«Κώστας Καρυωτάκης, Το Εγκώμιο της Φυγής»: 89 χρόνια από την αυτοκτονία του ποιητή στην Πρέβεζα

«Πού ν’ αφήσω το βάρος του εαυτού μου;»
Οι στίχοι δηλώνουν το βάρος της ύπαρξης ενός ανθρώπου που αρχικά τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι θα εξελισσόταν σε έναν αυτόχειρα που θα πάλευε μία ολόκληρη νύχτα μάταια με τα κύματα, προσπαθώντας να δώσει τέλος στην ανούσια, όπως τη θεωρούσε ο ίδιος, ζωή του. Κάποτε έγραψε για τη θάλασσα: «Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη ενός ιδανικού. Και τ’ όνομα της είναι ένα θαυμαστικό Λίγους μήνες αργότερα, στις 21 Ιουλίου 1928, αυτοκτονεί με ένα περίστροφο τύπου Pieper Bayard 9mm, πυροβολώντας την καρδιά του.
Μέσα στην τσέπη του βρίσκουν μία «αποχαιρετιστήρια επιστολή» στο υστερόγραφο της οποίας σημειώνει με σαρκασμό: «Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

Είκοσι χρόνια μετά ο Ι. Παπαβασιλείου γράφει στην τοπική εφημερίδα «ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», 10-11 Ιουνίου 1948:
«Η είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα δεν έκαμε σπουδαία εντύπωση στους Πρεβεζιάνους τότε.
Αυτοκτόνησε ένας νευρασθενικός Νομαρχιακός υπάλληλος, είπαν μερικοί.»
Το παραπάνω σημείωμα, όπως και πολλά από τα στοιχεία που άντλησα για τη ζωή και την ποίησή του, πηγάζουν από ένα βιβλίο των εκδόσεων Γαβριηλίδης, που ξεχωρίζει για το ζήλο και τη φιλοπονία του γράφοντος, Σπύρου Λ. Βρεττού, με τίτλο «Κώστας Καρυωτάκης Το Εγκώμιο της Φυγής». Είναι, νομίζω, το βάθος της έρευνας εκείνο το στοιχείο που μαρτυρά το σεβασμό με τον οποίο πλαισιώνει ο συγγραφέας τον ποιητή, ένας φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που έγραψε: «Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,/δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς/τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,/κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.» («Υστεροφημία»)
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο ποιητής προερχόταν από οικογένεια που του εξασφάλισε μία καλή ποιότητα ζωής, μα και την επαφή του με το χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Η μητέρα του Αικατερίνη ήταν μάλιστα προικισμένη με τέτοια στιχουργική ευχέρεια, που «συνήθιζε να αφήνει έμμετρα μηνύματα και παραγγελίες όχι μόνο στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, μα και στο βοηθητικό προσωπικό». Ίσως αυτή η «ποιητική της αδεία» να του ενέπνευσε να γίνει ποιητής.

Όταν ήταν μικρός, ήταν τακτικός αναγνώστης του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων». Στις 27/2/1910, το περιοδικό αναγγέλλει διαγωνισμό «προς σύνθεσιν διηγήματος» με βάση 12 εικόνες, στον οποίο ο Καρυωτάκης συμμετέχει και του απονέμεται εύφημη μνεία. Παράλληλα, από μικρός ζωγραφίζει-σκιτσάρει. Σαν παιδί θα πρέπει να τον φανταστούμε με βάση τις μαρτυρίες ανθρώπων που τον ήξεραν καλά, όπως ο επιστήθιος φίλος κι αργότερα βιογράφος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, ή άνθρωποι που τον γνώρισαν στην Κρήτη, όπως ο Αλέξης Μινωτής και ο Ν.Β.Τωμαδάκης, που τον θυμούνται από το λύκειο αρρένων στα Χανιά. «Τον θυμάμαι έντονα», θα πει ο Αλέξης Μινωτής, «γιατί ο Κώστας ήταν το πιο άτακτο αγόρι του σχολείου. Έτρεχε, σκαρφάλωνε και τα γόνατά του ήταν διαρκώς ματωμένα από πεσίματα. Ήταν από το είδος των μαθητών που γίνονται αρχηγοί ομάδων, μιλούν, πειράζουν τους πάντες και προκαλούν το ενδιαφέρον γύρω τους».
Ο Καρυωτάκης είχε πολύ χιούμορ, παρά τη βαριά του διάθεση, και γι’ αυτό από νεαρός έκανε πολλές φάρσες, αλλά και αυτοσαρκαζόταν. Από την άλλη, περιστατικά της ζωής του μαρτυρούν ότι θύμωνε (πέταξε κάποτε μία πέτρα κι έσπασε τη φωτισμένη βιτρίνα ενός γραφείου κηδειών στην Πάτρα, επειδή έγινε «έξω φρενών» φωνάζοντας: «Απόκριες τώρα και να βλέπω φέρετρα!») αλλά κι ήταν ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στην αδικία και την αναξιοκρατία, την κρατική διαφθορά, που γνώρισε ως δημόσιος υπάλληλος και δη ως μέλος αλλά και προϊστάμενος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, που είχε ως έργο να διαχειρίζεται τα δάνεια που συνάπτονταν για την εγκατάσταση των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ήταν μάλιστα εκείνος που αιτήθηκε τη μείωση των δανείων, γιατί φοβόταν ότι όσα περισσότερα χρήματα εξασφαλίζονταν, τόσα λιγότερα θα έφταναν στους πρόσφυγες!

