Bãmâ: μια ελληνική λέξη στα εβραϊκά!!!

Ἐτυμολογία ἐστίν,

ἡ τῆς δυνάμεως τοῦ ὀνόματος ὀρθότης,

ἐξ αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος ἑρμηνευομένη.

Ex Anastasio montis Sinae monacho

Μερίδα επιστημόνων ανά την υφήλιο ισχυρίζεται στηριζόμενη στα γραπτά του Ηροδότου ότι το ελληνικό αλφάβητο είναι δάνειο των Φοινίκων και όχι ελληνική επινόησις. Στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθώ με τον πυρήνα του θέματος, που έχει άλλως τε κινητοποιήσει πληθώρα συγγραφέων, αλλά θα προσπαθήσω μέσω μιας ετυμολογικής αναζήτησης να δείξω την υπάρχουσα σχέση μεταξύ της ελληνικής γλώσσης και της γλώσσης που ομιλούσαν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης προ της κατακτήσεώς της από τους Ισραηλίτες του Ιησού του Ναυή, όπως αυτή διασώζεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο άξονας πάνω στον οποίο θα ολισθήσω είναι οι λέξεις bãmâ και βωμός.

Στην Παλαιά Διαθήκη λοιπόν γίνεται πολλάκις αναφορά σε τόπους ιερούς και χώρους λατρείας. Αυτοί αναφέρονται με διάφορους χαρακτηρισμούς αναλόγως της περιστάσεως γύρω από την οποία γίνεται λόγος. Κάποιες από αυτές τις λεκτικές εκφορές των ιερών χώρων λατρείας είναι βαμά[1], αβαμά[2], βωμός[3], θυσιαστήριον[4], στήλη[5], υψηλόν[6], βουνός[7], άλσος[8] κτλ. Όλες αυτές αποτελούν μετάφραση από τους Ο’ της εβραϊκής λέξεως bãmâ( bãmôt στον πληθυντικό), η οποία είναι από τις ελάχιστες που εμφανίζονται τόσο συχνά στο κείμενο της Βίβλου και προσδιορίζει τις ποικίλες και πολύπλοκες λατρευτικές εγκαταστάσεις σε ολόκληρη την Παλαιστίνη. Στην Π.Δ. η λέξη σημαίνει κάποιο υπαίθριο ιερό, ευρισκόμενο συνήθως σε ύψωμα ή και σε κορυφή λόφου ή βουνού, μέσα εις το οποίο ετελούντο διάφορες λατρευτικές πράξεις.[9] Το βαμά αποδίδεται στην αγγλική μετάφραση της Π.Δ. ως high place, το οποίο προέρχεται από μετάφραση του λατινικού όρου excelsus[10].

Το βαμά συναντάται και εκτός του κειμένου της Π.Δ. και πιο συγκεκριμένα στις πινακίδες της αρχαίας Ουγαρίτ έχοντας την σημασία της κορυφής ή του ύψους. Η σημασιολογική έννοια, λοιπόν, του όρου βαμά είναι ο λατρευτικός ιερός χώρος που ευρίσκεται σε υψηλό σημείο.

Στη γλώσσα μας η λέξη βωμός δήλωνε υπερυψωμένο μέρος σε χώρους, όπως ιερά και ναούς, εις τους οποίους ετελούντο θυσίες προς τιμήν των θεών και των ηρώων. Μεταγενέστερα έλαβε τη σημασία του τάφου, μνημείου, τύμβου(λατινιστί tumulus, ήτοι λόφος που κρύβει στα έγκατά του τάφους[11]), λόφου ή βουνού, ενώ στην εκκλησιαστική ορολογία χρησιμοποιήθηκε ο όρος θυσιαστήριον[12]. Ετυμολογικώς προέρχεται από το ρήμα βαίνω και από τη ρίζα βα, εκ της οποίας προέρχονται επίσης οι λέξεις βαθμίς, βήμα, βάσις, βάθρον. [13] Αυτή τη μορφή έχουν οι λέξεις στην Ιωνική και την Αττική διάλεκτο, αλλά στην Δωρική το τρέπεται σε . Έτσι οι λέξεις αυτές μετατράπηκαν από βῆμα σε βᾶμα και από σχῆμα σε σχᾶμα[14]. Πέρα από την καθαρώς θρησκευτική σημασία τους, οι λέξεις αυτές εμπεριέχουν και την έννοια του ύψους: «πᾶν ὕψωμα, ἐφ’ οὗ τίθεται ἄλλο τι ἤ εἰς ὅ ἀναβαίνει τις»[15] και «κτίσμα τι ἀπλῶς καί ἀνάστημα ἐφ’ οὗ ἐστι βῆναι τι καί τεθῆναι»[16].

