Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

ΒΥΖΑΝΤΙΟ: Πίστη Χριστιανική, Παιδεία ἑλληνική, Πολιτική ἰδεολογία ρωμαϊκή/οἰκουμενική

Μάϊος. Ὁ μῆνας κατά τόν ὅποίο ἡ φύσις δεικνύει τό πιό ὄμορφο πρόσωπό της. Ὁ μῆνας πού προμηνύει τήν ἕλευση τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὁ μῆνας ὁρόσημο μιάς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας… 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. ἔλαβαν χῶρα τά ἐγκαίνια τῆς Νέας Ρώμης, 29 Μαΐου τοῦ 1453 μ.Χ. ἔχασε τόν ρόλο της ὡς βασιλίδα τῆς ἀνά τόν κόσμο χριστιανοσύνης.[1]

Ἀνατολικό Ρωμαϊκό Κράτος στήν ἀρχή, Ρωμανία στήν συνέχεια καί Βυζάντιο τελικῶς από τόν Wolff πολύ ἀργότερα.[2] Ὅπως καί νά τήν ὀνομάσῃς, αὐτή ἡ αὐτοκρατορία γιά περίπου χίλια ἔτη ὑπῆρξε στό κέντρο τῶν ἐξελίξεων. Μέ ἄξονα τήν ρωμαϊκή πολιτική θεωρία, τόν ἑλληνικό πολιτισμό[3] καί τή χριστιανική πίστη[4] ἐπορεύθη αὐτά τά χίλια χρόνια, τά πλεῖστα ἐκ τῶν ὁποίων ὡς κοσμοκράτειρα δύναμις.

Χριστιανισμός, ὅπως αὐτός διεμορφώθει από τίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῶν ἐτῶν 325 μ.Χ., 381, 431, 451, 553, 681 κτλ.,[5] λειτούργησε ὡς ὁ συνεκτικός δεσμός πού συνένωσε τά ἑτερογενή ἐθνικά φύλα τῆς αὐτοκρατορίας καί ἡ Ἰδέα τῆς Οἰκουμενικότητός της[6] καθώρισε τή θέση της ἀπέναντι στόν ὑπόλοιπο κόσμο. Ἐν ἀντιθέσει πρός τά σημερινά «ἐθνικά» κράτη,[7] τό Βυζάντιο/ Ρωμανία δύναται περισσότερον νά παραλληλισθῇ μέ τίς Η.Π.Α., ὁπου οἱ διάφοροι λαοί συγκροτοῦν τό κράτος μέ συνεκτικό τους δεσμό τήν δυνατότητα γιά οἰκονομική εὐημερία. Στό Βυζάντιο/ Ρωμανία βεβαίως ὁ Χριστιανισμός, καί πιό συγκεκριμμένα ἡ Ὀρθοδοξία, διεδραμάτισε ἕναν πολύ πιό σύνθετο καί πιό ουσιαστικό ρόλο.

Τό Βυζάντιο/ Ρωμανία ἐπαρουσιάσθη ὑπό πολλῶν εἴτε λόγῳ μισαλλοδοξίας εἴτε λόγῳ ἀγνοίας ὡς ἑνα θεοκρατικό κράτος[8] στό ὁποίο συνέβαιναν διαρκῶς δολοπλοκίες γύρω ἀπό τό θρόνο. Ὁ σκοπός τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ δέν εἶναι ν’ἀπαντῆσῃ σ’αὐτές τίς κατηγορίες. Ἄλλως τε ἡ σύγχρονη ἔξαρσις τῶν Βυζαντινῶν σπουδῶν ἀνά τον κόσμο ἀποδεικνύει τήν πολιτιστική παραγωγή τοῦ φαινομένου πού ὀνομάζουμε Βυζάντιο. Θά περιορισθῶ ν’ἀναφέρω ἀπλῶς ὅτι ἕνα ἀπό τά αἴτια τῆς Ἀναγεννήσεως ἐν τῇ Δύσει ἦτο αὐτή ἡ ἴδια ἡ πτῶσις τῆς Κων/πολεως στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν, ἡ ὁποῖα ὤθησε τούς πεπαιδευμένους Ρωμῃούς στή Δύση. Αὐτοί μεταλαμπάδευσαν ἐκεί καί τό ἀρχαίο ἑλληνικό πνεῦμα, τό ὁποίο εἴχε διασωθεῖ ἐπί αἰώνες στή ζωή τοῦ Βυζαντίου.[9]

