Συνέντευξη Καραμπελιά για το βιβλίο του περί της αφετηρίας του νέου ελληνικού έθνους το 1204

Ποιά αναγκαιότητα οδηγεί στη συγγραφή και έκδοση αυτού του βιβλίου;

Η επικέντρωση στο 1204, ως συμβολικής αφετηρίας του νεώτερου ελληνισμού, εμπεριέχει και την αναγνώριση και την ψηλάφηση ενός ανεπούλωτου τραύματος. Την αποδοχή του γεγονότος πως η θρησκευτική ρήξη του 1054 και η Άλωση της Πόλης προκάλεσαν ένα βαθύτατο σχίσμα στην κοινή ευρωπαϊκή παράδοση, θεμελιωμένη έως τότε στον ελληνικό πολιτισμό, το ρωμαϊκό imperium και τον χριστιανισμό. Αυτή η ρήξη επέπρωτο να διχοτομήσει την κάποτε ενιαία «Ρωμανία» ανάμεσα στη ρωμαιοκαθολική παράδοση –και την προτεσταντική της μετεξέλιξη– από τη μία, και τον ορθόδοξο, ελληνικό και σλαβικό κόσμο, από την άλλη.

Το 1204 σηματοδοτεί την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ «λατινικής» και ελληνικής παράδοσης, μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, υπέρ της πρώτης. Γι’ αυτό και συνιστά τον θεμέλιο λίθο της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού ως αντιστασιακής εθνικής ταυτότητας, δεδομένου ότι η διαμόρφωση των εθνών είναι, πριν απ’ όλα, η ρήξη με τον εγγύτερο «άλλο» και η σταδιακή διαφοροποίηση από αυτόν. Και αν αυτή η διαφοροποίηση θεμελιώνεται ήδη στον διαχωρισμό μεταξύ ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου και εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η διαδικασία της ρήξης επιταχύνεται από τον 11ο μέχρι τουλάχιστον τον 18ο αιώνα.

Στη συνέχεια, οι δύο κόσμοι θα αρχίσουν να πλησιάζουν και πάλι, αλλά πλέον με όρους σχεδόν απόλυτης ανισοτιμίας. Η Δύση συνιστά το παγκόσμιο «κέντρο», ενώ ο ελληνικός και «ανατολικός» κόσμος, άλλοτε επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, έχει μετεβληθεί σε ημιπεριφέρεια και «παρασιτική απόφυση» του δυτικού παραδείγματος.

Για δύο ή τρεις αιώνες πορευτήκαμε προσπαθώντας να διασφαλίσουμε την εύνοια και τη στήριξη αυτού του παγκόσμιου Κέντρου, ως οι πειθήνιοι πελάτες-εκπρόσωποί του στην Ανατολή. Και «πότε με τις αρχαιότητες», πότε με την ένταξή μας στους δυτικούς μηχανισμούς, κατορθώσαμε να επιβιώσουμε. Σήμερα, όμως, η απλή προσκόλληση στη Δύση δεν είναι αρκετή, ακόμα και για την επιβίωση: επειδή ζούμε στο σύνορο μιας πάνοπλης Δύσης που υποχωρεί, και μιας Ανατολής που «έρχεται», απειλούμεθα, όπως και το «1204», με σύνθλιψη.

Η Δύση, στην κυρίαρχη σήμερα ατλαντική εκδοχή της, είναι άραγε διατεθειμένη να «μας προστατεύσει», ή θέλει να μας «προσφέρει» ως αντάλλαγμα για την «εξημέρωση» της τουρκικής «Ανατολής», όπως είχε κάνει και τότε; Αυτό είναι το πικρό δίδαγμα και της πρόσφατης, μεταπολιτευτικής, ιστορίας μας, αυτό κατέδειξε η οδυνηρή εμπειρία της Κύπρου.

