“Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου”

Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2002

του Αναστασίου Αθ. Φιλιππίδη

Όσοι ασχολούνται με τη Βυζαντινή Ιστορία είχαν διαπιστώσει από χρόνια ένα σημαντικό κενό στις γνώσεις μας γιά αυτή τήν εποχή. Ενώ γενικά γνωρίζουμε αρκετά γιά τήν πολιτική, στρατιωτική καί εκκλησιαστική Ιστορία, γιά τήν τέχνη καί τον πολιτισμό, γνωρίζουμε ελάχιστα γιά τήν οικονομική Ιστορία της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Καί ωστόσο, ένα από τά πιό πετυχημένα καί μακρόβια κράτη στήν Ιστορία της Ευρώπης δέν μπορεί παρά νά βασιζόταν, μεταξύ άλλων, σέ μιά ισχυρή οικονομία καί μιά συνετή δημοσιονομική πολιτική. Μεμονωμένες προσπάθειες κάλυψης του κενού ασφαλώς υπήρξαν, και θα μπορούσε κάποιος νά αναφέρη τά ονόματα των Οστρογκόρσκυ, Λεμέρλ, Σβορώνου καί άλλων, πού ασχολήθηκαν ιδιαίτερα μέ τήν αγροτική οικονομία καί το ερώτημα του εκφεουδαλισμού, αλλά έλειπε η μεγάλη συνθετική μελέτη της εποχής. Τό κενό αυτό έρχεται νά καλύψη η τρίτομη "Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου", ένα ογκώδες συλλογικό έργο πού εκδίδεται ταυτόχρονα στά ελληνικά από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας καί στά αγγλικά από το Dumbarton Oaks Center του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Τή συνολική επιμέλεια του έργου έχει η ακαδημαϊκός κ. Αγγελική Λαΐου, καί στή συγγραφή του συμμετείχαν πάνω από τριάντα ερευνητές από διάφορες χώρες. (Αξίζει νά σημειωθή, ως χαρακτηριστικό της τεχνολογικής εποχής μας, ότι τή στιγμή πού γράφεται αυτή η παρουσίαση το έργο δέν έχει εκδοθεί. Ωστόσο εδώ καί μερικούς μήνες η αγγλική έκδοση, χωρίς τήν εικονογράφηση, είναι διαθέσιμη δωρεάν στο Διαδίκτυο, στήν ηλεκτρονική διεύθυνσή του Dumbarton Oaks: www.doaks.org).

Άν καί είναι δύσκολο νά παρουσιαστή ένα τέτοιο επιβλητικό έργο σέ λίγες γραμμές, πρέπει νά τονιστή ότι πρόκειται για μιά έκδοση η οποία καλύπτει σχεδόν όλες τίς όψεις της οικονομικής ζωής πού θά μπορούσε νά διανοηθή κάποιος. Υπάρχουν κεφάλαια γιά τον πρωτογενή τομέα (ακόμη καί γιά τά ορυχεία), γιά τή μεταποίηση (μεταλλουργία. υφαντουργία, κλπ.), γιά το εμπόριο, τη ναυτιλία, τη νομισματική κυκλοφορία, το ρόλο του κράτους στήν οικονομία, τούς μισθούς καί τίς τιμές, τίς διεθνείς οικονομικές σχέσεις καθώς επίσης καί γιά τήν οικονομική ιδεολογία αυτού του κράτους, η οποία διέφερε ριζικά από τήν καπιταλιστική ιδεολογία της νεώτερης εποχής. Βέβαια, ο αναγνώστης δέν θά βρή κεφάλαια γιά τά δυό προβλήματα πού αποτελούν τον πυρήνα των σημερινών εγχειριδίων μακροοικονομικής θεωρίας, δηλαδή τον πληθωρισμό και την ανεργία. Οι τιμές παρέμειναν σταθερές στο Βυζάντιο, τουλάχιστο μέχρι τά τέλη του 11ου αιώνα, ενώ η ανεργία είναι μιά λέξη που εμφανίστηκε μετά τήν εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος.

