Η εκλαΐκευση της Βυζαντινής Ιστορίας και ο γλαφυρός βρετανός αφηγητής

ΑΛΕΞΗΣ Γ. Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2000



Πριν από δυόμισι περίπου μήνες, στην κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού», στην Αθήνα, έδωσε διάλεξη με θέμα «Τέχνη και αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο» ένας από τους πιο δημόσια προβαλλόμενους τα τελευταία χρόνια βρετανούς συγγραφείς, ο πρώην διπλωμάτης Λόρδος Τζον Τζούλιους Νόριτς (και όχι «Νόργουιτς», όπως εσφαλμένα προφέρεται κατά κόρον το όνομά του: «Norwich»). Ο ελληνικός Τύπος έδωσε ιδιαίτερη προβολή στο γεγονός (μεταξύ άλλων «Το Βήμα της Κυριακής» της 7-11-99, η «Καθημερινή της Κυριακής» της 21-11-99 και η «Ελευθεροτυπία» της 27-11-99), σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις ο Νόριτς διαφημίστηκε ως ένας από τους εγκριτότερους βυζαντινολόγους, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν παύει να τονίζει σε αλλεπάλληλες συνεντεύξεις του (αλλά και σε προλόγους των βιβλίων του) ότι δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός, αλλά αυτοδίδακτος. Οτι δεν έχει ποτέ μελετήσει επισταμένως τις πρωτότυπες ελληνικές πηγές και ότι δεν έχει ποτέ του γράψει κάποια εξειδικευμένη βυζαντινολογική μελέτη. Αντίθετα, τονίζει συχνά ο Νόριτς, βασίζεται μόνο στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία (σε βοηθήματα), γραμμένη στις νεότερες γλώσσες που μπορεί να διαβάσει ­ και μάλιστα μόνο σε νεότερες μονογραφίες ή άλλες αυτοτελείς εκδόσεις.
Παρ' όλα αυτά ο Νόριτς μέσα στην τελευταία δωδεκαετία επιχείρησε το ηράκλειο έργο συγγραφής της αναλυτικής ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καλύπτοντας εντεκάμισι περίπου αιώνων γεγονότα. Δύο ογκώδεις τόμοι της προσπάθειας αυτής κυκλοφόρησαν πρόσφατα (στα τέλη του 1999) σε ελληνική μετάφραση και, μαζί με τους δύο προηγούμενους (1996, 1997), έχουν πάρει επίζηλη θέση στη σχετική με το θέμα βιβλιοκίνηση. Την αφήγησή του ο Λόρδος Νόριτς «ξεδιπλώνει» σε έναν τρίτομο «ογκόλιθο», που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά καλύπτοντας ούτε λίγο ούτε πολύ περί τις 1.500 σελίδες1, καθώς επίσης και σε μια επίτομη επισκόπηση της ίδιας περιόδου, που επίσης κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση πρόσφατα και εκτείνεται σε 600 σελίδες2.
Εχουμε δηλαδή ένα εντυπωσιακό σύνολο 2.100 περίπου σελίδων πυκνής αφήγησης βυζαντινής ιστορίας από έναν συγγραφέα ο οποίος ομολογεί ότι δεν γνωρίζει επαρκώς τα ελληνικά, για να διαβάσει τις πηγές στο πρωτότυπο, αλλά ο οποίος τελικά παρασύρεται σε «φρενήρη» λογοτεχνικό οίστρο, με εκτενείς και λεπτομερειακές περιγραφές των ποικίλων και αλλεπάλληλων γεγονότων που στοιχειοθετούν το απέραντο μωσαϊκό της βυζαντινής ιστορίας.