Στον Όμηρο η λέξις βωμός αναφέρεται κατά κανόνα σε ύψωμα ή κτίσμα στο οποίο ετελούντο θυσίες. Επί παραδείγματι: «ἡμεῖς δ’ ἀμφί περί κρήνην ἱερούς κατά βωμούς ἕρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας[17]» και «πολλά δέ μηρία κῆε θεῶν ἱεροῖς ἐπί βωμοῖς, πολλά δ’ ἀγάλματ’ ἀνῆψεν[18]». Αξίζει να αναφερθεί ότι σε δυο περιπτώσεις ο βωμός χρωματίζεται με διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Στο Θ’ της Ιλιάδος διαβάζουμε: «ἅρματα δ’ ἄμ βωμοῖσι τίθει, κατά λῖτα πετάσσας[19]». Εδώ η λέξις σημαίνει τη βάση πάνω στην οποία τοποθετείτο άρμα, όταν αυτό δεν χρησιμοποιείτο. Ενώ στο η’ της Οδύσσειας, «χρύσειοι δ’ ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπί βωμῶν ἕστασαν αἰθομένας δαΐδας μετά χερσίν ἔχοντες, φαίνοντες νύκτας κατά δώματα δαιτυμόνεσσι[20]», παρατηρούμε ότι αναφέρεται ο βωμός ως βάσις αγάλματος που χρησιμοποιείτο για το φωτισμό της αίθουσας συνεστιάσεων. Από τα ανωτέρω χωρία μας δημιουργείται η σκέψη ότι ο όρος βωμός κατέληξε να σημαίνει θυσιαστήριο, επειδή ακριβώς αναφέρεται σε υπερυψωμένες κατασκευές προορισμένες για σκοπούς σχετικούς με θρησκευτικού χαρακτήρα πράξεις.

Στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς η λέξις βωμός χρησιμοποιείτο για να προσδιορίσει το αντικείμενο πάνω στο οποίο προσφερόταν η θυσία, όχι μόνο στο κατασκεύασμα αυτό καθ’ αυτό, αλλά και στην εν γένει περιοχή της τελέσεως των θυσιών. Με αυτή τη σημασία τη συναντάμε τρις στον Αισχύλο: στις Ευμενίδες, «καί ζῶν με δαίσεις οὐδέ πρός βωμῷ σφαγείς° ὕμνον δ’ ακούσῃ τόνδε δέσμιον σέθεν[21]», στις Ικέτιδες, «ἔστι δέ κἀκ πολέμου τειρομένοις βωμός ἀρῆς φυγάσιν ῥῦμα, δαιμόνων σέβας[22]» και στους Χοηφόρους, «οὐ φιλοσπόνδου λιβός, βωμῶν τ’ ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρός μῆνιν[23]». Η λέξις βωμός σήμαινε επίσης και τάφος[24], τέμενος[25]. Με τη λατρευτική αυτή σημασία η λέξη συναντάται και στην Καινή Διαθήκη[26].

Πως όμως είναι δυνατόν να έχουν τέτοια σημασιολογική συγγένεια οι όροι βωμός και βαμά;

· Κατ’ αρχήν μεταξύ των δυο λέξεων υπάρχει στενή λεξικογραφική συγγένεια, αφού και οι δυο έχουν τη μια και αυτή ρίζα (βα>ba) του ελληνικού ρήματος βαίνω, όπως αυτή διατηρήθηκε στην Ιωνική και Αττική διάλεκτο[27].

· Και οι δυο αυτοί όροι έχουν λατρευτική σημασία, ήτοι το υπερυψωμένο κατασκεύασμα προς τέλεσιν θυσιών.