Τό ἑλληνικό πνεῦμα, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἡρακλείου ἑδραιώνεται στήν καθημερινότητα τοῦ βίου τῆς αὐτοκρατορίας σέ σημείο πού αὐτή ν’ἀναφέρεται ὡς Ἑλληνική (Imperio Graecorum) σέ κάποιες μεταγενέστερες δυτικές πηγές. Ὁ ὁρος αὐτός (Γραικοί) βέβαια χρησιμοποιήθηκε ἀπό τους Δυτικούς γιά νά δηλῶσῃ τήν «αἱρετική ἀνατολή» καί νά ἐξυπηρετήσῃ τίς κατακτητικές βλέψεις τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων καί τῶν Παπῶν.[10]

Πολλοί ἀμφισβητοῦν τήν ἑλληνικότητα τοῦ Βυζαντίου/ Ρωμανίας. Σίγουρα δέν ἦτο ἀμιγῶς ἑλληνικό, ὁπως προγράψαμε. Εἴχε οἴκουμενική συνείδηση καί συνέχιζε τήν ρωμαϊκή ἰδέα περί μιάς καί μόνης «νομίμου» αὐτοκρατορίας. Ποιά ἦτο ὅμως ἡ λαϊκή της βάση πάνω στήν ὅποία στηρίχθηκε; Μά βέβαια ὁ Ἑλληνισμός. Ὅσο μάλιστα ἡ αὐτοκρατορία συρρικνωνόταν μέ τό πέρας τῶν αἰώνων τόσο αὐτή γινόταν ἑλληνικότερη.

Ἡ ἑλληνική παιδεία στόν βυζαντινό βίο μέσα ἀπό τά κείμενα

Τό corpus τῆς βυζαντινῆς γραμματείας εἶναι γεμάτο ἀπό παραδείγματα πού καταδεικνύουν τήν ἑλληνικότητα τοῦ λαοῦ της, ἁλλά καί τήν ἐπιβίωση τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος στόν καθημερινό βίο.[11]Οἱ συγγραφεις του κάνουν χρήση διδακτικῶν φράσεων τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πλουτάρχου, ἀλλά καί τοῦ Λουκιανοῦ, μιμητές τοῦ ὁποίου προσπάθησαν νά γίνουν πολλοί.[12]