Διαβάζοντας το ογκώδες αυτό έργο (ιδιαίτερα την τριλογία, με τη φροντισμένη μετάφραση και επιμέλεια του Ευγένιου Πιερρή), αναπόφευκτα έρχεται στον νου μας ένα βασικό ερώτημα: Ποιος προσφέρει περισσότερα, ποιος είναι άραγε πλησιέστερα στην αλήθεια: ο «ερασιτέχνης» εκλαϊκευτής-χρονογράφος, που, παρά τα διάφορα κενά, ολισθήματα και εσφαλμένες εκτιμήσεις του, «μεταγγίζει» ­ ή καλύτερα «διαμετακομίζει» ­ στο ευρύτερο κοινό έναν πλούσιο αμητό γνώσεων; Ή ο απομονωμένος «επαγγελματίας» ιστορικός ερευνητής, που αναλώνεται σε ανθυπολεπτομέρειες υποσημειώσεων, επιμένοντας στο «μερικό» σε βάρος του όλου, της σύνθεσης, της ενότητας, κρατώντας παράλληλα με ζηλότυπο, θα έλεγε κανείς, τρόπο μακριά από το ευρύτερο κοινό τα πορίσματα των ανακαλύψεών του; Γιατί με ποιο τρόπο θα γίνουν κοινωνοί οι άνθρωποι των ανακαλύψεων αυτών; Πώς θα επιτευχθεί μια «μέθεξη» ως προς μια «ανακάλυψη» περιορισμένης ως επί το πλείστον σημασίας;
Μήπως θα έπρεπε ο ειδικός αυτός ερευνητής (που συνήθως αναλώνεται σε υποτιμητικά σχόλια για τους μη ειδικούς, τους «ιστοριοδίφες») βγαίνοντας ενίοτε από το «κουκούλι» του να προχωρά θαρραλέα, με την προνομιακή θέση που του εξασφαλίζουν οι ειδικές του γνώσεις, σε εκλαϊκευτικότερες συνθέσεις των πορισμάτων του, απευθυνόμενος στον αενάως «διψώντα» μέσο αναγνώστη; Σίγουρα μια τέτοια προσφορά θα ήταν θεμελιακής σημασίας για την πληρέστερη, την πιο τεκμηριωμένη πληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού, χωρίς από την άλλη πλευρά να γίνεται τροχοπέδη στις περισπούδαστες εξειδικευμένες μελέτες του, που στην καλύτερη περίπτωση, εκτός από τον τυπογράφο (ή τον διορθωτή) θα τις διαβάσουν ελάχιστοι ειδικοί. Με «ιδιωτική» όμως ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα σε ειδικούς, χωρίς την απαραίτητη «μεταλαμπάδευση» της γνώσης, δεν επιτυγχάνεται ο βασικός στόχος που θα έπρεπε να υπηρετεί η επιστήμη.
Είναι αλήθεια ότι το έργο του Νόριτς για το Βυζάντιο δεν έγινε ευμενώς δεκτό, τουλάχιστον από την επίσημη βυζαντινολογική κριτική η οποία μάλλον το αγνόησε, ενώ διαφορετική τύχη είχαν τα παλαιότερα συγγράμματά του περί Νορμανδών3 και περί της ιστορίας της Βενετίας4. Πράγματι, ιδιαίτερα στην τριλογία, οι βιβλιογραφίες του πάσχουν από σοβαρές ελλείψεις (δεν αναφέρεται ούτε ένα έργο στα ελληνικά, ενώ και η ρωσική βιβλιογραφία απουσιάζει και αυτή παντελώς ­ παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας μας έχει σπουδάσει ρωσικά). Επιπλέον, η αλληλουχία των κεφαλαίων στους τρεις αυτούς τόμους παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη διασύνδεση χρονολογιών και περιεχομένων γεγονότων, ενώ ακόμη ορισμένες βασικές έννοιες και όροι παραμένουν ασχολίαστα (μειονέκτημα, πάντως, που στη φροντισμένη ελληνική έκδοση διορθώνεται με τις ενημερωμένες σημειώσεις του επιμελητή). Παρόμοια προβλήματα επίσης συναντά κανείς και στην επίτομη σύνοψη, που καλύπτει όλη την περίοδο ως το 1453 μ.Χ., αυτό όμως δεν δικαιολογεί απόλυτα ορισμένες καταδικαστικές ρήσεις ειδικών (όπως λ.χ. του Ουώλτερ Καίγκι), ότι το έργο του Νόριτς δεν έχει καμιά ουσιαστική προσφορά στη βιβλιογραφία.