Ένα τόσο εκτεταμένο έργο είναι αναπόφευκτα άνισο. Ορισμένα κεφάλαια περιέχουν πρωτογενή έρευνα από τους συγγραφείς, κάτι που θα ταίριαζε περισσότερο ως δημοσίευση σέ εξειδικευμένο βυζαντινολογικό περιοδικό. Αυτά τά κεφάλαια είναι κάπως εξεζητημένα γιά το μέσο αναγνώστη (π.χ. τά κεφάλαια γιά τά ναυάγια ή τίς ανασκαφές σέ συγκεκριμένες πόλεις). Όπως όμως εξηγεί η επιμελήτρια στήν εισαγωγή, κρίθηκε χρήσιμη η συνδρομή των αρχαιολόγων, διότι η άντληση πληροφοριών από τίς γραπτές πηγές έχει φτάσει στά όρια της καί νέα στοιχεία μπορούν νά προκύψουν κυρίως από τήν αρχαιολογική έρευνα. Άλλα κεφάλαια αποτελούν τή σύνθεση πολλών ερευνητικών προσπαθειών καί παρουσιάζουν τά συμπεράσματα του συγγραφέα, γι' αυτό καί διαβάζονται μέ μεγαλύτερο ενδιαφέρον (γιά παράδειγμα το συναρπαστικό κεφάλαιό του G. Dagron γιά τήν "αστική οικονομία από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα", το κεφάλαιό του J. Lefort γιά τήν οικονομία της υπαίθρου ή το κεφάλαιό της Άν. Αβραμέα γιά τίς οδικές καί θαλάσσιες συγκοινωνίες). Παρενθετικά, αξίζει νά σημειωθή ότι ως ημερομηνία έναρξης της βυζαντινής εποχής τίθεται ο 7ος αιώνας, όπως συνηθίζεται τελευταία από τούς ιστορικούς. Οι προηγούμενοι αιώνες θεωρούνται πλέον ότι ανήκουν στήν "Ύστερη Αρχαιότητα".

Ποιό είναι το γενικό συμπέρασμα από τήν ανάγνωση αυτής της πανοραμικής σύνθεσης; Πάνω από όλα, μιά βαθύτερη εκτίμηση του κρατικού επιτεύγματος των προγόνων μας, το οποίο μπορεί νά κριθή θετικά ακόμη καί μέ σημερινά κριτήρια. Ο θαυμασμός γιά το Βυζάντιο ασφαλώς θά αυξηθή μετά τήν ανάγνωση αυτού του έργου, καί μάλιστα θά είναι πιό τεκμηριωμένος από ό,τι στο παρελθόν.

Πέρα από το γενικό συμπέρασμα, υπάρχει ένας μεγάλος πλούτος ειδικότερων συμπερασμάτων τά οποία θά άξιζε νά αναφερθούν στή συνέχεια.

