Γιατί να δουλεύουμε τόσες ώρες;

Δεν είναι κρίμα κι άδικο, έπειτα από τις τόσες τεχνολογικές κατακτήσεις, ο άνθρωπος να εξακολουθεί να εργάζεται καθημερινά οχτάωρο -και βάλε- και να μην μπορεί να τα βγάλει πέρα με τα διάφορα που προκύπτουν εις βάρος του;

Πόσες ώρες θα 'πρεπε να δουλεύει; Οχι πάνω από τέσσερις (και όχι βέβαια όπως το εννοεί η εργοδοσία των ημερών μας). Ποιος το λέει; Ο Μίκης Θεοδωράκης - κι όχι τώρα: πριν από είκοσι χρόνια. Κι έχει την επιχειρηματολογία του, που καλύπτει και το ερώτημα για τον ελεύθερο χρόνο.

Πρόκειται για το βιβλίο του με τίτλο «Αντιμανιφέστο», υπότιτλος «Για τις ανθρωπομονάδες», που κυκλοφόρησε το 1989 (εκδ. «Γνώσεις») - και μάλλον πέρασε απαρατήρητο.

Ας δούμε λοιπόν, μέρες ραστώνης που διανύουμε, πώς ο συνθέτης, συγγραφέας, πολιτικός και πολίτης Θεοδωράκης αντιμετωπίζει το άκρως ενδιαφέρον (και επίκαιρο) αυτό θέμα στο εν λόγω πόνημα.

Αχαρη ζωή...

Και ξεκινάω από μια εικόνα:

«Μπορούμε, νομίζω, να φανταστούμε τον μέσο πολίτη της Ευρώπης. Να τον δούμε την ώρα που ξεκινά για τη δουλειά του. Αλλος πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου, άλλος στο σταθμό του μετρό, ενώ κάποιος τρίτος μπαίνει στο ιδιωτικό του αυτοκίνητο. Γενικά είναι κουρασμένος από το πρωινό ξύπνημα, νυστάζει, το κεφάλι του είναι μουδιασμένο. Αυτός που οδηγεί, βάζει το ραδιόφωνο. Οποιο σταθμό κι αν ψάξει, θ' ακούσει περίπου την ίδια τυποποιημένη μουσική της εποχής. Τα ίδια διαφημιστικά σποτ. Το δελτίο καιρού ή τις πολιτικές ειδήσεις σε ρυθμό «χωρίς ανάσα» (...) Τι περνάει, αλήθεια, απ' το μυαλό αυτών των ανθρώπων που κατά κοπάδια κατευθύνονται στις δουλειές τους; Τίποτε! Εκτός από τον απόηχο από κάποιο νυχτερινό καβγά, κάποιο πρόβλημα (...) Το μυαλό είναι κουρασμένο, μουδιασμένο, τρομοκρατημένο μπροστά σε μια ακόμα μονότονη, άχαρη, κουραστική, χωρίς ενδιαφέρον, σε μια κυριολεκτικά χαμένη μέρα απ' τη ζωή τους».

Πάμε πιο κάτω:

«Αν αναλύσουμε σχολαστικά όλες τις περιπτώσεις, δηλαδή όλα τα επαγγέλματα, θα διαπιστώσουμε ότι όλο και περισσότερο λείπει η προσωπική ζωή, η οικογενειακή ζωή και η κοινωνική συναναστροφή, και, φυσικά, λείπει ο χρόνος για πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, για σωματική άσκηση, για περιπλάνηση μέσα στη φύση, ώστε τα μάτια του να δουν πράσινο και γαλάζιο».

Τετράωρο, το ιδεώδες

Και φτάνουμε στο «ζουμί»:

«Μερικοί πιστεύουν πως μέσα στις συνθήκες μιας σύγχρονης -προηγμένης τεχνολογικά- κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του φόρτου και των καταναγκασμών που δέχεται καθημερινά ο εργαζόμενος, ο ανώτατος χρόνος κοινωνικής εργασίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες. Πολλά τεστ έχουν αποδείξει ότι μετά τις τέσσερις ώρες συνεχούς εργασίας μειώνεται η δύναμη του εργαζόμενου. Στις υπόλοιπες τρεις και τέσσερις ώρες, η προσφορά του ισοδυναμεί με λιγότερο από μισή ώρα πραγματικής απασχόλησης».

Διαπίστωση:

«Ζούμε σε μια κοινωνία που ξανάφερε τη δουλεία από την πίσω πόρτα. Το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι σύγχρονοι δούλοι διαπληκτίζονται συχνά για να μπούνε στα δεσμά (διαφορετικά θα πέθαιναν από την πείνα), θα πρέπει νομίζω να μας κάνει να ντρεπόμαστε αντί να ρίχνουμε στάχτες πάνω στην ένοχή μας συνείδηση, όπως γίνεται σήμερα».