Ἑνας ἐξ αὐτῶν εἶναι κι΄ὁ συγγραφέας τοῦ σατυρικοῦ διαλόγου Τιμαρίων ἤ περί τῶν κατ΄αὐτῶν παθημάτων, ἐπιφανής ἰατρός τοῦ 12ου αἰώνος.[13] Σέ αὐτό τόν σατυρικό διάλογο ὁ Τιμαρίων κατά τήν ἐπιστροφή του στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τά Δημήτρια τῆς Θεσσαλονίκης ἀρρωσταίνει καί λόγῳ «λάθους» τῶν ψυχοπομπῶν ὁδηγείται στον κάτω κόσμο. Ἡ ὑπόθεση εἶναι σαφῶς επηρεασμένη ἀπό τούς νεκρικούς διαλόγους τοῦ Λουκιανοῦ, ἀλλά καί ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Ὀδυσσέα στόν Αδη, στήν Ὀδύσσεια. Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ διαλόγου φαίνεται ἡ επίδρασις τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος. Ὁ φίλος τοῦ Τιμαρίωνα τόν ὑποδέχεται λέγοντας: «Τιμαρίων ὁ καλός». Ἡ ἴδια ἔκφραση χαιρετισμοῦ ἀπαντᾶται στόν Πλάτωνα, Ἱππίας Μείζων 218α: «Ἱππίας ὁ καλός τε καί σοφός…» καί στόν Λουκιανό: «Λεξιφάνης ὁ καλός μετά βιβλίου;»[14]. Λίγο παρακάτω τόν χαιρετίζει μέ τά λόγια τοῦ Ὁμήρου: «ἤλυθας, Τηλέμαχε, γλυκερόν φάος»[15]. Ἡ συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιούταν στό Βυζάντιο γιά τόν χαιρετισμό κάποιου πού ἐμφανιζόταν μετά ἀπό μακροχρόνια ἀπουσία. Στό I, IV τοῦ Τιμαρίωνος διαβάζουμε : «ἐξαύδα, μή κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω», στίχο δηλαδή από την Ιλιάδα.[16]Μέσα σε τρεις μόνον σειρές τοῦ σατυρικοῦ τοῦτου διαλόγου γίνεται χρήση ὁμηρικῶν λέξεων, φράσεων ἤ καί ὁλόκληρων στίχων. Σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ διαλόγου ἐμφανίζονται ἐκφράσεις ἀπό ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, μέ τόν συγγραφέα νά δείχνῃ ἰδιαίτερη προτίμηση στόν Λουκιανό, ἀλλά καί στόν Ὅμηρο. Παρελαύνουν ἐπίσης λέξεις καί φράσεις ἀπό τόν Πλάτωνα[17], τόν Ἀριστοτέλη[18], τόν Ξενοφώντα[19], τόν Διόδωρο Σικελιώτη[20], τόν Εὐριπίδη[21], τόν Σέξτο Ἐμπειρικό[22], τόν Ἡλιόδωρο[23], τόν Πλούταρχο[24], τόν Ἀθήναιο[25] καί ἄλλων πολλῶν πού ἡ περιορισμένη ἔκταση αὔτοῦ τοῦ ἄρθρου δέν εὐνοεῖ τήν καταγραφή τους.

Ἕνας συνήθης ἀντίλογος εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ Τιμαρίωνος ἦτο κάτοχος ὑψυλῆς παιδείας-ἴσως ἴατρός-καί ὡς ἐκ τουτου δέν ἀποτελεῖ τόν καλλίτερο ἐκπρόσωπο τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Ἀς δοῦμε λοιπόν κι’ἕνα ἄλλο σύγγραμα τοῦ 11ου αἰώνος, τό Στρατηγικόν τοῦ Κεκαυμένου[26]. Πρόκειται γιά ἕνα κείμενο παρακαταθήκη τοῦ πατέρα πρός τόν υἱό στό ὁποίο σκιαγραφείται ὁ καθημερινός βίος τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Ὁ συγγραφέας γράφει μέ ἀπλό, μή ἐπιτηδευμένο τρόπο, πλησιάζοντας τήν καθωμιλουμένη λαϊκή γλῶσσα. Οἱ ἀρχαίοι Ἕλληνες συγγραφείς κάνουν καί σ’αὐτό το κείμενο τήν ἐμφάνισή τους, ἀν καί οἱ περιπτώσεις στίς ὁποίες τούς χρησιμοποιεῖ εἶναι σαφῶς λιγότερες ἀπό τόν Τιμαρίωνα. Στο 15 τοῦ Στρατηγικοῦ διαβάζουμε: «Πλήν καί σύ το καθ’ἑαυτόν ποίει καί ἀγωνίζου καί μή καταπέσῃς» τό ὁποίο μᾶς παραπέμπει στό ἀρχαίο ρητό: «σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει.» Λίγο παρακάτω[27]: «Κόλαζε κρίνων, ἀλλά μή θυμούμενος», πού ἀποδίδεται στόν Δημώνακτα.[28]

Ὅταν ἡ ἑλληνική παιδεία ἀντιμετωπιζόταν μέ ἐπιφύλαξη ἀπό λαϊκούς καί θεολόγους[29], ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους, μητροπολίτης Εὐχαΐτων, ἔγραφε: «Εἴπερ τινάς βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου, Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιο μοι˙ ἄμφω γάρ εἰσι και λόγον καί τον τρόπον τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες, εἰ δ’ἠγνόησαν ὡς Θεός σύ τῶν ὅλων, ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον, δι΄ἥν ἅπαντας δωρεάν σώζειν θέλεις».[30]