Μιά από τίς βασικότερες λειτουργίες του οικονομικού συστήματος είναι ο καθορισμός της τιμής ενός αγαθού ή μιάς υπηρεσίας. Στό καπιταλιστικό σύστημα η τιμή καθορίζεται από τή ζήτηση καί τήν προσφορά. Ο μηχανισμός αυτός έχει πολλά πλεονεκτήματα, όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Γίνεται προβληματικός άν εφαρμοστή σέ μιά εποχή όπως ο μεσαίωνας, όταν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας εξαρτάται από τήν αγροτική παραγωγή καί αυτή από τίς διακυμάνσεις του καιρού. Περίοδοι εκτεταμένης ανομβρίας προκαλούν έλλειψη βασικών ειδών διατροφής καί τότε ο μηχανισμός ζήτησης-προσφοράς οδηγεί σέ απότομη άνοδο της τιμής των τροφίμων και, συνεπώς, στο θάνατο όσων δέν έχουν αρκετά χρήματα γιά νά αγοράσουν τήν πανάκριβη πλέον τροφή τους. Όπως είναι λογικό, στο μεσαίωνα η εξισορρόπηση ζήτησης - προσφοράς μέσω της τιμής δέν ήταν αποδεκτός τρόπος λειτουργίας της οικονομίας.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα του πώς διαμορφώνονταν οι τιμές στο Βυζάντιο. Επειδή το έργο ασχολείται μέ τήν οικονομική Ιστορία καί όχι μέ τήν Ιστορία της οικονομικής σκέψης, η σχετική ανάλυση είναι περιορισμένη καί ο αναγνώστης παραπέμπεται σέ επόμενη έρευνα της κ. Λαΐου πού ετοιμάζεται προς έκδοση. Από ό,τι φαίνεται, στο Βυζάντιο δέν αναπτύχθηκε συστηματική θεωρητική διερεύνηση, όπως στή Δύση, γιά τήν έννοια της "δίκαιης" τιμής. Στήν πράξη, η τιμή διαμορφωνόταν είτε μέ διαπραγμάτευση των ενδιαφερόμενων πλευρών, είτε από τή συνολική ζήτηση καί προσφορά είτε μέ κρατική ρύθμιση του ποσοστού κέρδους, στήν οποία θά επανέλθουμε παρακάτω. Υπήρχε δηλαδή μιά ευρεία καί ελαστική έννοια της "δίκαιης" τιμής. Οπωσδήποτε είναι ενδιαφέρον ότι παρατηρείται μιά πιό σφαιρική καί ισορροπημένη αντίληψη γιά τούς τρόπους διαμόρφωσης της τιμής σέ σχέση μέ τον σημερινό "φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς". Η αντίληψη αυτή σχετιζόταν μέ μιά φιλάνθρωπη προσέγγιση, σύμφωνα μέ τήν οποία ήταν απαράδεκτη η εκμετάλλευση ενός ανθρώπου πού βρίσκεται σέ έκτακτη ανάγκη. Είναι ενδιαφέρον ότι ο απόηχος αυτής της αντίληψης διατηρήθηκε στον πολύ λαό ως τίς μέρες μας καί επιζεί στίς διάφορες διαμαρτυρίες γιά "κερδοσκοπία", παρόλο πού το θεμέλιο ακριβώς του καπιταλιστικού συστήματος είναι ο σκοπός της μεγιστοποίησης του κέρδους μέσα στον ελεύθερο ανταγωνισμό.

Παρεμπιπτόντως, αυτό πού είναι απροσδόκητο είναι ότι δέν καταγράφονται παραδείγματα επιβολής τιμών από το κράτος, όπως είχε συμβεί επί Διοκλητιανού ή όπως συνέβαινε στά πρόσφατα κομμουνιστικά καθεστώτα. Η διαπίστωση αυτή, μαζί μέ τήν αντίληψη γιά το κέρδος στήν οποία θά αναφερθούμε παρακάτω, επιβεβαιώνει ότι η οικονομική ζωή στο Βυζάντιο ήταν σέ μεγάλο βαθμό ελεύθερη καί όχι κεντρικά κατευθυνόμενη. Επομένως οι υποστηρικτές της άποψης ότι "όλοι οι υπήκοοι του κράτους ήταν αιχμάλωτοι του αυτοκράτορα" (Guillou, "Βυζαντινός πολιτισμός", 1974) ή ότι κύριο γνώρισμα του βυζαντινού ανθρώπου ήταν η "ατομικότητα χωρίς ελευθερία" (Kazhdan, "People and Power in Byzantium", 1982) θά πρέπη νά ανατρέξουν σέ άλλες σφαίρες της δημόσιας ζωής γιά νά αντλήσουν αποδείξεις.

Ταυτόχρονα, το κράτος διατηρούσε το δικαίωμα νά παρεμβαίνη κατά περίπτωση γιά νά διορθώνη τίς κοινωνικές αδικίες τίς οποίες προκαλεί η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών. Η παρέμβαση έπαιρνε τή μορφή ρύθμισης του ποσοστού κέρδους. Οι έμποροι καί οι μαγαζάτορες δικαιούνταν ένα "δίκαιο" ποσοστό κέρδους, αλλά γιά νά αυξήσουν το συνολικό κέρδος τους θά έπρεπε νά πουλήσουν περισσότερα εμπορεύματα καί όχι νά αυξήσουν τήν τιμή, εκμεταλλευόμενοι πρόσκαιρες διακυμάνσεις της ζήτησης καί της προσφοράς.