Και το επακόλουθο:

«Ετσι, η βιομηχανική κοινωνία δημιουργεί άδειους ανθρώπους. Οπότε οδηγούμαστε προς το θάνατο του πολιτισμού όπως τον γνωρίσαμε έως σήμερα. Ισως γι' αυτό το λόγο υπάρχουν μερικοί φιλόσοφοι που ισχυρίζονται ότι η Τέχνη θα πάψει να είναι απαραίτητη στον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν η Τέχνη είναι απαραίτητη στον άνθρωπο. Πάντως αν δεν γίνουν ριζικές αναθεωρήσεις, αλλαγές στην οργάνωση της ζωής μας, είναι βέβαιο ότι η Τέχνη δεν θα έχει λόγο ύπαρξης. Γιατί η Τέχνη προϋποθέτει διάλογο. Ο διάλογος εκπορεύεται από την ανάγκη του δημιουργού να εκφραστεί με αισθητικά μέσα καθώς και την ανάγκη του λαού να αποδεχθεί αυτές τις αισθητικές προτάσεις σαν τροφή του ψυχικού και πνευματικού του κόσμου. Οταν όμως αυτός ο κόσμος πάψει να υπάρχει, θα σταματήσει παράλληλα και η αναγκαιότητα μιας τέτοιας επικοινωνίας».

Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος κατακτά το τετράωρο:

«Θα προκύψει αμέσως το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου που, όπως είδαμε, είναι το μόνο πράγμα που δεν διδάσκεται στα σύγχρονα σχολεία. Για να είναι όχι απλά ωφέλιμος αλλά ακόμα και καταναλώσιμος ο ελεύθερος χρόνος, πρέπει να λυτρωθούμε από την άρρωστη συνείδηση που τρέφεται με κίβδηλες, αντί για ανθρώπινες, πνευματικές αξίες. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, γι' αυτό ένα μοντέλο ανθρωποκεντρικής παιδείας. Καθώς και μια νέα πολιτική κουλτούρας. Οχι κουλτούρα πολέμου, κουλτούρα βίας, κουλτούρα επιβολής και εκμετάλλευσης, αλλά κουλτούρα ειρήνης, κουλτούρα ανθρωπισμού, ποτισμένου με τα νερά των πηγών της Φιλοσοφίας, της Επιστήμης και της Τέχνης». *
Ετσι & Αλλιώς

Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πτώση της χούντας, και ας μη σταθώ ξανά στο ερώτημα ποιοι της αντιστάθηκαν.

Γιατί όταν τέθηκε τότε (κι από το περιοδικό «Τετράδιο», που βγάζαμε μια παρέα συναδέλφων), δεν βρέθηκε άκρη. Γιατί από παντού έβγαινε ότι οι πάντες ήταν αντιστασιακοί. Αλλά αν συνέβαινε αυτό, δεν θα χρειαζόταν η θυσία της Κύπρου για να πέσει η χούντα.

***

Γεγονός είναι ότι από το 1974 και δώθε απολαμβάνουμε μια δημοκρατία που περιστασιακά είχαμε γευτεί στο παρελθόν. Γιατί ναι μεν εδώ γεννήθηκε η δημοκρατία, αλλά και εδώ είναι που πολλάκις δοκιμάστηκε. Και ίσως γι' αυτό ο καθένας πράττει όπως την αντιλαμβάνεται. Εξ ου και ο μελαγχολικός σκεπτικισμός για την αποκοτιά του Ελληνα, που, όντας καταπιεσμένος, αγωνίζεται για το καλύτερο, και όντας ελεύθερος επιλέγει και βολεύεται συχνά με το χειρότερο.

Το συμμάζεμα της προεδρικής εκδήλωσης για την αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν έπληξε (ίσως και από λάθος) την ταπεινότητά μου. Ετσι το πρωί της περασμένης Παρασκευής βρέθηκα στο προεδρικό μέγαρο, εν μέσω αρκετών από αυτούς που πραγματικά αγωνίστηκαν. Ημέρα χαράς για την Ελλάδα και λύπης για την Κύπρο, είπα στον πρεσβευτή της Μεγαλονήσου Γιώργο Γιωργή. «Ημέρα χαρμολύπης», συνόψισε. Ολόσωστα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας επισήμανε ότι «οι δεξιώσεις και οι κοσμικότητες είναι ασυμβίβαστες προς το πνεύμα του αντιδικτατορικού αγώνα». Και του χρόνου - με τον ίδιο Πρόεδρο.

Ενόχλησε η απεικόνιση από τον Κώστα Γαβρά των ιστορικά αποδειγμένων καταστροφών που προκάλεσε ο θρησκευτικός φανατισμός σε αρχαίους ναούς και ο ακρωτηριασμός αγαλμάτων, και ζητήθηκε η αφαίρεσή της από το νέο Μουσείο Ακρόπολης. Και τους έγινε η χάρη. Μόνο οι ανομίες των άλλων είναι κολάσιμες.

ΣΗΜ. (Για τους καλλιτέχνες που - στερνή μου γνώση- συμμετέχουν στην έκθεση «Τέχνη και Δημοκρατία»): Οταν μας το ζητάνε ρωτάμε δυο πράγματα: α) Για ποιο σκοπό είναι και β) Ποιοι άλλοι είναι στην παρέα.
ghionis@enet.gr

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=68919

Σχόλια