Ἕνα παράδειγμα ἐξελίξεως καί ἀναπτύξεως τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ἦτο καί ὁ Μιχαήλ Ψελλός, ὁ ὕπατος τῶν φιλοσόφων ἐν τῷ Πανδιδακτηρίῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Παρ’ὅτι ὁ ρόλος του στήν πολιτική σκηνή τῆς αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε καταστροφικῶς[31]καί οἱ κατηγορίες ἐναντίον του γιά χρήση τοῦ διαλεκτικοῦ συλλογισμοῦ σέ θέματα πίστεως[32] τόν καθιστοῦν ἀμφιλεγόμενη προσωπικότητα, τά κείμενά του καταδεικνύουν βαθύτατη γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί φιλοσοφίας. Ὁ ἴδιος γράφει γιά τά ἑλληνικά μαθήματα: «Ταῦτα διηριθμησάμην, ὁμοῦ μέν ὑμᾶς εἰς πολυμάθειαν ἄγων, ὁμοῦ δέ καί ταῖς ἑλληνικαῖς δόξαις ποιούμενος ἐντριβεῖς. Καί οἶδα ὡς ἐνίαις γε τούτων ἀντιπεσεῖται τά ἡμέτερα δόγματα˙ ἐγώ γάρ οὐχ ὥστε τοῦτων ἐκεῖνα ἀνταλλάξασθαι ἐσπούδασα πρός ὑμᾶς, μαινοίμην γάρ ἄν, ἀλλ’ἵνα τούτοις μέν ἦτε προσκείμενοι, ἐκείνων δέ μόνον τήν εἴδησιν ἔχητε˙ εἰ δέ πῃ καί συνεργοῖεν ὑμῖν πρός τόν ἀληθή λόγον διακινδυνεύοντα καταχρήσασθαι»[33] θέλοντας νά προσδιορίσῃ τόν σκοπό τῆς διδασκαλίας, ἀποκλείοντας τή σχετικοποίηση τοῦ δόγματος τῆς Ὀρθοδόξου πἰστεως καί τονίζοντας τήν ἀναγκαιότητα τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων «εἰς πολυμάθειαν».

Ὁ Ἰωάννης ὁ Ἰταλός χρησιμοποίησε τήν ἀριστοτελική διαλεκτική μέθοδο γιά τή σύνθεση χριστιανισμοῦ καί πλατωνικῆς φιλοσοφίας σ’ἕνα νέο φιλοσοφικό σύστημα. Ἡ κίνησή του αὐτή καταδικάστηκε μέν ὀρθῶς ὡς αἱρετική ἀπό τήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 1082[34], κατέδειξε τήν ἐπίδραση τῶν κλασσικῶν γραμμάτων στό Βυζάντιο/ Ρωμανία δέ.

Ὁπως καταδεικνύεται λοιπόν ἀπό τά ἀνωτέρω παραδείγματα ἡ ἑλληνική παιδεία ῇτο τό ἕνα ἐκ τῶν τριῶν μερῶν τῆς βάσεως εἰς τήν ὁποία ἐστηρίχθη ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία στή χιλιόχρονη πορεία της. Τά ἄλλα δύο ἦτο τό Ρωμαϊκό Δίκαιο καί ὁ Χριστιανισμός.

Σημειωτέον ὅτι οἱ μεγάλοι Πατέρες τοῦ Δ’ μετά Χριστόν αἰώνος φοίτησαν στή Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν μαζί μέ τόν Ιουλιανό, τόν μετέπειτα αὐτοκράτορα. Ἀν καί οἱ δρόμοι τους ἦτο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετοι, ὅλοι ἐγκωμίασαν τήν φοίτησή τους ἐκεί.[35]

Ἡ βυζαντινή γραμματεία καί οἱ μορφές τοῦ κλασσικοῦ ἑλληνικοῦ λόγου πού καλλιεργήθηκαν σέ αὐτή

Ἡ βυζαντινή γραμματεία καλύπτει περίπου μιά χιλιετία τῆς γενικότερης ἱστορίας τοῦ πνεύματος[36]. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ σύνθεση τῆς ἀποκαλυμμένης χριστιανικῆς πίστεως μέ τήν κλασσική ἑλληνική διανόηση. Ὁρισμένες μορφές τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας καλλιεργήθηκαν συστηματικά στή βυζαντινή γραμματεία, ὅπως ἡ ρητορική, ἡ νομική, ἡ ἱστοριογραφία, ἡ βιογραφία, ἡ ἐπιστολογραφία, ἡ θεολογία, ἐνῷ ἄλλες συρρικνώθηκαν, ὅπως ἡ ποίηση, ἤ καί ἀρκέσθηκαν στήν ἀπλή ἀντιγραφή τοῦ πλούσιου παρελθόντος.

