Νηφάλιες σκέψεις για την συγκληθείσα στην Κρήτη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας

του Κωνσταντίνου Ι. Μπελέζου, Αναπληρωτού Καθηγητού Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ


Το καλοκαίρι που πέρασε (Κυριακή της Πεντηκοστής -Κυριακή των Αγίων Πάντων, 19-26 Ιουνίου 2016), πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη, ύστερα από πολύχρονες και πολύπλευρες συνεννοήσεις, συγκλίσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις, η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» των Ορθοδόξων. Η σύγκλησή της, σημείο ορατό εκκλησιαστικής ενότητος, ανυποκρίτου μαρτυρίας και συγχρόνου ομολογίας των ορθοδόξως κατ’ Ανατολήν πιστευόντων, προκάλεσε, τόσο πριν όσο και μετά την ολοκλήρωσή της, ποικίλες θετικές αλλά και αρνητικές ή αντιφατικές (δυσκόλως ίσως εξηγούμενες με πνευματικά κριτήρια και όρους υγείας) αντιδράσεις, που οφείλουμε κάποτε να αξιολογήσουμε με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα.

Η Σύνοδος προετοιμαζόταν από τις αρχές του 20ού αι., με την μέριμνα τού ‒πρώτου τῃ τάξει και τῃ διακονίᾳ‒ Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δε σκοπό τον καλύτερο συντονισμό και την αποτελεσματικότερη συνεργασία των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών (διά των εκπροσώπων τους όπου γης) για ζητήματα θεολογικο-ποιμαντικού, ως επί το πλείστον, χαρακτήρα∙ παράλληλα απέβλεπε στην άμεση επίλυση προβλημάτων διοικητικής και πρακτικής φύσεως, τα οποία χρόνιζαν και απαιτούσαν συλλογική αντιμετώπιση, επί τη βάσει του κατ’ αλήθειαν λόγου του Ευαγγελίου και του συνοδικού συστήματος, του λειτουργούντος από την Αποστολική Σύνοδο (βλ. Πράξ. 15) ώς τις μέρες μας. Οι ενέργειές της, εφόσον αυτή τελικώς επραγματοποιείτο, όφειλαν να είναι στο πνεύμα της κοινής και μακραίωνης ορθοδοξοπατερικής παράδοσης, να καλύπτουν ουσιαστικές ανάγκες και ν’ απαντούν σε πραγματικές προκλήσεις για τους χριστιανούς του σήμερα.

Το γεγονός μίας τέτοιας Συνόδου έμελλε να επισφραγίσει την προσπάθεια όλων ανεξαιρέτως των ευρισκομένων σε εκκλησιαστική κοινωνία Ορθοδόξων, που λόγω ιστορικών περιπετειών και εθνικιστικών κρίσεων είχαν απομακρυνθεί αρκετά απ’ αλλήλων, να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους και να επιληφθούν κοινών ή παραπλησίων προβλημάτων, επιβεβαιώνοντας όχι μόνο την αυτοσυνειδησία τους και την αδιάκοπη πιστότητά τους σε ό,τι παρέλαβαν εν αληθείᾳ και αγάπῃ, αλλά και τη δέσμευσή τους να συνεχίσουν την από κοινού πορεία τους στον κόσμο και την Ιστορία. Η δέσμευση στην κοινή τούτη πορεία προϋπέθετε ότι όλες οι κατά τόπους Εκκλησίες ήταν έτοιμες να αναλάβουν τις ευθύνες τους, κηρύσσοντας την εν Χριστώ συναλληλία τους «πανταχού εν πάσῃ εκκλησίᾳ» (Α΄ Κορ. 4,17) και φανερώνοντας ανά την Οικουμένη το κοινό ήθος, την συναντίληψη και την εν πάσι αλληλεγγύη τους, ως ζώσα έκφραση ομογνωμίας και συνεπούς του κόσμου διακονίας.