Παράλληλα, «μπήκε στο μάτι» του Υπουργού Μ. Κύρκου, γιατί θεωρήθηκε (άδικα βέβαια, όπως φαίνεται από επιστολές προς τους οικείους του), εξαιτίας πιθανότατα και της συνδικαλιστικής του δράσης, ότι «ξεσκέπασε» πολιτικό σκάνδαλο, ο οποίος άρχισε έπειτα να τον «χτυπά αλύπητα» μεταθέτοντάς τον από τη μία επαρχιακή πόλη (Πάτρα) στην άλλη (Πρέβεζα) και να τον τιμωρεί, γιατί άργησε να παρουσιαστεί μία ημέρα στη νέα του θέση (είχε εγκριθεί άδεια κι εκείνος είχε ταξιδέψει στο Παρίσι) με «πειθαρχική δίωξη», που ισοδυναμεί, όπως ο ίδιος ενημερώνει με γράμμα (28/3/1928)  τους γονείς του με «πρόστιμο ίσου προς τας αποδοχάς δέκα ημερών». Στο ποίημά του «Κάθαρσις» καταθέτει: «Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου.»
Το Παρίσι ήταν για τον Καρυωτάκη «όνειρο ζωής» που δυστυχώς όμως ναυάγησε. Ήθελε να μείνει εκεί, να εργαστεί, αλλά και ήλπιζε να βρει γιατρειά στην αρρώστια που τον βασάνιζε, τη σύφιλη, και την οποία έκρυβε σχεδόν από όλους. Σε γράμμα της μόνο η ποιήτρια Μ. Πολυδούρη, με την οποία ο Καρυωτάκης υπήρξε συνάδελφος και συνδέθηκε ερωτικά, στην επιστήθια φίλη της Β. Θεοδωροπούλου, μαρτυρά ότι ο ποιητής τής είχε μιλήσει για την αρρώστια αυτή, την οποία εκείνη θεωρεί ως πρόφαση που σκαρφίστηκε για να χωρίσουν. Σε άλλο γράμμα της όμως, που στέλνει από το Παρίσι, όταν αρχίζει να εκδηλώνει τα πρώτα συμπτώματα της φυματίωσης, ζητά από τη φίλη της «να κρατήσει εχεμύθεια και να μη μάθει τίποτε αυτός και λυπηθεί», γεγονός που δείχνει ότι ίσως μέσα της να πίστευε πως κι εκείνος την είχε αγαπήσει αληθινά. Ο Καρυωτάκηςσαν από τραγική ειρωνεία– στο ποίημά του «Μυγδαλιά» γράφει: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω/ πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα/που αγαπιέται.» Κι όμως η Πολυδούρη αφέθηκε ουσιαστικά μετά την αυτοκτονία του στο θάνατο, όπως εξάλλου παραδέχεται και μέσα από τα ποιήματά της που είναι όλα αφιερωμένα σε εκείνον.
Κλείνοντας, για την αυτοκτονία του ποιητή έχουν ειπωθεί κι υποστηριχτεί πολλά, όπως ότι ευθυνόταν η αρρώστια του, οι συνεχείς μεταθέσεις και η πολιτική δίωξη που άδικα είχε υποστεί, η καταθλιπτική του φύση, η φτώχεια του («το Μάιο του 1928 αναγκάστηκε να πουλήσει ένα πλούσιο βαλιτσάκι που πριν από χρόνια πολλά του είχε φέρει ο γαμπρός του από τη Γερμανία»), η αρνητική αντιμετώπιση του έργου του από κάποιους (ο Β. Ρώτας είχε γράψει στην κριτική στα Ελληνικά Γράμματα το Φεβρουάριο του 1928: «…ο άνθρωπος υποφέρει σαν κανένας υποχονδριακός.(…)Με τον Καρυωτάκη κάποια παρεξήγηση θα συμβαίνει: έπιασε αυτήν την κλάψα από το πρώτο του βιβλίο κι εξακολουθεί.») Τα αίτια, φαντάζομαι, αυτής του της απόφασης δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν εδώ, ούτε όμως και είναι εκείνα που με απασχόλησαν. Εκείνο που με εντυπωσίασε είναι ασφαλώς η νεωτερικότητα της φόρμας του στίχου, η βαθιά παιδεία του, ο έντονος συμβολισμός που μου θύμισε κάτι από Ρίτσο, Σαχτούρη, Δημουλά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κ. Π. Καβάφης είχε πει για εκείνον: «Στην Ελλάδα υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας μεγάλος νέος ποιητής και λέγεται Κώστας Καρυωτάκης». Ο ίδιος έγραψε σε ποίημα της τελευταίας του συλλογής «Ελεγεία και Σάτιρες»:
«Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα
σε κάποιον τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο ελεύθερο, γενναίο».

http://www.elculture.gr/blog/article/%cf%84%ce%bf-%ce%b5%ce%b3%ce%ba%cf%8e%ce%bc%ce%b9%ce%bf-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%86%cf%85%ce%b3%ce%ae%cf%82/

Σχόλια