Πρωτοπόροι στά εἴδη τοῦ ρητορικοῦ λόγου[37] ἦτο οἱ Πατέρες τοῦ Δ΄ καί τοῦ Ε΄ αἰώνος (Μ. Ἀθανάσιος, Εὐσέβιος Καισαρείας, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἰωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Νύσσης, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας κ.α.), οἱ ὁποίοι συνέγραξαν γιά τό ἀποστολικό ὑπόδειγμα ζωῆς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος ἔχοντας ὥς πρότυπο τά ἑλληνιστικά κείμενα. Πάνω στά δικά τους χνάρια κινήθηκαν καί οἱ μεταγενέστεροι βυζαντινοί λόγιοι, ὅπως Ἰωάννης Δαμασκηνός κι’ὁ Νικηφόρος Βλεμμύδης.

Ἀξίζει ν’ἀναφέρουμε τήν σημαντική ἱστορική γραμματεία πού μᾶς παρουσιάζει ἡ βυζαντινή περίοδος. Ἡ σημασία της ἔγκειται στό ὅτι ἀποτελεῖ τόν συνεκτικό δεσμό ἀρχαιότητος καί νεωτέρας ἱστορίας καταγράφοντας τόν βίο τῆς κοσμοκράτειρας δυνάμεως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Οἱ συγγραφείς ἀκολουθοῦν τόσο στή μέθοδο ὅσο καί στή δομή τά κλασσικά πρότυπα[38]. Ἀναφέρω ἐπιλεκτικά μερικούς ἱστορικούς καί χρονογράφους: Εὐσέβιος Καισαρείας(ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέχρι το θάνατο τοῦ Λικινίου τό 324), Προκόπιος(ἐγκώμιον τῆς βασιλείας τοῦ Ιουστινιανοῦ), Ἀγαθίας, Μένανδρος, Μιχαήλ Ψελλός(τό ἔργο του, παρ’ὅτι τιτλοφορεῖται Χρονογραφία, εἶναι καθαρά ἱστορικό κείμενο μέ ἀττικίζουσα γλώσσα καί ἀντίληψη τοῦ πολιτικοῦ γίγνεσθαι ἐκ τῶν ἔσω[39] μιάς ταραχώδους γιά τήν Αὐτοκρατορία ἐποχῆς), Ἄννα Κομνηνή(ἐγκωμιάζει τόν ἱδρυτή τῆς ὁμώνυμης δυναστείας, Ἀλέξιο), Θεοφάνης, Σκυλίτζης, Ἀτταλειάτης, Κεδρηνός καί ἄλλοι πολλοί.

Στή φιλολογία ὁ θαυμασμός γιά τά κλασσικά κείμενα ἦτο ἔκδηλος σε ὅλα τά στάδιο τῆς παιδείας. Ἡ φιλολογική μελέτη ἀπεδωσε καρπούς ὅπως τό Μέγα Ἐτυμολόγικό Λεξικό(Ι΄ αἰών), τό Λεξικό Σούδα ἤ Σουΐδα ἤ Guida κ.α.

Καλλιεργήθηκαν ἐπίσης ἡ φιλοσοφία[40], σέ πολύ μικρότερη κλίμακα βεβαίως ἀπό τήν ἀρχαιότητα,ἡ μυθιστορηματική ποίηση, μέ κύριο θέμα της τόν ἔρωτα, καί ἡ ἐπική ποίηση, μέ γνωστότερο ἐκπρόσωπό της τό Χρονικό τοῦ Μορέως.