Η προσυνοδική διαδικασία υπήρξε επίπονος και μακρά. Ξεκίνησε επίσημα με το Πανορθόδοξο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε, από 10 Μαΐου έως 6 Ιουνίου του 1923, στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίστηκε δε με την σύναξη των μελών της Διορθοδόξου Προκαταρκτικής Επιτροπής στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους, από 8 έως 23 Ιουνίου του 1930. Στις συναντήσεις εκείνες τέθηκαν οι βάσεις για την προετοιμασία μιας Συνόδου της Ορθοδοξίας, η οποία δεν εκαλείτο βεβαίως ν’ αντιμετωπίσει κάποιες νέες αιρέσεις, αλλά πολλές νέες προκλήσεις όσον αφορά τις σχέσεις των επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ τους, με τις άλλες χριστιανικές Ομολογίες, με την κοινωνία, την επιστήμη και το κράτος, συντονίζοντας την κοινή Ορθόδοξη μαρτυρία, στη βάση της αυτοσυνειδησίας τους ως Σώματος Χριστού, με γλώσσα σύγχρονη, πρακτική και άμεση, και λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των πληρωμάτων τους και τις ειδικές (ερμηνευτικές, λειτουργικές, κανονικές, κοινωνικές κ.ά.) ανάγκες των ιδίων, καθώς και του περιβάλλοντός τους.

Η συστηματική προετοιμασία για τη συγκρότηση μιας Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας συνεχίστηκε με σειρά Πανορθοδόξων Διασκέψεων που πραγματοποιήθηκαν στη Ρόδο η Α΄ (24-29 Σεπτεμβρίου 1961), η Β΄ (26-29 Σεπτεμβρίου 1963) και η Γ΄ (1-15 Νοεμβρίου 1964), ενώ στο Σαμπεζύ της Γενεύης έλαβε χώρα η Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (8-15 Ιουνίου 1968), όπου αποφασίστηκε η «ως οιον τε ταχύτερον» σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ακολούθησαν οι Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ και Ε΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις (Σαμπεζύ 1976, 1982, 1986, 2009 και 2015). Σε όλες συμμετείχαν πάντοτε σπουδαίοι θεολόγοι και ιεράρχες, εκπρόσωποι των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίοι διαμόρφωσαν και οριστικοποίησαν την θεματολογία, με βάση άμεσες ανάγκες και την αρχή της συνοδικής συναίνεσης.

Στη Σύνοδο, που συνεκλήθη εν τέλει την τέταρτη εβδομάδα του Ιουνίου του 2016, συμμετείχαν με εκπροσώπους τους (ιεράρχες, ειδικούς θεολογικούς και λοιπούς συμβούλους, συνεργάτες και βοηθούς) όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, πλην των Εκκλησιών Αντιοχείας, Ρωσσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας. Οι τελευταίες ακύρωσαν, την ύστατη στιγμή, τη συμμετοχή τους στη Σύνοδο, με προσχηματικά επιχειρήματα, στην πραγματικότητα δε είτε για λόγους αδιαλλαξίας και διεκδίκησης πρωτοκαθεδρίας είτε από σύνδρομα φοβικά και φονταμενταλιστικά, που αγνοούν την εν ταπεινώσει ισχύ της Ορθοδοξίας και το πλεονέκτημα της άμεσης συνεννόησης και της μετ’ αδελφών κοινωνίας. Προκαθήμενοι και αντιπροσωπίες των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας και Σλοβακίας, που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο της Κρήτης, συζήτησαν και ενέκριναν τα έξι κείμενα της ημερησίας διατάξεως, καθώς και την Εγκύκλιο και το Μήνυμα της Συνόδου «προς τον Ορθόδοξο λαό και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως»[1]. Κατά την εναρκτήρια συνεδρία και κατά την ανάγνωση του Μηνύματος, παρευρέθησαν ως απλοί παρατηρητές και εκπρόσωποι άλλων χριστιανικών ομολογιών.

