Ορέστεια του Αισχύλου στην Επίδαυρο: Τρεις σκηνοθέτιδες εξομολογούνται

Ο φαύλος κύκλος της βίας: εκδίκηση, απόδοση δικαιοσύνης, συγχώρεση, κάθαρση. Η μοναδική σωζόμενη τριλογία του Αισχύλου, Ορέστεια, παρουσιάζεται στις 28 και 29 Ιουνίου από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Μια ενιαία παράσταση από τρεις σκηνοθέτριες που καταπιάνονται για πρώτη φορά με το αρχαίο δράμα και με την Επίδαυρο (μια υπόθεση αρκετά ανδροκρατούμενη, τώρα που το σκέφτομαι)! Η Ιώ Βουλγαράκη με τον Αγαμέμνονα, η Λίλλυ Μελεμέ με τις Χοηφόρους και η Γεωργία Μαυραγάνη με τις Ευμενίδες. Λίγο πριν ξεκινήσουν τις κοινές γενικές πρόβες, βρήκαμε την καθεμιά στο χώρο που δουλεύουν με την ομάδα τους και μιλήσαμε για το έργο, για την παράσταση, τη σκηνοθεσία και την Επίδαυρο:
«Ναι, είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε, αλλά και η πρώτη επαφή καθεμιάς με το αρχαίο δράμα και με την Επίδαυρο. Είναι τολμηρό το εγχείρημα», σχολιάζει η Ιώ Βουλγαράκη. «Η μετάφραση είναι του Κ.Χ. Μύρη. Ο σκηνογράφος είναι ένας, ο Πάρις Μέξης, όπως και ο φωτιστής, ο Λευτέρης Παυλόπουλος, αλλά ο σκηνικός χώρος εξελίσσεται. Τώρα θα δουλέψουμε στις ενώσεις, στις μεταβάσεις από το ένα έργο στο άλλο, ώστε αυτό να είναι μέρος της δραματουργίας και να συνιστά αφήγηση. Αυτό είναι από τα πιο ενδιαφέροντα και αχαρτογράφητα σημεία, κατά τη γνώμη μου. Επιχειρούμε να συνθέσουμε έναν κόσμο μυθικό, πολύ παλιό, χωρίς την πρόθεση κάποιας ιστορικής αξιοπιστίας, αισθητικά, αλλά παίζουμε με αυτόν το δραματικό χρόνο του έργου, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Επινοούμε εκ νέου τη μορφή και τη γλώσσα αυτού του μυθικού αρχαίου κόσμου».
Ρωτώ και τις τρεις, αν σημαίνει κάτι το ότι και οι τρεις φέρουν τη γυναικεία ματιά: «Δε θέλουμε να κάνουμε μια παράσταση με ταυτότητα φύλου», μου ξεκαθαρίζει η Λίλλυ Μελεμέ. «Αυτό μπορεί μοιραία να το εντοπίσει κάποιος βλέποντάς το απέξω. Για εμάς όμως δεν είναι ζητούμενο να κάνουμε μια “γυναικεία” παράσταση. Προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας όσο καλύτερα μπορούμε. Αν θα υπάρξει κάποιο στοιχείο που θα διαφοροποιήσει την ταυτότητα του δημιουργού, αυτό δεν είναι στόχος και ζητούμενο». Η Ιώ Βουλγαράκη διευκρινίζει: «Ο κόσμος του έργου είναι απόλυτα πατριαρχικός, αντρικός πολιτισμός και αυτό είναι από τα θέματα του έργου. Οι σχέσεις των δυο φύλων, η πατριαρχία και τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σ’ έναν τέτοιο κόσμο. Αυτό θέλοντας και μη, μοιραία, το αντιμετωπίζεις. Δεν μπορώ να ξέρω πόσο διαφορετικά το αντιμετωπίζεις όντας άντρας ή γυναίκα».
Στο πρώτο μέρος λοιπόν της τριλογίας, ο Αγαμέμνονας (ο Αργύρης Ξάφης στο ρόλο) επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια, νικητής από τον πόλεμο στην Τροία, φέρνοντας μαζί του και τρόπαιο μια γυναίκα, την Κασσάνδρα (Δέσποινα Κούρτη), και δολοφονείται από τη γυναίκα του, Κλυταιμνήστρα (Εύη Σαουλίδου), που εκδικείται έτσι για την απόφαση του Αγαμέμνονα να θυσιάσει την κόρη τους Ιφιγένεια, προκειμένου να ξεκινήσει η εκστρατεία στην Τροία. Συνεργός, ο εραστής της Κλυταιμνήστρας και ξάδερφός του, Αίγισθος (Αλέξανδρος Λογοθέτης), που παίρνει και την εξουσία.