Αντίστοιχες κρατικές παρεμβάσεις παρατηρούνται στο ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας, όπου η παρέμβαση αποσκοπεί στο νά αποτρέψη τήν υπερβολική συσσώρευση πλούτου καί τήν καταπίεση των οικονομικά ασθενέστερων. Αυτή ήταν μιά ακόμη διαφορά του βυζαντινού κράτους από τά δυτικά μεσαιωνικά κράτη. Στή Δύση, λόγω της ανυπαρξίας ισχυρής κεντρικής εξουσίας, η αποκέντρωση επέτρεπε στούς τοπικούς φεουδάρχες νά επεκτείνονται ανεμπόδιστα σέ βάρος των μικρών ιδιοκτητών. Η εξασθένηση του βυζαντινού κράτους μετά τον 11ο αιώνα φαίνεται ότι οφείλεται, μεταξύ άλλων, στήν επικράτηση ισχυρών αποκεντρωτικών τάσεων καί φεουδαρχικών προτύπων.

Συνολικά, στο Βυζάντιο διατηρήθηκε η επιρροή μιάς αριστοτελικής προσέγγισης σχετικά μέ τήν υπολανθάνουσα τριβή ανάμεσα στήν ελευθερία των συναλλαγών καί στήν επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ήταν, δηλαδή, γνωστό κάτι πού προσπάθησε νά υποβαθμίση ή καί νά αγνοήση η κυρίαρχη σήμερα φιλελεύθερη οικονομική θεωρία: ότι η ελεύθερη συναλλαγή ανάμεσα στον ισχυρό καί στον αδύναμο δέν οδηγεί σέ δίκαιο αποτέλεσμα.

β) Ένα από τα πιό αμφιλεγόμενα ζητήματα που δίχασαν την Μεσαιωνική Δύση ήταν το αν επιτρέπεται ο δανεισμός με τόκο. Η δυτική Θεολογία κατέληξε στην πλήρη απαγόρευση του τόκου, προκαλώντας ποικίλα κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα, η αντίδραση σε αυτήν την απαγόρευση βοήθησε τούς Προτεστάντες να οικοιοποιηθούν την ανερχόμενη αστική τάξη, εξέλιξη που συνέβαλε στην αλματώδη εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος μετά την απαλλαγή του από τούς περιορισμούς της παπικής Θεολογίας.

Αντίθετα, στο Βυζάντιο, ο αναγνώστης θα διαπιστώση, μάλλον με έκπληξη, μιά πιό ισορροπημένη προσέγγιση. Ο τόκος απαγορευόταν γενικά στούς κληρικούς, αλλά επιτρεπόταν στούς λαϊκούς, είτε ως αμοιβή του κεφαλαίου που επενδύουν, είτε ως αποζημίωση για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν (π.χ. δανείζοντας τούς εμπόρους που μεταφέρουν μέσω θαλάσσης προϊόντα από μακρινούς τόπους). Στή συνέχεια, το κράτος έθετε ανώτατο όριο στα επιτόκια, ώστε να αποτρέψη την τοκογλυφία. Η κινητικότητα του κεφαλαίου, την οποία επέτρεπε ο έντοκος δανεισμός, συνετέλεσε ασφαλώς στην μεγαλύτερη ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας στο Βυζάντιο, σε σχέση με την Δύση και τον Μουσουλμανικό κόσμο (που απαγόρευαν τον τόκο).

γ) Ο βαθμός ανάπτυξης της βυζαντινής οικονομίας, που, βέβαια, δεν μπορεί να υπολογιστή λόγω έλλειψης στοιχείων, τεκμαίρεται έμμεσα από τον βαθμό “εγχρηματισμού”, δηλαδή το ποσοστό της οικονομίας, στο οποίο οι συναλλαγές διενεργούνται με χρήμα (και όχι με τον πιό πρωτόγονο τρόπο της ανταλλαγής προϊόντων). Μέ διάφορες σύνθετες μεθόδους και χρήση διάσπαρτων στοιχείων, η Morrisson υπολογίζει αυτό το ποσοστό σε 45%, δηλαδή μέγεθος που η Δυτική Ευρώπη έφτασε αρκετούς αιώνες αργότερα.

δ) Ένα από τα αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά της βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η ευελιξία με την οποία το κράτος και γενικά η οικονομία, ανταποκρίνονταν συχνά στις εξωτερικές αλλαγές. Γιά παράδειγμα, τον 11ο και 12ο αιώνα, παρατηρείται ότι η αγροτική παραγωγή προσαρμόζεται στις καινούργιες συνθήκες, τις οποίες δημιούργησαν οι νέες ευκαιρίες για κέρδος (π.χ. νέες καλλιέργειες, όπως η σίκαλη και η βρώμη). Ταυτόχρονα, οι Βυζαντινοί αξιοποίησαν την ευημερία που εμφανίστηκε τότε στην Δυτική Ευρώπη αναπτύσσοντας το διεθνές εμπόριό τους. Προφανώς αυτό εξηγεί την εξάπλωση της μεγάλης ιδιοκτησίας, η οποία επέτρεψε την παραγωγικότερη διαχείριση της αγροτικής γής.