Τα θέματα που συζητήθηκαν, και εκ των οποίων προήλθαν τα συμφωνηθέντα και δημοσιευθέντα αμέσως κείμενα, ήταν τα εξής: 1) «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον», 2) «Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού», 3) «Το Αυτόνομον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», 4) «Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον», 5) «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», και 6) «Η Ορθόδοξος Διασπορά». Το πνεύμα της Συνόδου κατέγραψε προκαταβολικώς η «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», όπου προβλήθηκαν: α) η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και εικόνα της Αγίας Τριάδος, β) η αποστολή της Εκκλησίας εν τω κόσμῳ ως ιεραποστολή, ευχαριστιακή μετοχή και καθημερινή μαρτυρία αγάπης, γ) η οικογένεια ως εικόνα της αγάπης του Χριστού προς την Εκκλησία, δ) η ποιμαντική ευθύνη της Εκκλησίας για την κατά Χριστόν παιδεία, ε) η ανθρωπολογική, κοινωνική και οικολογική ευθύνη της συγχρόνου Εκκλησίας, στ) η ευθύνη της Εκκλησίας ενώπιον της παγκοσμιοποίησης και η συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στην επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, μέσα από την υπεράσπιση του δικαιώματος του προσώπου και την άρση των φυλετικών και άλλων διακρίσεων, την εξάλειψη της βίας, της προσφυγιάς και της αβουλήτου μεταναστεύσεως, και ζ) η κλήση της Εκκλησίας σε διάλογο με τον κόσμο, κατ’ εξοχήν δε με τους ομοδόξους αλλά και ετερόδοξους αδελφούς, άνευ φανατισμού ή εκπτώσεως σε οιοδήποτε δογματικό μινιμαλισμό. Το προς την Οικουμένη διακηρυχθέν «Μήνυμα» συνόψισε όλα τα προαναφερθέντα και συμφωνηθέντα κείμενα, επισημαίνοντας αφ’ ενός μεν τους κινδύνους της πνευματικής αδράνειας, του φονταμενταλισμού και της εκκοσμίκευσης, αφ’ ετέρου δε καλώντας σε διάλογο με τους ανθρώπους κάθε φυλής και τάξεως, με τους ανθρώπους διαφορετικών πεποιθήσεων, με τους διακόνους της πολιτικής, της επιστήμης και της τέχνης, προπαντός δε με τους νέους, οι οποίοι «δεν αποτελούν απλώς το μέλλον της Εκκλησίας αλλά το δυναμικό και δημιουργικό παρόν επί τοπικού και οικουμενικού επιπέδου».


Παραδόξως, καθώς ευθύς εξ αρχής σημειώσαμε, εντός της ελλαδικής επικράτειας ακούστηκαν ‒τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια και μετά την πραγματοποίηση της Συνόδου‒ οι πλέον καχύποπτες και αντιφατικές φωνές, ως προς τη σκοπιμότητα, μεταταύτα δε και την αποτελεσματικότητα ή την ορθοτομία της Συνόδου. Οι εν λόγω φωνές, ωστόσο, εφόσον δεν συνδέονται άμεσα (για κάποιες ενδεχομένως ο χρόνος θα δείξει) με τα γεωπολιτικά συμφέροντα και τις εκκλησιαστικο-πολιτικές σκοπιμότητες που επιχείρησαν να δυναμιτίσουν και να αναβάλουν επ’ αόριστον (μετά από ενενήντα τρία χρόνια προετοιμασίας) τη σύγκληση της Συνόδου, κατανοούμενες κατ’ αρχήν ως σπασμωδικές διεκδικήσεις ανοίκειας εξουσίας, αποδυναμώνονται πλήρως μετά από νηφάλια θεώρηση και φυσικά εκ του αποτελέσματος∙ στο τέλος, μάλιστα, αυτοαναιρούνται, όταν συγκριθούν με το ειρηνικό πνεύμα του Ευαγγελίου και το διαλεκτικό ήθος των Πατέρων της Εκκλησίας, όταν παραβληθούν προς την ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας, όταν αντιπαρατεθούν με την κοινή λογική.