Στά χρόνια τῆς παρακμῆς τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας ἐμφανίζεται ἡ σατυρική ποίηση γιά νά ἀσκήσῃ κριτική στά κακῶς κείμενα.

Μερικές σκέψεις τοῦ γράφοντος

Στή παιδεία μας ὑπάρχει ἕνα τεράστιο κενό ὅσον ἀφορᾶ το Βυζάντιο. Λίγες ὥρες στήν Πέμπτη δημοτικοῦ ἀρκοῦν(!) γιά την κατανόηση τοῦ φαινομένου πού λέγεται Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Στήν ἀγορά δέν κυκλοφοροῦν παρά ἐλάχιστα βιβλία πού ν’ἀναφέρονται σ’αὐτό. Ξέρω ὅτι χίλια χρόνια ἱστορίας καί πολιτισμοῦ δέν δύνανται νά χωρέσουν σέ λίγες σειρές. Ἐλπίζω αὐτό τό ἄρθρο νά μᾶς ὠθήση νά ξανανακαλύψουμε το, μοναδικό στήν ιστορία, Βυζάντιο. Καί πιστεύω πώς ὅταν τό μάθουμε θά γοητευτοῦμε καί θά κατανοήσουμε καλλίτερα τό σύνολο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Καί-ἴσως-νά ἀλλάξῃ κάποια στιγμή ἡ ἀντίληψη πού ἔχουμε γιά αὐτό. Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνα κράτος μέ τέτεια πολιτιστική συνεισφορά νά θεωρείται ὡς περίοδος παρακμῆς;




[1] π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ἑλληνισμός Μετέωρος, Ἀθήνα, 1998, 2α ἔκδοσις, σελίδες 7-19

[2] Βλάσιου Φειδά, Βυζάντιο, Ἀθήνα 1997, σελ. 13-14 καί Παν. Κ. Χρήστου, Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων, Θεσσαλονίκη 1991

[3] Ν. Β. Τωμαδάκη, Ὁ ἀναντικατάστατος Ἑλληνισμός, Ἐπετηρίς Ἱδρύματος Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, τόμος Β΄, 1981-1982

[4] Georg Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, Ἱστορικές εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλὀπουλου, Ἀθήνα 2002, 7η ἔκδοσις, τόμος 1ος , σελ. 84

[5] Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμος Α΄ Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση καί οἱ παραχαράξεις της κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰώνες, Ἀθήνα 1998 καί Βλ. Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμοι Α΄ καί Β΄, Ἀθῆναι 2002

[6] π. Γεῶργιος Δ. Μεταλληνός, Πολιτική καί Θεολογία, Κατερίνη 1990

[7] π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ἑλληνισμός Μετέωρος, Ἀθήνα 1998, 2α ἔκδοσις, σελ. 19-29

[8] πβ. Βολταρος καί Steven Runciman

[9] «Ἕλληνες λόγιοι, πού κατέφυγαν πρό καί μετά την ἅλωση στή Δύση, βοήθησαν πάρα πολύ τό ἔργο τῆς Ἀναγέννησεως.», Σαράντου Ι. Καργάκου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόσμου καί τοῦ Μείζονος Χώρου, τόμος Α΄, Gutenberg, Ἀθήνα 2005, 3η ἔκδοσις, σελ. 651

[10] π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Παρεκβάσεις ἱστορικές καί θεολογικές, Ἀθήνα 1998, σελ. 27-31 καί τοῦ ιδίου, Τά ἱστορικά πλαίσια τῆς διακρινομένης ἀπό τήν Φραγκολατινικήν Παράδοσιν Λατινικῆς καί Ἑλληνικῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Δογματική καί συμβολική θεολογία τῆς ὀρθοδόξου καθολικῆς θεολογίας, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1999, 4η ἔκδοσις, σελ. 64-75

[11] Byzantium and the Classical Tradition, Birmingham 1981

[12] A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire 2, 497

[13] Τιμαρίων, ἕνα ταξίδι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στή Θεσσαλονίκη…, ἐκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 21

[14] Λουκιανοῦ, Λεξιφάνης I

[15] Ὁμήρου, Ὀδύσσεια 16.23, 17.41 (στόν Τιμαρίωνα Ι, Ι)

[16] Ὁμήρου, Ἰλιάς 16.19

[17] Τιμαρίων 20.514 πβ. Πλάτωνος, Νόμοι VII 797e k.a.