Ανάλογη προσαρμοστικότητα έδειξε το κράτος, αν και με αρνητικές τελικές επιπτώσεις. Ακολουθώντας τις εξελίξεις έπαυσε να φορολογή το χωριό ως μονάδα και φορολόγησε τον ατομικό πλούτο. Στήν πράξη, όμως, έτσι ευνοήθηκαν οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι Ιταλοί έμποροι, ενώ αδικήθηκαν οι αγρότες. Οι συνέπειες για την κοινωνία υπήρξαν τελικά αρνητικές.

ε) Είναι γνωστόν ότι το Βυζάντιο αποτελεί το μακροβιότερο παράδειγμα νομισματικής σταθερότητας στην ευρωπαϊκή Ιστορία. Η νεότερη έρευνα, βασισμένη σε αρχαιολογικές ενδείξεις, έχει αναθεωρήσει την παλιότερη άποψη που ήθελε το νόμισμα απολύτως σταθερό από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι το 1078 περίπου. Φαίνεται ότι στην δεκαετία του 960 έγινε μιά πρώτη μικρή υποτίμηση και από το 1030 ως το 1078 ορισμένες ακόμη. Οι υποτιμήσεις αυτές, όμως, ερμηνεύονται ως σημάδι οικονομικής ανάπτυξης, διότι επέτρεπαν την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, που ήταν αναγκαία λόγω των αυξημένων συναλλαγών. Αντίθετα, η υποτίμηση της δεκαετίας του 1070 ήταν δείγμα αδυναμίας και δεν αποκλείεται να συνδέεται με την απώλεια μεγάλων ποσοτήτων νομίσματος (δηλαδή χρυσού και ασημιού) λόγω της απροσδόκητα ταχείας προέλασης των Τούρκων στην Μικρά Ασία. Πάντως, μετά από εξαντλητική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων και αφού παραθέσουν πίνακες με αρκετές εκατοντάδες (!) τιμές, οι Morrisson και Cheynet επιβεβαιώνουν ότι οι τιμές παρέμειναν επί αιώνες σταθερές στο Βυζάντιο, μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα.

στ) Καί μιά αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια με επίκαιρο ενδιαφέρον. Επειδή μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων προερχόταν από την φορολογία της ακίνητης περιουσίας, το κράτος είχε φροντίσει να διαθέτη από το 810 μ. Χ. και μετά, πλήρες κτηματολόγιο για όλη την Αυτοκρατορία. Τό κτηματολόγιο ανανεωνόταν συνολικά από τούς “αναγραφείς” κάθε τριάντα χρόνια, σε αντιστοιχία με την εναλλαγή των γενεών και, αν χρειαζόταν, σε συντομότερα χρονικά διαστήματα από τούς “επόπτες”.

Τά παραπάνω είναι λίγα από τα αναρίθμητα ενδιαφέροντα στοιχεία, που θα βρή ο αναγνώστης στην τρίτομη “Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου”. Τό έργο αυτό όχι μόνον εμπλουτίζει την ιστορική έρευνα, αξιοποιώντας σύγχρονα μεθοδολογικά εργαλεία, αλλά και συνεισφέρει σημαντικά στην εθνική μας αυτογνωσία, καθώς παρουσιάζει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία χωρίς τις παρωπίδες του Διαφωτισμού, αλλά και χωρίς τις μεγαλοϊδεατικές ιδεοληψίες. Άλλωστε, το κρατικό επίτευγμα των προγόνων μας ήταν τόσο αξιοθαύμαστο, που δεν χρειάζεται ιδεολογικούς χρωματισμούς, για να κερδίση την εκτίμησή μας. Σέ μάς απομένει να γνωρίσουμε καλύτερα αυτήν την περίοδο, ώστε να γνωρίσουμε πιό καλά και τον βαθύτερο εαυτό μας.-

Σχόλια