Χαρακτηριστικό είναι, εν προκειμένῳ, πως κάποιοι ‘’αντι-συνοδικοί’’, στο όνομα δήθεν του συνοδικού πνεύματος της Ορθοδοξίας, ενεργούντες κάθε άλλο παρά εν ειλικρινείᾳ και αγάπῃ ή εν πνεύματι συνοδικώ (χωρίς ν’ αποκλείουμε, για λίγους ‒δυστυχώς‒ από αυτούς, την καλοπροαίρετη διάθεση), αναβιώνοντας ιδεοληπτικά την παλαιά αντίθεση «ενωτικών» και «ανθενωτικών», αλλά και από φόβο μήπως τυχόν προχωρήσει κάποτε ο θεολογικός διάλογος μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών, μεταξύ των Ορθοδόξων και των μη ορθοδόξων εκκλησιών[1], προσεύχονταν ή έκαναν τα πάντα, προκειμένου η Σύνοδος να μην πραγματοποιηθεί. Και όμως, αυτή πραγματοποιήθηκε. Οι ίδιοι έκαναν επίσης τα πάντα, προκειμένου τούτη να χαρακτηριστεί, προ της συγκλήσεώς της ακόμη, «βέβηλη» και «ληστρική». Και όμως, κανένα από τα κείμενά της δεν υπερέβη ή δεν πρόδωσε την Ορθόδοξη παράδοση, δεν κήρυξε κάτι που δεν είχε από όλους προσυμφωνηθεί, δεν διετύπωσε κάποιο ‘’καινούργιο’’ δόγμα∙ ούτε αποχαρακτήρισε κάποια αίρεση αρχαιότερη ή νεώτερη ούτε διεκήρυξε την «ένωση» με τον Πάπα ούτε αποκήρυξε την ασκητική της Εκκλησίας ούτε προεκήρυξε την εκκοσμίκευση και την χαλάρωση των ηθών.

Απεναντίας, η γενομένη Σύνοδος ‒παρά τα όποια εμπόδια και τις δυσκολίες που συνάντησε‒ κατέδειξε την κατά βάθος πνευματική ενότητα της Ορθοδοξίας, τη δύναμή της να υπερβαίνει τα προβλήματα και να προχωρεί μπροστά∙ κατέδειξε ακόμη, έστω και επώδυνα, ότι τα προβλήματα που αποκαλύπτουν τις ενθαδικές αντοχές και τα κοσμικά της όρια, μαζί δε παθολογικά συμπτώματα και αδυναμίες, προκύπτουν από τη σχέση τών κατά τόπους Εκκλησιών με το Έθνος και το Κράτος, με τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, με συμφέροντα τοπικά, υπερτοπικά και συμμαχίες αλλότριες της «μαρτυρίας Ιησού Χριστού» (βλ. Αποκ. 1,2). Κατέδειξε, επιπλέον, ότι, πολλές φορές, όσοι προσποιούνται ότι κόπτονται για την ‘’ορθοδοξία’’ αδιαφορούν για την γνήσια ευαγγελική διδασκαλία, για την οικοδομή του λαού και την αποφυγή του σκανδαλισμού του (μέσῳ δικών τους κηρυγμάτων μίσους, ανυπακοής και αποκοπής από την ενότητα την εκκλησιαστική). Έδωσε, τέλος, την αφορμή, εντός ολίγων μόνον ημερών, ν’ αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. 2,35) περί του ποιος μπορεί να είναι ‘’πρώτος’’, ποιος είναι «μείζων» (Μάρκ. 9,34), ποιος έχει το μεγαλύτερο ποίμνιο, ποιος διαθέτει ή διατυπώνει την καλύτερη θεολογία κ.ο.κ., διαλογισμοί στους οποίος ο Κύριος προ πολλού έχει δώσει την απάντηση: «ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ. 9,35∙ πρβλ. Ιωάν. 13,12-17).

Οι εκπρόσωποι, λοιπόν, όλων των ανά την υφήλιο Ορθοδόξων συμφώνησαν και συνήλθαν τελικά συνοδικώς, το περασμένο καλοκαίρι στην Κρήτη, προκειμένου να κοινωνήσουν εκκλησιαστικώς, εν τοις μυστηρίοις δηλαδή και εν Συνόδῳ, όπως γνωρίζουν να κάνουν οι ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού από την εποχή των Αποστόλων μέχρι σήμερα. Τούτο ποιούσαν οσάκις προέκυπταν σοβαρά ζητήματα ή ήταν ανάγκη να βεβαιωθεί η ενότητα και να εκφραστεί η αυτοσυνειδησία της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ιδίως όταν προκαλούνταν να διατυπωθεί ‒υπό νέους κατά περίπτωση και κατά τα ιστορικώς κείμενα όρους‒ η αδιάκοπη και αδιάστατη πιστότητά της στο Ευαγγέλιο, ταυτοχρόνως δε η ειλικρινής και βαθιά της μέριμνα για τον άνθρωπο και την εν Χριστώ σωτηρία του, η οποία βεβαίως δεν μπορεί να είναι άσχετη προς την προαγωγή της χριστιανικής ενότητας.