Ο Νόριτς παρουσιάζει στοιχεία συγγραφικής γλαφυρότητας παραπλήσια εκείνων των διάσημων βρετανών βυζαντινολόγων Σερ Στήβεν Ράνσιμαν (γενν. 1903), Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (1914-1997) και Ντόναλντ Νίκολ (γενν. 1923), των οποίων διάφορα βιβλία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, γραμμένα γλαφυρά και διαβαζόμενα με άνεση από τον μέσο αναγνώστη. Αλλά ο Νόριτς δεν είναι ούτε Ράνσιμαν (που είχε την τύχη να μαθητεύσει κοντά στον ουσιαστικό ιδρυτή της βρετανικής βυζαντινολογίας Τζων Μπ. Μπιούρυ) ούτε, βέβαια, Μπράουνινγκ ή Νίκολ, που θεωρούνται οι κοντινότεροι στο απαράμιλλο συγγραφικό «στυλ» του Ράνσιμαν. Επίσης, παρά τα θετικά του στοιχεία, το γράψιμο του Νόριτς υστερεί σε σύγκριση με δύο ακόμη παλαιά «ιερά τέρατα» της βρετανικής βυζαντινολογίας, τον μεγάλο Αρνολντ Τόυνμπη (1889-1975), που λίγο πριν από τον θάνατό του συνέθεσε μια επική μονογραφία για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο και την εποχή του (1973) και τον Ρόμιλλυ Τζένκινς (1907-1969), συγγραφέα ενός γλαφυρού εγχειριδίου βυζαντινής ιστορίας (για την περίοδο 610-1071 μ.Χ.), για το ευρύ κοινό (1966). Παρ' όλα αυτά, πάντως, το έργο του Νόριτς έχει τη σημασία του και, όπως τόνισε ο πρόσφατα χαμένος μεγάλος έλληνας βυζαντινολόγος Ιωάννης Καραγιαννόπουλος (1922-2000), «βιβλία όπως αυτά του Νόριτς, που φέρνουν ιστορικές αλήθειες με ευληπτότερο τρόπο στο ευρύ κοινό, πρέπει να τα χαιρετίζει ο καθένας μας και να τα συνιστά. Προπαντός, διότι μπορούν να αποτελέσουν αφορμή και ευκαιρία να εγκύψει κανείς περισσότερο στη μακραίωνη ιστορία και στον πολιτισμό του Βυζαντίου».
Το έργο και η προσφορά των εκλαϊκευτών της βυζαντινής ιστορίας, λοιπόν, έχουν τη σημασία τους. Και στον τομέα αυτόν ο Νόριτς (ο πρώην διπλωμάτης με τις οξφορδιανές σπουδές στα γαλλικά και ρωσικά) είναι ασφαλώς ένας από τους καλύτερους του είδους. Ανταμοιβή του, το «αγκάλιασμα» των βιβλίων του από έναν αποφασιστικό κριτή, τον «φιλίστορα αναγνώστη».
Σημειώσεις
1. Από τις εκδόσεις Intered (Αθήνα): Α': Βυζάντιο, οι πρώτοι αιώνες (1996). Β': Βυζάντιο, το απόγειο (1997) και Γ': Βυζάντιο, παρακμή και πτώση (1999). Μετάφραση - επιμέλεια - σημειώσεις Ευγένιος Πιερρής. Καλύπτονται αντίστοιχα οι περίοδοι 306-800, 800-1071 και 1071-1453 μ.Χ.
2. Από τις εκδόσεις Γκοβόστη (Αθήνα): Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου (1999). Μετάφραση Δ. Κωστελένος.
3. The Normans in Sicily, Λονδίνο, 1992.
4. Από τις εκδόσεις Φόρμιγξ (Αθήνα): Ιστορία της Βενετίας (1993). Μετάφραση Δ. Παπαγεωργίου.
Ο κ. Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης είναι επίκουρος καθηγητής Ερευνών Βυζαντινής Ιστορίας στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (Αθήνα).

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=119506&ct=114

Σχόλια