The Last Guardian, μία δεύτερη προσέγγιση


του Φωκίωνα "Dismiss" Χαροκόπου

Όσον αφορά το The Last Guardian υπάρχουν δύο είδη κοινού: οι gamers που ξέρουν καλά τι θα πει Φουμίτο Ουέντα και αυτοί που δεν ξέρουν (ή έστω, ξέρουν, αλλά δεν συγκινούνται ή εστιάζουν περισσότερο στο μηχανικό κομμάτι ενός παιχνιδιού). Τι θέλω να πω; Όλοι, μα όλοι οι τίτλοι του εν λόγω σχεδιαστή είναι "κακοί" τεχνικά, ίσως και μηχανικά, αν και εδώ το θέμα είναι λίγο πιο περίπλοκο και υποκειμενικό. Το Ico έμοιαζε με παιχνίδι PlayStation 1 και έκανε ορισμένα άτομα να το επιστρέψουν στο κατάστημα μέσα σε λίγες ώρες «επειδή ήταν μονόχρωμο» (πρόκειται για αληθινό περιστατικό που μου αφηγήθηκε προσωπικά πωλητής των τότε Virgin Stores το ένδοξο 2002). Επιπλέον, το παιχνίδι είχε έναν βαρύ χειρισμό που δεν ταίριαζε τόσο πολύ με αυτό που θα περίμενε κάποιος στη μετά Mario 64 και Jak and Daxter εποχή. Κι όμως, όποιος άντεχε την τραχιά καμπύλη εξοικείωσης με το παιχνίδι, μπορούσε να περιμένει μια μαγευτική, διαφορετική και αξέχαστη εμπειρία, ένα ατμοσφαιρικό και αλληγορικό παραμύθι που δύσκολα σε άφηνε ασυγκίνητο.
Τα ίδια περίπου έγιναν και με το Shadow of the Colossus για το PlayStation 2 (τον πιο φιλόδοξο ίσως τίτλο του Ουέντα και τον μοναδικό που κυκλοφόρησε στο σύστημα για το οποίο είχε σχεδιαστεί). Το παιχνίδι ήταν και αυτό τόσο ατμοσφαιρικό, τόσο μοναδικό στο σχεδιασμό του, αλλά και τόσο ευφάνταστο, που έκανε πολύ κόσμο να παραβλέψει την υπερβολικά δύστροπη συμπεριφορά της κάμερας που κολλούσε επάνω στους γίγαντες του παιχνιδιού, το απίθανα ασταθές frame rate και την αργή απόκριση στο χειρισμό, ένα θέμα που επιστρέφει τόσο συχνά στους τίτλους του Ουέντα που τελικά, μάλλον, δεν είναι τυχαίο.

Αρκετά, όμως, με τις αναδρομές στο παρελθόν. Ο τελευταίος (ίσως με όλες τις έννοιες της λέξης) τίτλος του Ουέντα, το πολυαναμενόμενο The Last Guardian, κυκλοφορεί επί τέλους μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια από την ανακοίνωσή του. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, έφτασε πάρα πολύ κοντά στην ολοκληρωτική ακύρωσή του και, αν δεν υπήρχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον από την κοινότητα και αν το PlayStation 4 δεν είχε την εμπορική πορεία που έχει, θεωρώ ότι μπορεί και να μην το βλέπαμε ποτέ. Φυσικά, πρόκειται για άλλο ένα παραμύθι, το οποίο κλείνει τον κύκλο του Ico με μια ιστορία που είναι ταυτόχρονα επική και μελαγχολική, με τον χαρακτηριστικό αέρα του Ουέντα που μπλέκει τη δυτική με την ιαπωνική ευαισθησία και αισθητική. Όλα ξεκινούν στα έγκατα ενός σκοτεινού κάστρου, όπου ένα ανώνυμο αγόρι με το σώμα του γεμάτο με περίεργα τατουάζ (;) συνέρχεται από βαθύ ύπνο δίπλα σε ένα γιγάντιο, αλυσοδεμένο πλάσμα που θυμίζει διασταύρωση αετού, σκύλου και γάτας. Με κέρατα. Σύμφωνα με την ψευδο-εγκυκλοπαίδεια κρυπτοζωολογίας που χαιρετά τον παίκτη μόλις ξεκινήσει το παιχνίδι, το… επιστημονικό όνομα του εν λόγω πλάσματος είναι Trico (Ναι, ναι, Ico 3 τοπιάσατετουπονοούμενοε;).