· Στην Παλαιά Διαθήκη ο όρος βαμά ταυτίζεται προς τα ειδωλολατρικά ιερά που ευρίσκοντο στην Παλαιστίνη προ της κατακτήσεως της από τον Ιησού του Ναυή. Κάνουμε λοιπόν εύκολα τη σκέψη ότι η λέξη αυτή δεν είναι εβραϊκή κι ότι οι Εβραίοι την εγκολπώθηκαν όταν εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη και ήλθαν σε επαφή με τους εγχώριους λαούς και τη θρησκεία τους.

· Κέντρο του πολιτισμού της Μεσογείου τη δεύτερη προ Χριστού χιλιετία ήτο η Κρήτη. Η Κρήτη στήριζε την εξουσία της στη ναυτική της δύναμη. Αυτήν την υπόθεση την στηρίζουμε στην έλλειψη τειχών στα παράλια ανάκτορά της(πράγμα που σημαίνει ότι αισθάνονταν απολύτως προφυλαγμένοι από επιδρομές υπερπόντιων εισβολέων), αλλά και στα πάμπολλα κρητικά-μινωικά αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου εκείνης που έχουν ανευρεθή εκτός της νήσου, όπως επί παραδείγματι στην Αίγυπτο. Ο Θουκυδίδης μας βεβαιώνει άλλως τε για τη ναυτική υπεροχή των Κρητών.[28]Ανάμεσα στο 1750 και στο 1450 π.Χ. αναπτύχθηκε εκεί η συλλαβική γραφή «Γραμμική Α», η οποία στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. παραχώρησε τη θέση της στη «Γραμμική Β», που είναι αποδεδειγμένα γλώσσα ελληνική[29]. «Η επικοινωνία μεταξύ του ελληνικού και συροπαλαιστινιακού κόσμου ήδη από την εποχή του Ομήρου, αλλά και παλαιότερα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.[30]»

Έχουμε λοιπόν δυο λέξεις, την εβραϊκή βαμά και την ελληνική βωμός, οι οποίες έχουν κοινή σημασία (ιερό υπερυψωμένο χώρο προς τέλεσιν θυσιών) και κοινή ρίζα βα του ρήματος βαίνω. Στην Παλαιά Διαθήκη και στις πινακίδες της αρχαίας Ουγαρίτ η λέξις βαμά χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα ειδωλολατρικά ιερά που προϋπήρχαν στην Παλαιστίνη προ της εγκαταστάσεως των ισραηλιτών εκεί. Η Κρήτη τα χρόνια εκείνα είναι μια τεράστια ναυτική δύναμη και οι έμποροί της πλέουν προς κάθε κατεύθυνση. Υποθέτουμε λοιπόν ότι θα ήλθαν σε επαφή με τους κατοικούντας, εις τα παράλια τουλάχιστον, της Συροπαλαιστίνης και ότι μαζί με τα εμπορεύματά τους θα «μετέφεραν» και τα ήθη κι έθιμά τους, αναπόσπαστο κομμάτι των οποίων αποτελεί η θρησκεία τους, η οποία εκφράζεται στη μητρική τους γλώσσα. Γνωρίζουμε την ελληνικότητα της «Γραμμικής Β», που απαντάται στην Κρήτη ως η διάδοχος γραφή της «Γραμμικής Α», η οποία ακόμη δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικώς αν είναι ελληνική γραφή ή όχι. Παρά ταύτα, υποστηρίζουμε ότι οι Κρήτες μετέφεραν την ελληνική λέξη βωμός στην Παλαιστίνη, αφού οι ίδιοι ήταν φορείς της ελληνικής γλώσσης, είτε με την απλή επαφή με τους γηγενείς είτε με την μόνιμη εγκατάστασή τους εκεί. Τα ιερά λοιπόν που απαντώνται εις όλη την περιοχή ονοματίζονται, άγνωστο το πότε και υπό ποίες συνθήκες, από την κρητική-ελληνική λέξη βωμός. Κατά την εγκατάστασή τους σε αυτά τα εδάφη οι ισραηλίτες ενσωμάτωσαν στον γλωσσικό τους ιστό τη λέξη αυτή ως βαμά για να δηλώνουν τα ιερά που δεν ήταν αφιερωμένο στον Ένα και αληθινό Θεό, στον οποίον πίστευαν. Μέσα από αυτή τη συλλογιστική πορεία λοιπόν φαίνεται απίθανη η πολιτιστική κίνηση από τους Φοίνικες προς τους Έλληνες κι αναδεικνύεται ότι μάλλον τα πράγματα λειτούργησαν προς την αντίθετη από την προβαλλόμενη φορά: από την ελληνική Κρήτη προς την Παλαιστίνη!