Την μέριμνα τούτη ακριβώς μας υπενθύμισε η Σύνοδος της Κρήτης, μαζί με το κοινό μας χρέος να δίνουμε συνεχώς «λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (βλ. Α΄ Πέτρ. 3,15), παρά τα όποια λάθη και τις κατ’ άνθρωπον αδυναμίες μας. Γι’ αυτό, δεν κατέφυγε στην κανονιστική κωδικοποίηση πολυδιατυπωμένων ζητημάτων ούτε έθεσε ως στόχο της την αναζήτηση εστιών αιρετικών, αλλά θέλησε να εκπέμψει ένα σαφές ποιμαντικό μήνυμα, ένα μήνυμα αγάπης και καταλλαγής, ένα μήνυμα ευθύνης. Επιπλέον, κατέστησε σαφές ότι δεν ήθελε να ταυτιστεί με κάτι που απλώς έγινε ούτε να οικειωθεί την αυθεντία και την τιμή του «οικουμενικού» (γι’ αυτό και δεν επικαλέστηκε για τον εαυτό της αυτόν τον χαρακτηρισμό)∙ αντιθέτως, θέλησε να δώσει το στίγμα για μια διαδικασία που συντελείται (ή θα έπρεπε να συντελείται) συνεχώς, να δώσει το σύνθημα για τη συνέχιση της εν Συνόδῳ λειτουργίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μετά το πέρας της δικής της συνεδρίας.

Η γενομένη Σύνοδος, περαιτέρω, ως διακονία εκκλησιαστική, λειτούργησε κι εξακολουθεί, νομίζουμε, να λειτουργεί ως σημείο αισθητής ενότητας σ’ έναν κόσμο διχασμένο και διαρκώς διασπώμενο, σε κάθε συγκυρία όπου οι δοκιμασίες ποικίλλουν ή οι εσωτερικές διενέξεις γίνονται φανερές. Παράλληλα συνιστά σημείο υγιούς παρουσίας και ζώσης μαρτυρίας της κοινής πίστεως των Ορθοδόξων, έκφραση δημοκρατικού και φιλαδέλφου πνεύματος, ήθους διαλόγου και ασυμπλεγμάτιστης αυτοσυνειδησίας. Υπ’ αυτήν την έννοια, χρειάζεται εδώ να διευκρινισθούν κάποια σημεία:

1. Δεν δημιουργούν οι Σύνοδοι την Ορθοδοξία ούτε όμως είναι σε θέση ποτέ οι ίδιες να την ακυρώσουν∙ η ίδια η Ορθοδοξία ποιεί τις Συνόδους της και η συνείδηση της Εκκλησίας, της οποίας φορέας και «φύλαξ» (βλ. Εγκύκλιο Πατριαρχών Ορθοδόξου Ανατολής του 1848) είναι ο πιστός λαός του Θεού, τις κατακυρώνει.

2. Ούτε, από την άλλη πλευρά, εξασφαλίζουν οι αριθμοί την Ορθοδοξία των μελών της ή το κύρος της∙ δεν είναι το πλήθος αλλά το ήθος που πιστοποιεί την ουσία της Ορθοδοξίας∙ είναι το πνεύμα της εν Χριστώ αγάπης που βεβαιώνει την διαρκή παρουσία της. Και αυτή, θα λέγαμε, η εν τη αγάπῃ δηλαδή φανέρωση της Ορθοδοξίας, δεν είναι ποτέ δεδομένη· συνιστά αίτημα και άθλημα καθημερινό, πρόκληση και παράκληση της Εκκλησίας διηνεκή.