[18] Τιμαρίων 9.234 πβ. Ἀριστοτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια 1129β 28-29 κ.α.

[19] Τιμαρίων 2.49 πβ. Ξενοφώντος, Ἀπομνημονεύματα 4.2.31 κ.α.

[20] Τιμαρίων 8.215 πβ. Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορία 4.1

[21] Τιμαρίων 3.89 πβ. Εὐριπίδου, Ἱππόλυτος 218-222 κ.α.

[22] Τιμαρίων 5.134 πβ. Σέξτος Ἐμπειρικός, πρός μαθηματικούς 7.99.6 κ.α.

[23] Τιμαρίων 10.280-282 πβ. Ἡλιοδώρου, Αίθιοπικά 89.1 καί 14.22-23 κ.α.

[24] Τιμαρίων 2.40 πβ. Πλουτάρχου, Ἠθικά, 616ε κ.α.

[25] Τιμαρίων 10.272 πβ. Ἀθήναιου, Δειπνοσοφισταί 4.36

[26] Ἴσως πρόκειται γιά ἀπλή συνωνυμία μέ τόν γνωστό στρατηγό Κατακαλών Κεκαυμένο, ὁ ὁποίος ἀντιμετώπισε μαζί με τόν στρατηγό Ἀαρών τούς Σελτζούκους ἐπί βασιλέιας τοῦ Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου.(πβ. Ἰωάννης Σκυλίτζης, Γεώργιος Κεδρηνός)

[27] Στρατηγικόν Κεκαυμένου 23

[28] Boissonade, Anecdota Graeca, τόμος Α’, σελ. 118

[29] πβ. Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

[30] Patrologia Graeca 120,1156

[31] βλέπε Νικολάου Τσάγγα, ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ, Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, εκδ. Γκοβόστης, Ἀθῆναι 1997 καί THE CAMBRIDGE MEDIEVAL HISTORY VOLUME IV THE BYZANTINE EMPIRE PART I BYZANTIUM AND ITS NEIGHBOURS καί Ἑλένη Γλύκατζη Ἀρβελέρ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

[32] βλέπε Κ. Σάθα, ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, V, 447 καί Βλ. Φειδά, ΒΥΖΑΝΤΙΟ, σελ. 332

[33] Κωνσταντίνου (Μιχαήλ) Ψελλοῦ, Scripta minora, ἔκδ. Kurtz-Drexl, I, 456

[34] βλέπε Βλ. Φειδά , νδημουσα Σύνοδος, Ἀθῆναι 1971

[35] Βλ. Φειδά, Βυζάντιο, Ἀθῆναι 1997, σελ.329

[36] βλέπε Βλ. Φειδά, Βυζάντιο, Ἀθῆναι 1997, σελ.361-446

[37] Δηλ. πανηγυρικοί, ἐγκωμιαστικοί, ἐπιτάφιοι, προτρεπτικοί κ.α.

[38] πβ. Ἡρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πολύβιος, Τάκιτος κ.α.

[39] Ὁ Ψελλός ἦτο ἕνας ἐκ τῶν ἰσχυροτέρων ἐκπροσώπων τοῦ πολιτικοῦ κόμματος τῆς ἀριστοκρατίας τῆς Κων/πολεως καί ἔπαιξε ζωηρό ρόλο στήν προδοσία τοῦ Μαντζικέρτ γιά ν’ἀποσπάσει το στέμμα ἀπό τά χέρια τοῦ Ρωμανοῦ Δ’, ὁ οποίος ὡς τέκνο τῆς στρατιωτικῆς ἀριστοκρατίας ἤθελε νά περικόψει τά ‘περιττά’ ἔξοδα τοῦ κράτους μέ σκοπό τήν ἐνδυνάμωση τοῦ στρατοῦ. βλέπε, Ν. Τσάγγα, Μαντζικέρτ, Ἡ αρχή τοῦ τέλους τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, Ἀθῆναι 1997

[40] πβ. Τατάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία

Σχόλια