Εν τέλει η Δύση, για να διατηρήσει τις προσβάσεις και τα συμφέροντά της στο στρατόπεδο της «Ανατολής», θα καύσει τα «μετόπισθέν» της, στα οποία ανήκουμε εμείς και οι ορθόδοξοι πληθυσμοί των Βαλκανίων, ή θα ήταν δυνατή η ανασυγκρότηση μιας «oρθόδοξης» Ευρώπης ως ισότιμου συνομιλητή της Δυτικής, όπου οι Έλληνες θα έπαιζαν ένα ρόλο συνδετικού κρίκου;

Επειδή, λοιπόν, βρισκόμαστε και πάλι σε ένα αποφασιστικό σταυροδρόμι ανασύνθεσης της ευρωπαϊκής ταυτότητας, οκτώ αιώνες μετά το 1204, γι’ αυτό και είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέξουμε στη στιγμή της παραδειγματικής γέννησης της νεώτερης ταυτότητάς μας, η οποία είναι ταυτόχρονα και η πράξη της γένεσης μιας κατακτητικής, ληστρικής Ευρώπης. Οι σταυροφορίες, και κυρίως η αποικιακή εκμετάλλευση και διάλυση του Βυζαντίου, σφράγισαν την ανάδυση της Δυτικής Ευρώπης ως μιας δύναμης που συγκροτήθηκε διά της εκμεταλλεύσεως, η οποία και επεκτάθηκε εν συνεχεία σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ταυτόχρονα και παράλληλα με τον Τζιότο, τον Αρετίνο και τον Έρασμο, που είχαν βυθιστεί στην ελληνική κουλτούρα του Βυζαντίου, θα αναδείξει ως παραδειγματικές της μορφές τον Ερρίκο Δάνδολο και τον Κάρολο τον Ανδεγαυικό, τον Βιλαρδουίνο και την Καταλανική Εταιρεία. Σε ένα ευρύτερο, πλανητικό, πεδίο, δίπλα στον Ντα Βίντσι ή τον Γαλιλαίο, θα βρίσκεται ο Κορτές και ο Πισάρο, που θα καταστρέψουν τους λαούς της Λατινικής Αμερικής.

Συνεπώς, η «συγγνώμη» της Δυτικής Ευρώπης προς τον ελληνικό και ορθόδοξο κόσμο δεν αποτελεί απλώς μια αναγκαία ιστορική αποκατάσταση –όπως έκανε ο πάπας το 2004 στην Αθήνα– αλλά και την απαραίτητη ιδεολογική προϋπόθεση για την αποτίναξη της αποικιακής κληρονομιάς και την επανενοποίηση της Ευρώπης. Θα πρέπει να μεταβληθεί σε εγχείρημα αλλαγής παραδείγματος, σε «αυτοκριτική» του δυτικού πολιτισμού, σε αφετηριακή βάση για την αναγνώριση ενός τουλάχιστον μέρους των αξιών του ελληνικού κόσμου ως πλέον κατάλληλων για τη διαμόρφωση μιας νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας: Διότι, η «ρωμαϊκή», δυναμοκεντρική και κατακτητική εκδοχή της Ευρώπης, ηγεμονική από τότε που ανατράπηκε η ισορροπία σε βάρος της «Ανατολής», αδυνατεί να απαντήσει στις ίδιες τις απαιτήσεις της εποχής· γι’ αυτό είναι καιρός να υποχωρήσει μπροστά στην επανεπιβεβαίωση της «ελληνικής πλευράς» της Ευρώπης, η οποία στηρίζεται κατ’ εξοχήν στην πολιτισμική διάσταση, την ισορροπία μεταξύ Φύσεως και Ιστορίας, μεταξύ ύλης και πνεύματος: Η Ευρώπη είναι, λοιπόν, υποχρεωμένη να μετακινηθεί «ανατολικότερα» και να συναντήσει τη βυζαντινή της καταγωγή που όχι απλώς είχε αποκρύψει αλλά και την είχε βίαια ποδοπατήσει.

Η αναγνώριση του 1204, ως της καταγωγικής «αδελφοκτονίας» της Δύσης έναντι της ελληνικής Ανατολής, είναι ένα εγχείρημα απαραίτητο στην ιδεολογική ενοποίηση/αναδόμηση της Ευρώπης, καθόσον, μάλιστα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια διερώτηση οντολογικο- φιλοσοφικής, κοινωνικής, και πολιτειακής φύσεως:

Η εξάντληση της δυτικής ηγεμονίας εμφανίζεται και ως εκφυλισμός του δυτικού διαφωτισμού στην εργαλειακότητα, τον καταναλωτισμό και τον μηδενισμό και υποχρεώνει τους λαούς όλου του κόσμου, ακόμα και της ίδιας της Δύσης, στον επαναπροσδιορισμό των προταγμάτων τους. Γι’ αυτό και προσφεύγουν όλο και περισσότερο στην παράδοσή τους, εκεί μάλιστα που τη «διέκοψε» η δυτική εξάπλωση. Το ισλάμ «επιστρέφει» στη «χρυσή εποχή» των μεγάλων χαλίφηδων και απορρίπτει την κυρίαρχη Δύση. Οι Ινδιάνοι της Λατινικής Αμερικής «επιστρέφουν» στην προκολομβιανή Αμερική. Οι λαοί αναζητούν στην Ιστορία εκείνα τα στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να εισέλθουν σε μια «μετα-νεωτερικότητα» που δεν θα είναι η κόλαση του ατομοκεντρισμού ούτε η οικολογική καταστροφή που φέρνει η απόλυτη κυριαρχία του εμπορεύματος.