Παναγιώτης Φούκας



[1] TLG , Septuaginta, Reg1 9.12.3, 9.13.3, 9.14.3, 9.19.2, 9.25.1, 10.5.5, 11.8.2, Para1 16.39.2, 21.29.3, Para2 1.13.2

[2] TLG, Septuaginta, Ezekiel 20.29.2, 20.29.3

[3] TLG, Septuaginta, Is 15.2.2, Jer 7.32.2

[4] TLG, Septuaginta, πολλάκις στα: Genesis, Exodus, Levitikon, Numeri, Deuteronomion κτλ.

[5] TLG, Septuaginta, Num 22.41.2 και αλλού

[6] TLG, Septuaginta, Reg3 11.5.2 και αλλού

[7] TLG, Septuaginta, Genesis 31.6 και εξής

[8] TLG, Septuaginta, Reg3 16.33.1 και αλλού

[9] Νικολάου Π. Ολυμπίου, Το bãmâ ως χώρος λατρείας στο αρχαίο Ισραήλ, φιλολογικο-κριτική μελέτη, Αθήναι 1991, σ. 22

[10] υψηλόν

[11] Θ. Μοσχόπουλου, Λατινοελληνικό Λεξικό, εκδ. Πελεκάνος, χ.τ., χ.χ., σ. 485

[12] Liddell and Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τόμος 1ος, Αθήναι 1901, σ.513

και Ι. Σταματάκου, Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1972, σ. 223

[13] R. J. Cunliffe, A Lexicon of the Homeric Dialect, University of Oklahoma Press 19632 , σ.74 : «something to or on which one mounts».

[14] Thomas Gaisford S.T.P., Etymologicon Magnum Lexicon, χ.τ., εκδόσεις «Πελεκάνος», χ.χ., σ. 196: «Παρά τό β, τό βαίνω. Τό δέ βᾶμα καί σχᾶμα κατά τήν Δωριέων φωνήν εἴρηται ἀντί τοῦ βῆμα καί σχῆμα

[15] Α. Σακελλαρίου, Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Κατά το Ελληνικόν Λεξικόν του Γ. Παπέ τη συμπράξει πολλών λογίων συνταχθέν και συμπληρωθέν εκ των Ελληνικών Λεξικών Ερ. Στεφάνου και Φραγ. Πασσόβ, Εν Αθήναις 18874 , σ. 745

[16] H. Stephanus, Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσης, vol. II, Graz 1954, σ. 472

[17]Ομήρου Ιλιάς Β’ 305

[18] Ομήρου Οδύσσεια γ’ 273

[19] Ομήρου Ιλιάς Θ’ 441

[20] Ομήρου Οδύσσεια η’ 100

[21] Αισχύλου, Ευμενίδες 305-306

[22] Αισχύλου, Ικέτιδες 83-85

[23] Αισχύλου, Χοηφόροι 292-294

[24] H. Stephanus, Θησαυρός 473: «σημαίνει δέ ἡ λέξις (βωμός) καί τάφον, οἷον βωμός παρά πωμός τις ὤν, ὅ πῶμα ὄν καί σκέπασμα τοῦ νεκροῦ».

[25] Ησιόδου, Ασπίς 70-71: «πᾶν δέ ἄλσος καί βωμός Ἀπόλλωνος Παγασαίου λάμπειν ὑπαί δεινοῖο θεοῦ τευχέων τε καί αὐτοῦ».

[26] Πράξεις Αποστόλων 17, 23: «διερχόμενος γάρ καί ἀναθεωρῶν τά σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καί βωμόν ἐν ῷ ἐπεγέγραπτο° ἀγνώστῳ θεῷ»

[27] Νικολάου Π. Ολυμπίου, Το Βαμά ως χώρος λατρείας στο αρχαίο Ισραήλ, φιλολογικο-κριτική μελέτη, Αθήναι 1991, σ. 69

[28] Θουκυδίδου, ΙΣΤΟΡΙΩΝ Α, 4, 12-18

[29] E. Vermeule, Ελλάς, Εποχή του Χαλκού, Αθήνα 1983, σ. 257

[30] Ο.π. σ. 70

Σχόλια