«Ο Αγαμέμνονας είναι το πιο ηρωικό και επικό κομμάτι της τριλογίας. Το κεντρικό πρόσωπο, η Κλυταιμνήστρα, έχει υιοθετήσει χαρακτηριστικά του κυρίαρχου φύλου για να επιβιώσει. Αυτό που την έχει καθορίσει στη δική μας ανάγνωση είναι η απώλεια του παιδιού της. Δεν είναι άντρας ή γυναίκα. Είναι ένα ον που δεν έχει ακριβώς φύλο. Έχει καταπατηθεί και ξεριζωθεί από εκείνη ο ρόλος της μάνας με τον πιο βάναυσο τρόπο και επί 10 χρόνια πρέπει να είναι η αρχή, η εξουσία, σ’ έναν εντελώς ανδροκρατούμενο σύστημα. Η μητρότητα στο έργο δεν είναι παρά μια λέξη, όχι μια πραγματικότητα. Σαν να μην υπάρχει το θέμα της μητρότητας στη σκέψη και σύλληψη των αντρών που απαρτίζουν το υπόλοιπο σύμπαν του έργου», σχολιάζει η Ιώ Βουλγαράκη.
«Συμβαίνει μια πράξη εκδίκησης, που δεν θα συνέβαινε ποτέ, αν δεν είχε προηγηθεί μια ανθρωποθυσία. Με αυτή την έννοια εγώ κατανοώ πάρα πολύ την Κλυταιμνήστρα. Αυτή είναι και το κέντρο της δικής μου ανάγνωσης. Είναι αναγκασμένη να εκδικηθεί, δεν έχει άλλο δρόμο! Η εκδίκηση είναι ο πυρήνας του έργου, γιατί είμαστε σ’ έναν κόσμο που η ηθική του χτίζεται πάνω στο “Θα πάθεις ό,τι πράξεις”».

«Υπάρχουν πολύ αδρές γραμμές, κάτι σχεδόν το μονολιθικό στην όψη της παράστασης. Μια γύμνια στις μουσικές χειρονομίες της παράστασης και μια θραυσματικότητα. Είναι ένας κόσμος με πάρα πολλά κομμάτια και ψήγματα από το παρελθόν».
«Ο χορός είναι κυρίαρχος. Αν η παράσταση αφηγείται τις πράξεις των ηρώων, αφηγείται και την αδυναμία του χορού να τις ελέγξει και να παρέμβει. Δεν είναι χορός λυρικός. Έχει δουλευτεί σε κείμενο και λόγο, με ψυχικά κυρίως,  παρά μουσικά υλικά. Έχουμε ένα δυνατό χορό προσωπικοτήτων με σπουδαίους κι έμπειρους ανθρώπους και είναι τιμή μου να δουλεύω μαζί τους».

Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, τις Χοηφόρους, ο Ορέστης (εδώ ο Γιώργος Νιάρος), που είχε φυγαδευθεί από την αδερφή του Ηλέκτρα (εδώ η Μαρία Κίτσου) μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα, επιστρέφει στις Μυκήνες με τον ξάδερφό του Πυλάδη (στο ρόλο ο Γιώργος Στάμος) και εκδικείται για το φόνο του πατέρα του σκοτώνοντας τη μητέρα του (στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας η Φιλαρέτη Κομνηνού) και τον Αίγισθο (εδώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου).
«Λέω συχνά ότι εδώ χτυπά η καρδιά της τριλογίας, επειδή οι Χοηφόροι είναι στο μέσον της τριλογίας», μου λέει η Λίλλυ Μελεμέ. «Είναι ένα έργο πολύ πυκνό ως προς τη δράση του και ο Αισχύλος χτίζει μια εξαιρετική κλιμάκωση φτάνοντας μέχρι τη μητροκτονία, το υπέρτατο έγκλημα που διαπράττει ο Ορέστης και είναι η αρχή του τέλους για εκείνον, προκειμένου να μπει στην περιπέτεια της καταδίωξης από τις Ερινύες για να έρθει τελικά η λύτρωση».

«Είμαστε λοιπόν σε μεταβατικό στάδιο, όπου μοιάζει ότι όλο το παλαιό καθεστώς έχει φτάσει σ’ ένα απίστευτο τέλμα, σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο. Χρειάζεται να έρθει κάποιος για να πάει η ιστορία παρακάτω. Κι αυτός ο κάποιος είναι ένα νέο παιδί, που επωμίζεται τα βάρη της ευθύνης, του χρέους, της εκδίκησης με απόλυτη συνείδηση του τι πρόκειται να του συμβεί. Γιατί δεν είναι σε άγνοια ο Ορέστης, δεν έρχεται εν θερμώ να διαπράξει την εκδίκηση, γνωρίζει πολύ καλά ότι ο δρόμος που θα ακολουθήσει είναι οδυνηρός, γεμάτος εμπόδια και δυσκολίες. Παρόλα αυτά το κάνει και πάει όλο τον κόσμο, την ανθρωπότητα παρακάτω. Υπάρχει συνείδηση, γνώση, κι έτσι περνάμε κατά κάποιον τρόπο από την κοινωνία του ενός, του ηγεμόνα, του άρχοντα, στην κοινωνία των πολλών – στο δικαστήριο δηλαδή που θα γίνει στις Ευμενίδες, όπου ξαφνικά οι πολίτες μπαίνουν στο προσκήνιο, ψηφίζουν και δημιουργείται μια τεράστια αλλαγή: Ένα βήμα στον πιο σύγχρονο κόσμο που έχει ως κέντρο του τον άνθρωπο και όχι τεράστιους θεούς που εξαπολύουν φρικτές κατάρες και χρησμούς εγκλωβίζοντας την ανθρωπότητα σε μια θεοκρατική λογική».

«Οι Χοηφόροι, μαζί με τους Πέρσες του Αισχύλου, είναι οι δυο μοναδικές τραγωδίες όπου έχουμε τη φοβερή επίκληση, τον κομμό, το θρήνο στον νεκρό Αγαμέμνονα. Και οι δυο τελετές γίνονται από ανθρώπους που δεν είναι Έλληνες. Οι Πέρσες έκαναν επίκληση στον Δαρείο, αλλά κι εδώ ο χορός αποτελείται από αιχμάλωτες Ασιάτισσες. Κάνουν λοιπόν μια σκοτεινή, μαγική και άγρια τελετή, επικαλούμενες χθόνιες δυνάμεις, προκειμένου να προετοιμαστεί ο Ορέστης, ώστε να διαπράξει το φρικτό έγκλημα της μητροκτονίας. Το οποίο έγκλημα είναι αναπόφευκτο και το ξέρουν όλοι, ακόμα και η ίδια η Κλυταιμνήστρα. Στην παράσταση, ο Χορός απαρτίζεται από οκτώ εξαιρετικές ηθοποιούς που δημιουργούν μια καταπληκτική ομάδα κι έχουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Επεμβαίνει στη δράση, είναι κινητήριος μοχλός της. Αν δεν υπήρχε ο χορός που εμπλέκεται ψυχή τε και σώματι στην ιστορία, δεν θα μπορούσε αυτή να πάει παρακάτω».