Ως εκ τούτου, η συγκληθείσα τελικώς Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν συγκροτεί μίαν εξαίρεση από την ιστορικότητα του βίου των Ορθοδόξων και την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία τους, αλλ’ αυτήν ακριβώς την έκφραση και την επιβεβαίωσή της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργεί εν Συνόδῳ (αυτό είναι το ήθος και το πολίτευμά της εν τω κόσμῳ) και δεν μπορεί να λειτουργεί παρά εν Συνόδῳ∙ συνέρχεται συνοδικώς και συνεχίζει να πορεύεται, υπό νέες κάθε φορά συνθήκες, κατεργαζόμενη την σωτηρία του κόσμου και την ενότητα πάντων και πασών στο πρόσωπο του Χριστού και το Σώμα Του, όπως ο ίδιος της υπέδειξε ‒και της υποδεικνύει διά παντός εν Πνεύματι‒ με την «Αρχιερατική Προσευχή» Του (βλ. Ιωάν. 17).

Για όλους εμάς, επομένως, οι οποίοι ζούμε και αναπνέουμε σήμερα μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, υπηρετούμε δε ‒με την απλότητα της πίστεως ή με μέσα επιστημονικής έρευνας, ελλόγιμου στοχασμού και όραμα εμπειρικής εφαρμογής‒ τη ζωή και τη θεολογία της, η κήρυξη συγκλήσεως και η ολοκλήρωση μιάς τέτοιας Συνόδου θα έπρεπε να προκαλέσει χαρά και ικανοποίηση πνευματική. Θα έπρεπε πολλώ μάλλον να λειτουργήσει ως αφορμή (συν)αδελφικής όλων των Ορθοδόξων συμπόρευσης και στοχασμού, συγκεκριμένα δε: α) συμπόρευσης εκκλησιαστικής, με ειλικρινή υπέρ φωτισμού και ενότητος προσευχή και αδιαπραγμάτευτη θεολογική αναπιστοποίηση∙ και β) εμβριθούς συστοχασμού πάνω σε ποικίλες ενστάσεις, εύλογες ή απότοκες χρόνιας και εξ αποστάσως καχυποψίας, αλλά και σε προβληματισμούς αν-ορθόδοξους, συχνά δε ανορθολογικούς.

Δεν χρειάζεται, συνεπώς, να φοβόμαστε να χαρούμε το γεγονός της αδελφικής εν Συνόδῳ συνάντησης της Ορθοδοξίας, στην προοπτική μάλιστα της αδιάκοπης εν τοις κοινοίς μυστηρίοις αλληλοπεριχώρησης∙ ούτε όμως επιτρέπεται να διστάζουμε να συζητήσουμε τις όποιες ενστάσεις, με σοβαρότητα, ειλικρίνεια και αλληλοσεβασμό, πολλώ δε μάλλον να ξεσκεπάζουμε τον αν-ορθόδοξο ανορθολογισμό, όπου και όταν αυτός ορθώνεται, εκδηλώνοντας την βαθύτατη ανασφάλειά του πίσω από ένα ψυχοπαθολογικού τύπου "αλάθητο" υπερεγώ. Το θάρρος, με άλλους λόγους, του εκκλησιαστικώς θεολογείν οφείλει να είναι, εν τέλει, το βασικό κίνητρο κάθε δικού μας στοχασμού, κριτικού και διακριτικού, για τα πεπραγμένα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων, τις εκπληρωθείσες ή μη προσδοκίες και τους προβληματισμούς της υγιούς πλειονότητος των Ορθοδόξων, ενώπιον ενός παγκοσμίου πλέον ακροατηρίου, που ξεκινά από την κοινωνία μας κι εκτείνεται στα πέρατα της Οικουμένης.

 

http://www.amen.gr/article/nifalies-skepseis-gia-tin-syglitheisa-stin-kriti-agia-kai-megali-synodo-tis-orthodoksou-ekklisias 



[1] Πόση άγνοια ‒στ’ αλήθεια‒ και πόσο βαθιά υποκρισία δείχνει η αποφυγή από κάποιους του όρου «εκκλησία», που χρησιμοποιούσαν μέχρι σήμερα για τα ετερόδοξα συστήματα, όταν αντ’  αυτού προτείνουν τους προτεσταντικής προέλευσης όρους «κοινότητα» και «ομολογία» ως βάση κάθε σχετικής συζήτησης !




[1] Τα κείμενα δημοσιεύονται, μεταξύ άλλων, σε ειδική ιστοσελίδα του διαδικτύου, με διεύθυνση: https://www.holycouncil.org/home, καθώς και σε πάμπολλα εκκλησιαστικά έντυπα.
 


Σχόλια