Μέσα στα πρώτα λεπτά του παιχνιδιού, γίνεται φανερό ότι, παρά την αρχική δυσπιστία και των δύο, ο μοναδικός τρόπος για να ξεφύγουν από τη μυστηριώδη φυλακή τους είναι να συνεργαστούν. Το παιδί μπορεί να μεταχειρίζεται αντικείμενα και μηχανισμούς, να βρίσκει τροφή για το πλάσμα και να περνά από στενά περάσματα που ο Trico δεν μπορεί να χωρέσει. Αντίστοιχα, ο (;) Trico έχει τα πλεονεκτήματα που θα περίμενε κανείς από ένα φτερωτό -αλλά όχι ιπτάμενο- πλάσμα σε μέγεθος κτηρίου: μπορεί να διασχίζει τεράστια χάσματα με ευκολία, να σκαρφαλώνει σε πελώριους πύργους και να αντιμετωπίζει με τα νύχια του τυχόν απειλές που θα προσπαθήσουν να ανακόψουν την πορεία του διδύμου (βλέπετε πόσο το παλεύω για να μη σας κάνω το παραμικρό spoiler, έτσι;). Όπως συμβαίνει σε όλους τους τίτλους του Ουέντα έως τώρα, οι δύο πρωταγωνιστές θα αναπτύξουν μεταξύ τους έναν ιδιόμορφο δεσμό που θα δοκιμαστεί στην πορεία και θα τους βοηθήσει να ανακαλύψουν τον εαυτό τους. Ακόμα και αν δεν τους αρέσει αυτό που θα βρουν.

Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση του gameplay με τα απλά και αυτονόητα: σε τεχνικό/μηχανικό επίπεδο, ΚΑΝΕΝΑ παιχνίδι δεν μπορεί να βγει αλώβητο και φρέσκο μετά από αναμονή εννέα-δέκα ετών. Πόσο μάλλον όταν ο σχεδιασμός του έχει ξεκινήσει σε ένα μηχάνημα με τόσο διαφορετική αρχιτεκτονική από τον διάδοχό του. Και ας μην ξεχνάμε ότι είναι παιχνίδι του Ουέντα, δηλαδή ΠΡΕΠΕΙ να έχει τα προβλήματά του, διαφορετικά, δεν ξέρω, ίσως είναι γρουσουζιά. Ναι, εντάξει, θα μου πείτε «μα είχε δέκα ολόκληρα χρόνια, δεν μπορούσε να το συμμαζέψει λίγο περισσότερο»; Δεν ξέρω τι να απαντήσω σε αυτό. Σίγουρα, η παραγωγή του Last Guardian είχε πάρα πολλά προβλήματα, επομένως η περαιτέρω βελτιστοποίησή του πρέπει να ήταν πολυτέλεια. Από την άλλη, έχω την καθαρά προσωπική εντύπωση ότι ο κύριος Φουμίτο Ουέντα έχει την νοοτροπία/ψυχολογία ενός γνήσιου auteur και απλά δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τη μηχανιστική εμπειρία που θα προσφέρει ο τίτλος του. Θεωρώ ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε. Όπως και οι προηγούμενοι τίτλοι του, το The Last Guardian είναι τόσο βυθισμένο στον συμβολισμό, στο μυστήριο, στον γρίφο, στην εκφραστικότητα -που αγγίζει τα όρια μιας ιδιόμορφης παντομίμας-, στην ατμόσφαιρα και στο συναίσθημα που νιώθεις και λίγο αχάριστος όταν ενοχλείσαι.
Όμως θα ενοχληθείς. Θα ενοχληθείς με το πολύ ασταθές frame rate (ιδιαίτερα στο τέλος του παιχνιδιού, αλλά περισσότερα για αυτό σε λίγο), τη δύστροπη κάμερα που θα κολλήσει επιμελώς στα περισσότερα μεγάλα αντικείμενα όταν πλησιάζει στη δράση, τον βαρύ χειρισμό… μια στιγμή, επιστρέφω σε λίγο… εντάξει, όχι, το Last Guardian είναι, γιατί νόμιζα προς στιγμήν ότι έγραφα για το Shadow of the Colossus. Θα ενοχληθείς με τον Trico που θα πετάγεται συνέχεια στη μούρη σου ή θα επιστρέφει μόνος του σε συγκεκριμένα σημεία κάθε δωματίου, παρόλο που εσύ θέλεις απλά να μετατοπιστεί λίγο για να ανεβείς επάνω του και να φτάσεις εκεί που θέλεις. Λίγο αργότερα, περίπου ένα δίωρο από την αρχή της ιστορίας, θα αποκτήσεις τη δυνατότητα να δίνεις στοιχειώδεις εντολές στο πλάσμα. Είναι όντως μια πολύ ωραία στιγμή που ξεδιπλώνει λίγο περισσότερο την υπόσχεση του τίτλου και διευρύνει το gameplay με πολύ φυσικό τρόπο. Και αυτό, όμως, φέρνει μαζί του τις δικές του ενοχλήσεις, καθώς ο Trico έχει τη δική του θέληση, δεν ακολουθεί τυφλά τις υποδείξεις του παίκτη/αγοριού. Αυτό μεταφράζεται στο παιχνίδι σε πολύ όμορφες, αλλά και σε πολύ εκνευριστικές στιγμές. Το πλάσμα δεν λειτουργεί ποτέ μηχανικά: μερικές φορές μπορεί να προχωρήσει μόνο του, άλλες φορές θα κοιτάξει αρκετή ώρα το σημείο που θα του υποδείξει ο παίκτης μέχρι να επεξεργαστεί αυτό που πρέπει να κάνει, άλλες φορές θα διστάσει για αρκετή ώρα πριν κάνει ένα μεγάλο άλμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καταλάβει ο παίκτης αν το πλάσμα έχει λάβει την εντολή ή αν πρέπει να την ξαναδώσει. Και, φυσικά, μερικές φορές θα την ξαναδώσει ΑΚΡΙΒΩΣ τη στιγμή που το πλάσμα θα κάνει την κίνησή του, ακυρώνοντας όλον τον κύκλο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η συμπεριφορά είναι εσκεμμένη, όπως εσκεμμένα ασαφής είναι και ο μηχανισμός των εντολών. Ο Trico δεν είναι ένας μηχανισμός, είναι η ψυχή του παιχνιδιού. Ακόμη και αν πρόκειται για την πρώτη σου επαφή με τίτλο του Ουέντα (και δεν έχεις μάθει να συγχωρείς τις παραξενιές του, δηλαδή), δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις πόσο εντυπωσιακά και καλοδουλεμένα είναι πολλά σημεία του παιχνιδιού. Στις καλύτερες στιγμές του, το The Last Guardian είναι ένα πανέξυπνο και ανυπέρβλητα ατμοσφαιρικό παιχνίδι που θα θυμίσει στους παλιούς τα κλασικά Tomb Raider όσον αφορά το καθαρό gameplay, με τεράστιες αίθουσες που τυλίγουν με οργανικό τρόπο μια σειρά από γρίφους, σκηνικά που προκαλούν ίλιγγο και δέος, φιγούρες και αρχιτεκτονική που σε προκαλούν να αναλύσεις κάθε τους λεπτομέρεια σε μια προσπάθεια να ανακαλύψεις πώς συνδέονται μεταξύ τους οι χαρακτήρες, το μυστηριώδες κάστρο και τα γεγονότα που παρακολουθείς. Ακόμα και οι μάχες, αν μπορεί κανείς να τις περιγράψει έτσι, είναι εντελώς οργανικές, καθώς οι ενέργειες που έχει στη διάθεσή του ο παίκτης είναι ακριβώς αυτές που θα είχε στη διάθεσή του κι ένα μικρό αγόρι. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, σε αντίθεση με τους προηγούμενους τίτλους του Ουέντα, το The Last Guardian διαθέτει αφήγηση - φυσικά σε μια άγνωστη γλώσσα με υπότιτλους - η οποία σχολιάζει τα γεγονότα, δίνει κάποιες συμβουλές με τη μορφή αναμνήσεων και γεμίζει λίγο τα νοηματικά κενά που μοιραία αφήνει η οπτική αφήγηση.