Στις Ευμενίδες, το τελευταίο μέρος της τριλογίας, ο Ορέστης είναι στους Δελφούς καταδιωκόμενος από τις Ερινύες. Ικετεύει τον Απόλλωνα και ακολουθώντας τις συμβουλές του πάει στην Αθήνα ζητώντας τη συνδρομή της θεάς Αθηνάς, καταδιωκόμενος από τις εξαγριωμένες Ερινύες. Τελικά γίνεται δικαστήριο, στον Άρειο Πάγο, όπου ο Ορέστης και οι Ερινύες ισοψηφούν. Η λύση δίνεται με την ψήφο της θεάς Αθηνάς υπέρ του Ορέστη, ο οποίος και κηρύσσει ακατάλυτη συμμαχία της πόλης του με την Αθήνα. Οι Ερινύες ανακηρύσσονται Ευμενίδες από τη θεά Αθηνά.
«Όλο το έργο είναι μια χορική λειτουργία, όπου οι ρόλοι εναλλάσσονται», μου εξηγεί η Γεωργία Μαυραγάνη. «Διαβάζοντας το κείμενο και ειδικά το δοξαστικό λόγο που βγάζει ο Ορέστης στο δικαστήριο και αθωώνεται από τη θεά Αθηνά, συνειδητοποίησα ότι εκείνη είναι η στιγμή που ο Ορέστης γίνεται ήρωας! Είναι η πρώτη στιγμή που πραγματικά κατάλαβα ότι ήρωας είναι αυτός που τρυπάει το χρόνο, που θα μείνει. Σε αυτό με βοήθησε πολύ ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, σύμβουλος δραματουργίας: Να αντιληφθώ τι σημαίνει το μέγεθος αυτών των κειμένων πρακτικά, χωρίς το δέος. Το ότι ήρωας ουσιαστικά είναι αυτός, του οποίου η αφήγηση, η ιστορία, επιβιώνει μέσα στο χρόνο».

«Όταν λοιπόν βγάζει τον ηρωικό του λόγο ο Ορέστης, λέει ξαφνικά στον πληθυντικό ότι εμείς, από τους τάφους μας, θα εξεγερθούμε απέναντι σε όποιον ήρθε ενάντια σε αυτή την πόλη. Και τότε κατάλαβα – το λέω κι ανατριχιάζω! – ότι δεν είναι μόνο ο ίδιος που γίνεται ήρωας, αλλά όλη η γενιά που εκπροσωπεί, όλοι, και οι νεκροί του, και σαν να παίρνει όλους αυτούς τους ήρωες, μαζί και με τις Ερινύες, και στο τέλος τις επανατοποθετεί στην Αθήνα ο Αισχύλος, ως έναν τρόπο να ξανακοιτάξουμε το μέλλον. Προσέξτε, όχι να ξεπεράσουμε το παρελθόν, αλλά να βρούμε την ουσιαστική αφήγηση του παρελθόντος, που θα μας είναι κάτι παραπάνω από χρήσιμη: δημιουργική για το μέλλον. Είναι σαν να μη μένει μόνο το αίμα, ο φόνος, αλλά όλη αυτή η διαδικασία, ακόμα κι εκείνη του πένθους, της ανάγκης απόδοσης δικαιοσύνης (που αυτό κάνουν οι Ερινύες, την πιο δύσκολη δουλειά!), να περνά στα χέρια των ανθρώπων και να συμβάλλει στο να αποκτά τελικά η πόλη μια συλλογική λειτουργία. Να αποκτά τις θεϊκές της διαστάσεις».

