε ἡ ἰδέα ὅτι ἂν φωτογραφίζεις ἀντὶ νὰ χύνεις αἷμα, θὰ ἀπομακρυνθεῖ μιὰ γιὰ πάντα ὁ ὄλεθρος, ἀλλὰ πέφτουν ἔξω γιατὶ ἡ καταστροφὴ εἶναι πιὸ κοντὰ παρὰ ποτὲ καὶ κανένα παχύρρευστο στρῶμα εἰκόνων δὲν πρόκειται νὰ τὴν ξορκίσει.

Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τὸν Βοημοῦνδο γιατὶ δὲν ὑπάρχει ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς νὰ στέκεται ὄρθιος καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὴν ὀχλαγωγία τους, ἐγὼ θὰ πάρω τὴν Ἀντιόχεια, ἐγὼ θὰ γίνω βασιλιὰς τῆς Ἱερουσαλήμ, σὲ μένα ἀνήκει ἡ Τύρος. Ἀκόμα καὶ τὸ αἷμα μπορεῖς νὰ τὸ χορτάσεις ἐνῶ τώρα δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ βγάζουν φακοὺς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁμοιόμορφες τσάντες, δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ παίρνουν πόζες μπροστὰ στὰ μνημεῖα ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ εἶχε τουλάχιστον τὴν τύχη νὰ ταπεινωθεῖ καὶ κουράστηκε νὰ παριστάνει κάτι, δὲν πρόκειται νὰ ὑποχωρήσουν ποτὲ γιατὶ ἔπαψαν νὰ ἔχουν ἐχθροὺς καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀξιοποιήσουν τὸ χρόνο τους. Παλεύουν μ᾿ ἕναν ἀνύπαρκτο ἐχθρὸ κι ἁπλώνουν ἕνα παχύρρευστο στρῶμα εἰκόνων γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν ὕπαρξή του, μάχονται ὥστε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν καθηλώσουν. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Βενετία τὸ Orient Express κυνηγάει τὸν ἀπόντα χρόνο καὶ δὲν τὸν βρίσκει ποτὲ γιατὶ ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ ἀδέξια καὶ κακοκαδραρισμένη τουριστικὴ φωτογραφία εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ παραμικρὴ στιγμὴ μπερδεύεται μὲ τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει ὄρθιος καὶ σχεδὸν σιωπηλὸς ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων Ἀλέξιος Κομνηνὸς στὸν Βοημοῦνδο καὶ τοὺς κόμητες καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Προσπάθησε νὰ τοὺς ἐξηγήσει ὅτι δὲν ὑπάρχει χρόνος, δὲν ἔπρεπε νὰ βιάζονται, ὅλοι οἱ τόποι εἶναι ἅγιοι, ὅλοι οἱ τόποι εἶναι ἁμαρτωλοί, θὰ ζήσετε μέσα στὸν πόνο καὶ πρέπει νὰ συνηθίσετε, μόλις κατακτηθεῖ ἡ Ἱερουσαλήμ θὰ πάψει νὰ σᾶς ἐνδιαφέρει. Δὲν κατάλαβαν ὅτι ἔπρεπε νὰ συνηθίσουν στὸν πόνο καὶ σιγὰ σιγὰ μετέφεραν τὴν προσπάθεια στὶς φωτογραφίες, αὐτὲς τὶς μούμιες τῆς στιγμῆς. Τὴ θέση τῆς Ἱερουσαλήμ τὴν πῆρε ἡ κάθε στιγμή, νά γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ πυροβολοῦν μὲ τὶς μηχανές τους καὶ νὰ σκοτώνουν ὅλες τὶς στιγμές, νὰ τὶς κάνουν πόζες. Προσπαθοῦν νὰ ξεχάσουν τὸν πόνο, μάχονται μὲ τὸν ἀνύπαρκτο χρόνο, φωτογραφίζουν τὰ πάντα. Ἀκόμα καὶ τὸ αἷμα μπορεῖς νὰ τὸ χορτάσεις. Ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων Ἀλέξιος Κομνηνὸς προσπάθησε νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ αὐτοὶ εἶχαν στήσει μιὰ διεκδικητικὴ μηχανή, οἱ κόμητες εἶχαν συνδικαλισθεῖ κι ὅλο ψιθύριζαν μεταξύ τους «καὶ ποιός νομίζει ὅτι εἶναι αὐτός», ὅλο μουρμούριζαν «κι ἐμεῖς εὐγενεῖς εἴμαστε». Ὁ αὐτοκράτορας προσπάθησε νὰ ἀντισταθεῖ στὴ διαδικασία ποὺ θὰ κατέληγε στὰ κρουαζιερόπλοια καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Ὅταν χόρτασαν τὸ αἷμα σκέφτηκαν νὰ ἀξιοποιήσουν τὸ χρόνο τους, ἀγόρασαν ὁμοιόμορφες τσάντες καὶ τὶς γέμισαν μὲ φακούς. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τὸν Βοημοῦνδο, ἔρχονται καὶ φεύγουν, κάθε καλοκαίρι προσθέτουν νέες εἰκόνες στὴ συλλογή τους, τσουβαλιάζουν τὶς στιγμὲς γιὰ νὰ ἔχουν τὸ χειμώνα νὰ δείχνουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ὅλο τὸ χειμώνα δείχνουν ἀκινητοποιημένες στιγμὲς ὁ ἕνας στὸν ἄλλον καὶ κανεὶς δὲν πιστεύει τὸν ἄλλον, κοιτάζουν μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἀδιαφορία ὁ ἕνας τὶς ἀκινητοποιημένες, βαλσαμωμένες στιγμὲς τοῦ ἄλλου κι αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ ἐπιστρέφουν ξανὰ καὶ ξανά, κάθε καλοκαίρι. Δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτέ, εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ ὁ φρουρὸς τῆς αἰωνιότητας νὰ σταθεῖ ὄρθιος ἀπέναντι στὴν γκρίνια τους, ὑπάρχει μόνο μιὰ γυναίκα τριανταδύο χρόνων στὴν προκυμαία τῆς Σκάλας Πάτμου. Τὸ βλέμμα της διατρέχει τὴν ἐπιγραφὴ Orient Express, δὲν ἔχει πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, λέγεται Ρέα Φραντζῆ καὶ φοβᾶται νὰ πάει ἐκεῖ ποὺ τὴν καλεῖ τὸ ὄνομά της. Ἔχει πάει στὴ Βενετία καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναπάει, θὰ τὴν ἀφήσει νὰ βουλιάξει ἥσυχη μέσα στὶς ἁμαρτίες της. Ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πειραιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίσει, βρίσκεται στὸ σωστό μέρος, χαμένη κάπου ἀνάμεσα στὸν μελαγχολικὸ ὕπνο τῆς Ἀνατολῆς καὶ στὴν κουρασμένη ἀυπνία τῆς Δύσης. Ἔχει πάει στὴ Βενετία, ἐκεῖ γνώρισε τὸν ἄντρα της. Τοῦ εἶπε ἀμέσως ναί, προσπάθησε ν᾿ ἀκινητοποιήσει τὴ στιγμὴ καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Δὲν πρόκειται νὰ γυρίσει ποτέ, τὸ Orient Exrpess θὰ φύγει σὲ λίγο, μαζεύουν τοὺς φακούς, τοὺς τακτοποιοῦν στὶς ὁμοιόμορφες τσάντες τους. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ τοὺς συγχωρεῖ γιατὶ δὲν τὸ ξέρουν, δὲν πρόκειται νὰ τὸ μάθουν ποτέ. Τὸ πλωτὸ σκηνικὸ θὰ συνεχίσει νὰ ἀξιοποιεῖ τὸν ἀνύπαρκτο χρόνο ἐνῶ στὰ ψαροκάικα κυματίζει κουρελιασμένη ἡ σημαία τοῦ αὐτοκράτορα.

Χρήστου Βακαλόπουλου, Η γραμμή του ορίζοντος, εκδόσεις Εστία, σσ. 75-78

Σχόλια