Αξίζει να αναφερθούμε όμως, σχετικά εκτενώς, και στον τεχνικό τομέα. Όπως προαναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου, το The Last Guardian δεν έχει την απόδοση που θα περίμενε κανείς από έναν αποκλειστικό, first party τίτλο της Sony για το PlayStation 4. Αυτό εξηγείται εν μέρει από την πολύπαθη διαδικασία ανάπτυξής του, όπως και από την εξαιρετικά απαιτητική φύση του οπτικού τομέα. Δεν μπορείς να προβλέψεις εύκολα την απόδοση όταν υπάρχει διαρκώς στο παιχνίδι ένα δυναμικό στοιχείο, όπως ο πραγματικά τεράστιος Trico που κινείται διαρκώς και αναγκάζει τη μηχανή του παιχνιδιού να υπολογίζει όλη την ώρα νέους φωτισμούς, γεωμετρία και αλληλεπιδράσεις, από τα πιο εύκολα δωμάτια, μέχρι τους πιο απαιτητικούς ανοιχτούς χώρους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σαφώς πιο εντυπωσιακοί τίτλοι από τεχνικής άποψης στο PS4 που αποδίδουν πολύ καλύτερα. Ωστόσο, ο αργός ρυθμός του παιχνιδιού και ο βαρύς χειρισμός δεν επιτρέπουν στον παίκτη να νιώσει μεγάλες επιπτώσεις από το μεταβλητό frame rate. Παραμένει, βέβαια, μια όχι και τόσο ομαλή εμπειρία, όπως και να το δει κανείς.
Τα πράγματα είναι αρκετά καλύτερα στο PS4 Pro, από την άλλη. Αν χρησιμοποιείτε τηλεόραση 4K, η ανάλυση ανεβαίνει εντυπωσιακά με πολύ ωραία και φυσική διαχείριση χρωμάτων και φωτισμών χάρη στην πληρέστατη υποστήριξη HDR, διατηρώντας περίπου την ίδια απόδοση με το βασικό PS4, ίσως με μια ελαφρά βελτίωση . Σε αυτό το σενάριο, υπάρχει επίσης και ένα πολύ ευπρόσδεκτο μπόνους για τους κατόχους PS4 Pro: παρόλο που δεν αναφέρεται πουθενά, αν το παιχνίδι ξεκινήσει με το video output ρυθμισμένο στα 1080p, τρέχει σε διαφορετικό προφίλ απόδοσης και προσφέρει μια σαφώς ομαλότερη εμπειρία, παρόλο που χάνει σε ευκρίνεια. Προσωπικά, απόλαυσα το παιχνίδι και με τις δύο επιλογές στο Pro, αν και τελικά κατέληξα να χρησιμοποιώ το πιο ομαλό προφίλ των 1080p.
Θα παρατηρήσατε, βέβαια, ότι στο συγκεκριμένο κείμενο χρησιμοποιώ πολύ περισσότερο το πρώτο ενικό πρόσωπο σε σύγκριση με άλλα. Ο λόγος είναι απλός: το The Last Guardian είναι ένας τίτλος που στηρίζεται πολύ στο κατά πόσο θα εκτιμήσει ο παίκτης προσωπικά την εμπειρία που του προσφέρει. Ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, υποκειμενικά θα έλεγα ότι τα πρώτα υπερισχύουν σαφώς των δεύτερων. Το The Last Guardian είναι μια μαγευτική, παραμυθένια και κυρίως διαφορετική εμπειρία σε μια εποχή που όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τείνουν να εκλείψουν προς όφελος της τεχνοκρατικής αρτιότητας και της ευρέως αποδεκτής αισθητικής. Όχι ότι αυτά τα χαρακτηριστικά δημιουργούν κακά βιντεοπαιχνίδια. Ίσα-ίσα που θεωρώ ότι η αγορά τα χρειάζεται, αρκεί να μην καταπλακώνουν οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια στον χώρο των μεγάλων παραγωγών. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το The Last Guardian είναι κάτι το ξεχωριστό. Είναι αφενός μια καλλιτεχνική «εμπειρία», η οποία όμως δεν ξεχνά ποτέ ότι είναι και βιντεοπαιχνίδι που πρέπει να προκαλέσει, να κεντρίσει και να διασκεδάσει τον παίκτη.  Ή μάλλον, περισσότερο να μαγέψει, παρά να διασκεδάσει. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι το Last Guardian δεν μπορεί να προταθεί σε όλους. Όσοι όμως έχουν την απαραίτητη πείρα και υπομονή για να ξεπεράσουν ορισμένους αρκετά σημαντικούς σκοπέλους και διαθέτουν τη δίψα για κάτι διαφορετικό, θα το θεωρήσουν μια υπερπολύτιμη προσθήκη στη συλλογή τους.

ΘΕΤΙΚΑ
Μαγευτική ατμόσφαιρα και αφήγηση, οργανικό gameplay που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, παραδοσιακά ασυμβίβαστος σχεδιασμός όπως όλοι οι τίτλοι του Ουέντα. Γερές δόσεις πρωτοτυπίας και ευρηματικότητας που προκαλούν θαυμασμό ακόμα και σε παίκτες που έχουν δει και παίξει πολλά.

ΑΡΝΗΤΙΚΑ
Πολλές φορές η φιλοδοξία του σχεδιασμού ξεπερνά την αρτιότητα των μηχανισμών, υπερβολικές απαιτήσεις από τον παίκτη σε υπομονή, προβληματική απόδοση.

Σχόλια