«Πώς θα αποκτήσει μια πόλη θεϊκές διαστάσεις; Αυτό το συμβολίζει έντονα στο έργο η Αθηνά, που έχει έναν εμπνευσμένο λόγο, όχι μόνο πειστικά επιχειρήματα, και που κατορθώνει κι αθωώνει τον Ορέστη και εξευμενίζει τις Ερινύες. Η θεϊκή διάσταση έρχεται από ένα σύνολο ανθρώπων, από συλλογικότητα, όχι ατομικότητα. Το ότι εκείνη τη στιγμή δεν είναι μόνο ο Ορέστης, αλλά οι νεκροί του και οι πρόγονοί του, μου έκανε ξεκάθαρο ότι το έργο μπορείς να το δεις μόνο μέσα από μια χορική αφήγηση. Και με το δεδομένο ότι γίνεται δίκη, ψηφίζει η πόλη. Το έργο έχει μοντέρνα και δύσκολα στοιχεία, δε μοιάζει με την τραγωδία που ξέρουμε. Έχει αλλαγή χρόνου και τόπου. Από τους Δελφούς πάμε στην Αθήνα. Επίσης έχει θεούς. Πώς εμφανίζονται; Πώς μπορείς να αποδώσεις σκηνικά το σύμβολο της θεϊκής δύναμης και να το νιώθει ο θεατής, χωρίς να είναι γκροτέσκο; Γι’ αυτό με ενδιαφέρει αυτό το έργο. Κι ο άλλος λόγος είναι ότι ξεκινάει με μα προσευχή. Έχει έντονο υπαρξιακό, μεταφυσικό και θρησκευτικό στοιχείο, που συνομιλεί με το ζήτημα της πίστης – όχι μια συγκεκριμένη θρησκεία, αλλά την ικανότητα της πίστης, που είναι κάτι που αναζητούμε και δυσκολευόμαστε πάρα πολύ πια στην εποχή μας. Είναι, νομίζω, ο μεγάλος αγώνας που έχουμε να δώσουμε. Στην ουσία στο έργο αυτό συμβαίνει μια βαθιά κάθαρση της γενιάς των ανθρώπων. Έχει καθαρτική λειτουργία, γι’ αυτό λέω ότι έχει έντονη θρησκευτικότητα. Σαν αυτό που λέμε βάπτιση».

Πώς αποδίδεται ένα τέτοιο έργο στην Επίδαυρο, τι αναγνώσεις και τι επικαιροποιήσεις μπορεί να έχει;


«Αυτά τα κείμενα είναι αιώνια, πέρα από το σύγχρονο», σχολιάζει η Ιώ Βουλγαράκη. «Οπότε όλα τα θέματα που ανοίγουν – αυτοδικία, δίκη, δίκαιη τιμωρία – είναι θέματα με τα οποία αναμετριόμαστε ως ανθρωπότητα. Δεν προσπαθούμε να εκμοντερνίσουμε και να επικαιροποιήσουμε το έργο – αυτό μου περιορίζει πάρα πολύ τη φαντασία προσωπικά και με στενεύει πάντα. Στόχος είναι να ξαναφτιάξουμε το παραμύθι! Δεν επιδιώκουμε να εντυπωσιάσουμε αλλά να επικοινωνήσουμε με ένα κείμενο και κάτι που θα συμβεί στην ορχήστρα της Επιδαύρου να μας ενώσει με τον κόσμο, κάπου να συναντηθούμε. Με όλη την υποκειμενικότητα που το θέατρο οφείλει να έχει!».
«Αν ξεκινήσει κανείς με λογική του να φέρει κάτι το εντελώς καινούριο, έχω την αίσθηση ότι μάλλον θα εγκλωβιστεί και θα κλειδωθεί στην ανάγκη να γεννήσει μια πρωτότυπη ιδέα», μου λέει η Λίλλυ Μελεμέ. «Κακά τα ψέματα, τα πάντα έχουν συμβεί. Εγώ προσπαθώ να διαβάσω το έργο στο εδώ και τώρα, να βρω δραματουργικά ερείσματα και συσχετισμούς με το σήμερα, με τη ζωή μας, και να αφηγηθούμε την ιστορία έτσι κι αλλιώς με το σύγχρονο τρόπο, γιατί είμαστε σύγχρονοι άνθρωποι, δεν κάνουμε μουσειακή παράσταση. Και θέλω να πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να συνομιλήσουμε με το σήμερα και με τον θεατή, χωρίς να αναζητούμε τερτίπια για να εκμοντερνίσουμε έναν λόγο, ο οποίος έχει αντέξει τόσες χιλιάδες χρόνια και είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ όλους μας!».
«Πρόκειται για κλασικά κείμενα. Το να προσπαθείς με μανία να τα επικαιροποιήσεις, είναι σαν να τα αδικείς, γιατί γι’ αυτό είναι κλασικά, είναι μύθοι», συνεχίζει η Γεωργία Μαυραγάνη. «Τα βιώνουμε μέσα στο χρόνο. Με οδηγεί το κείμενο – αν έχει κάτι καινούριο, θα έρθει από εκεί».