Στην Ελλάδα, αυτή η «επιστροφή» ενδύεται όλες τις εκδοχές, ακόμα και τις πιο περιθωριακές, για παράδειγμα την επιστροφή στη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, που κατά κάποιο μαγικοθρησκευτικό τρόπο θα αναστήσει και την αρχαία ελληνική λαμπρότητα. Σημαντικότερη, διόλου περιθωριακή και άξια κάθε προσοχής, είναι η «επιστροφή» στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και πολιτισμό ως πρότυπο μιας μη χρησιμοθηρικής κοινωνικής μορφής. Τέλος, δίπλα μας βρίσκεται το Βυζάντιο και μάλιστα η τελευταία εποχή του. Τότε που ακόμα δεν είχε κριθεί ο δρόμος που επρόκειτο να πάρει ο σύγχρονος πολιτισμός, όταν η ελληνική απάντηση –της βυζαντινής σύνθεσης ύλης και πνεύματος, ατόμου και συλλογικότητας – αποτυπωνόταν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια στα ψηφιδωτά του Δαφνιού και της Μονής της Χώρας ή ακόμα και στο Πρωτάτον του Πανσέληνου.

Αυτός ο ελληνικός «δρόμος», δεδομένης της ήττας μας κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, δεν διέθετε για πολλούς αιώνες τη δυνατότητα να γενικευθεί ή έστω να αμφισβητήσει το κυρίαρχο δυτικό παράδειγμα· έτσι, η νεωτερικότητα θα σφραγιστεί από τη λατρεία του κέρδους, της δύναμης, της ιεραρχίας, της νοησιαρχίας – του cogito ergo sum. Και στη συνέχεια, παρότι η παράδοσή μας υπέμνησκε πάντα την ύπαρξη ενός διαφορετικού δρόμου, αναπροσαρμοστήκαμε, συρρικνούμενοι, σε μια απόφυση της Δύσης, εξ ού και η σχιζοφρένειά μας ανάμεσα στη μεγαλαυχία για τους μακρινούς προγόνους και τη μειονεξία έναντι των Δυτικών.

Μπορούμε άραγε να «ξαναμεγαλώσουμε»; Ή μήπως είμαστε καταδικασμένοι να χαθούμε στους μαιάνδρους της ιστορίας και στην αγκάλη του νεο-οθωμανισμού; Αν το σημερινό δυναμοκεντρικό μοντέλο συνεχίσει να κυριαρχεί, δεν έχουμε καμία τύχη. Η λογική των μεγεθών οδηγεί σε παραπέρα συρρίκνωσή μας. Και τη μάχη των μεγεθών την έχουμε χάσει – οριστικά.

Αν, αντίθετα, το κυρίαρχο πρότυπο υποχωρήσει μπροστά στα γεωπολιτικά, οικονομικά, οικολογικά και οντολογικά αδιέξοδά του, όχι μόνο μπορούμε να αποφύγουμε τη συρρίκνωση αλλά ίσως και να κατορθώσουμε πάλι να ψηλώσουμε για να συναντήσουμε αυτά που αφήσαμε ημιτελή μετά το 1204. Αυτή η αλλαγή προτύπου, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, είμαι βέβαιος ότι θα συμβεί, το ερώτημα είναι αν εμείς θα έχουμε ανθέξει έως τότε.

Μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο θα μπορούσαμε να νιώσουμε και πάλι μια ισότιμη συνιστώσα, όταν τα πάντα θα έχουν αναπροσαρμοστεί προς το μικρό μέγεθος, σε ό,τι αφορά στα υλικά μεγέθη, και θα έχουν ψηλώσει στο πνευματικό πεδίο. Σε έναν κόσμο όπου η Μικρά Ασία θα είναι επιτέλους δημοκρατική και κατά συνέπεια οι λαοί και οι περιφέρειές της θα έχουν ανακτήσει το δικαίωμα της αυτοέκφρασής τους, σε έναν κόσμο όπου οι βαλκανικοί λαοί θα έχουν ξεπεράσει τις διαμάχες τους και το όραμα του Ρήγα θα μπορεί να γίνει πράξη, όπου η παραγωγή θα έχει έρθει κοντά στους ανθρώπους και ο καταναλωτισμός θα έχει υποχωρήσει. Σε μια Ευρώπη, τέλος, που θα ανασυγκροτηθεί με την ισχυρή συμβολή της ελληνικής και σλαβικής-ορθόδοξης συνιστώσας και όπου η νοησιαρχική αντίληψη της κυριαρχίας θα έχει υποχωρήσει μπρος στην ελληνική ισορροπία ύλης και πνεύματος. Μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο, το πρότυπο της βυζαντινής πνευματικότητας, της περιστολής του αχαλίνωτου κέρδους, της κοινωνικής αλληλεγγύης, θα μπορούσε και πάλι, σαν τον «μαρμαρωμένο βασιλιά», να αναστηθεί με σύγχρονους όρους.

Εμπνεόμενοι από μια καινούργια «Μεγάλη Ιδέα», τη σύνθεση ανάμεσα στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και «τον ένδοξό μας βυζαντινισμό», ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και πάλι το πανάρχαιο δράμα να λειτουργήσει.

Γιατί αναδεικνύεις με τον τίτλο του βιβλίου, ως σημαίνον αντίστοιχο του 1453, το 1204;

Tο 1204 –χρονολογία κατά την οποία κατεστράφη ολοσχερώς η Κωνσταντινούπολη, συμπαρασύροντας το χιλιόχρονο οικοδόμημα του Βυζαντίου– παραμένει σχεδόν άγνωστο ή αγνοημένο από τους περισσότερους Έλληνες. Η αποσιώπηση αυτή ενέχει τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό βάρος.

Η απόκρυψη της σημασίας της πρώτης και καθοριστικής Άλωσης συσκοτίζει την ίδια τη διαδικασία συγκρότησης του νεώτερου ελληνισμού και της συνέχειάς του με τον βυζαντινό, καθώς, στην πραγματικότητα, το πρώτο «έθνος-κράτος» –ή κράτη– του νεώτερου ελληνισμού συγκροτείται κατά τη λεγόμενη υστεροβυζαντινή εποχή. Παράλληλα, και συναφώς, αυτή η παρασιώπηση συνεπάγεται την απόκρυψη των αποικιακού τύπου σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν έκτοτε ανάμεσα στους Δυτικούς κατακτητές και τους Έλληνες του ύστερου Βυζαντίου παραχαράσσοντας, επί πλέον, την ίδια την παγκόσμια ιστορία, ειδικότερα στο αποφασιστικό κεφάλαιο που αφορά στην αποικιοκρατική συγκρό τηση της Δύσης η οποία είχε ως πρώτο ιστορικό αναβαθμό την υποταγή και τη λεηλασία της ευρωπαϊκής Ανατολής.

Άλλωστε η Δύση διέθετε ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα: δεν αντιμετώπιζε κανέναν κίνδυνο από τα δυτικά της, ενώ το Βυζάντιο δεχόταν διαρκώς επιθέσεις και απειλές από Ανατολή και από Βορρά κάτι που άλλωστε υπογραμμίζει ο μεγάλος βυζαντινολόγος Κλάους Όλερ:
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε το ανάχωμα που προστάτευσε επί 1200 χρόνια τον πολιτισμό της Ευρώπης απέναντι στις εισβολές από Βορρά, Ανατολή και Νότο. Τα παλαιά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία ακόμα και σήμερα [ ] ακτινοβολούν υπερηφάνεια και μεγαλείο, αντιστάθηκαν σε κάθε εχθρό του Βυζαντίου ως την 29η Μαΐου 1453. Τότε η αυτοκρατορία, εξαντλημένη πια από αιώνες σκληρών αγώνων και εγκαταλελειμμένη από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την πτώση της, υπέκυψε τελικά στη δυσανάλογα μεγαλύτερη οθωμανική δύναμη[1].

Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να υποστηρίξουμε πως, μετά το 1204 (ή έστω το 1261), με τη σύγκλιση ανάμεσα στις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα, συγκροτείται αμετάκλητα η νεώτερη ελληνική εθνική συνείδηση: Το πρώτο σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος δεν θα δημιουργηθεί το 1828 αλλά έξι αιώνες ενωρίτερα, όταν συγκροτούνται το Δεσποτάτο της Ηπείρου, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Βασίλειο της Νικαίας.

Η απόπειρα μιας, λίγο-πολύ, ομαλής μετάβασης από τον μεσαιωνικό ελληνισμό, τον βυζαντινό, στον νεώτερο, μέσα από τον σταδιακό μετασχη ματισμό του Βυζαντίου, όπως συμβαίνει κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, όταν αναδύεται ήδη η νεοελληνική ιδιοπροσωπία, θα συνθλιβεί κάτω από την ταυτόχρονη και συντονισμένη πίεση Ανατολής και Δύσης – και, στην πρώτη φάση, προπαντός της Δύσης.

Ο νεώτερος ελληνισμός θα διαμορφωθεί, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση της λατινο-φραγκικής κατάκτησης, το 1204, διά της αντιστάσεως στην υποταγή του και θα ζήσει εφτά αιώνες –έως το 1922– υπόδουλος, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, στην τουρκική Ανατολή ή τη Δύση· άλλωστε, η αποικιοκρατούμενη και υποδεέστερη θέση του έναντι της Δύσεως συνεχίζεται ακόμα, οκτώ αιώνες μετά, το 2006, όταν σύρονται αυτές οι γραμμές.

Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού θα μεταβληθεί, έτσι, σε συγκρότηση εν δουλεία. Με όλες τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο στην εμπέδωση ενός άτυπου χαρακτήρα που συνδυάζει την υποταγή και την αντίσταση, τη λήθη και τη μνήμη, τη ρήξη ανάμεσα στις ελίτ –που συχνά εντάσσονται υποχρεωτικώς στις δομές της ξένης κυριαρχίας– και το λαϊκό σώμα που διατηρεί την παράδοση. Θα χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την αντιπαράθεση ανάμεσα σε κάθε απόπειρα ψευδούς «εκσυγχρονισμού», η οποία γίνεται αντιληπτή ως βιασμός του λαϊκού σώματος, και τη διατήρηση της συνέχειας – μιας συνέχειας που, για να επιβεβαιωθεί, αναγκάζεται συχνά να προσφεύγει ακόμα και στον συντηρητισμό ή την ιδεολογική αρτη­ριοσκλήρυνση.

Δεν θα μπορέσουμε, λοιπόν, να ολοκληρώσουμε την Αναγέννηση, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τον 11ο αιώνα και θα λάμψει για μια τελευταία φορά στον Μυστρά· αντιθέτως, οι λόγιοί μας είτε θα σκορπίσουν στη Δύση είτε θα ενταχθούν στην εκκλησιαστική παράδοση, που θα διατηρήσει σε εποχές δουλείας τη συνέχεια του ελληνισμού – με τίμημα την επιβολή μιας αττικίζουσας γλώσσας, την προσκόλληση στο γράμμα των κειμένων κ.ο.κ. Η «Αναγέννησή» μας θα μετατεθεί μερικούς αιώνες μετά, στον 18ο αιώνα. Τόσο μακριά, ώστε κάποτε θα πιστέψουμε πως αυτή η απόπειρα υπήρξε και η πρώτη, ενταφιάζοντας έτσι την πρώιμη ελληνική Αναγέννηση, εκείνη της υστεροβυζαντινής περιόδου.

Αυτή η «αναστολή» της Αναγέννησής μας θα διακόψει την αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στον μεσαιωνικό και τον νεώτερο ελληνισμό, ανάμεσα στο έπος του Διγενή Ακρίτα, τη «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», το «Άξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη», ανάμεσα στον Μιχαήλ Ψελλό, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Μανουήλ Πανσέληνο και τον… Ευάγγελο Παπανούτσο, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τη Φιλοκαλική Αναγέννηση ή τον Κόντογλου και τον Τσαρούχη… Θα μεσολαβήσει η φραγκική κατάκτηση και θα ακολουθήσει, ως φυσική της συνέπεια, η τουρκική.

Συνεχίζεται στο επόμενο (εκσυγχρονιστί, του μπη κοντίνιουντ)

[1] Klaus Oehler, «H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας», στο Λίν. Μπενάκης (επιμ.), Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, «Παρουσία», Αθήνα 2000, σ. 46.

Σχόλια