Τι νιώθουν οι τρεις σκηνοθέτιδες για την Επίδαυρο;

«Όταν δεν μου προκαλεί άγχος, μου προκαλεί βαθύτατη συγκίνηση. Δέος νιώθω, που περιέχει φόβο και θαυμασμό», μου λέει η Ιώ Βουλγαράκη. «Είναι μεγαλειώδες κείμενο, ούτως ή άλλως μια δραματουργία όπου μπορεί κανείς να επιστρέφει και να μελετά όλη του τη ζωή. Δεν έχω αυταπάτη ότι μπορεί μια παράσταση να αποκαλύψει όλο το εύρος και βάθος θεμάτων, τα οποία περικλείει, και δεν οφείλει. Οφείλει να διαλέξει ένα κύτταρο από το όλο, με το οποίο ως δημιουργός επικοινωνείς στο εδώ και τώρα, στη δεδομένη στιγμή της ζωής σου και στη δεδομένη συνθήκη. Πρόσφατα γνώρισα έναν Έλληνα που ζει 35 χρόνια έξω και κάθε καλοκαίρι βλέπει παραστάσεις στην Επίδαυρο και μου είπε κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση με την απλότητα και την ειλικρίνεια της σκέψης ‘Ξέρεις, μια παράσταση μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο καλή. Αλλά αυτό δεν έχει για μένα μεγάλη σημασία. Γιατί από τη στιγμή που κάθομαι σ’ αυτές τις πέτρες, είμαι ήδη άλλος από αυτό που ήμουν πριν’. Ό,τι και να κάνεις το θέατρο θα είναι μεγαλύτερο από την παράσταση και πρέπει να το αφουγκραστείς».
«Υπάρχει αγωνία αλλά και χαρά γιατί η συνθήκη που συμβαίνει όλο αυτό είναι πολύ καλή», λέει η Λίλλυ Μελεμέ. «Υπάρχει εξαιρετική συνεργασία με τις συναδέλφους αλλά και την ομάδα που είμαι επικεφαλής και υπάρχει μια γλυκιά προσμονή γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί και που δεν συμβαίνει συχνά – να δούμε ολόκληρη την Ορέστεια από τρεις διαφορετικούς ανθρώπους κάτω από την ομπρέλα του Εθνικού. Είναι μεγάλο στοίχημα κι αξίζει».
«Το δέος της Επιδαύρου, νομίζω ότι δημιουργείται από τους έξω και μετά για να κάνεις τη δουλειά σου το ξεχνάς και τέλος!», σχολιάζει η Γεωργία Μαυραγάνη. «Γιατί αλλιώς δεν θα κάνεις κάτι. Πηγαίνοντας, μαθαίνεις. Σαφώς έχει ιδιαιτερότητες και διαφορές, οπότε μένει να το βιώσουμε πρώτα!».
Info παραστάσεων:


 https://www.elculture.gr/blog/article/oresteia-aisxilou-epidauros/

Σχόλια