Περί γλώσσης

Κατ’ ἀρχὴν νὰ ἐκφράσω ἕνα παράπονο: ὅταν ἔγραφα παλαιότερα μὲ πολυτονικὸ μοῦ τὸ εἴχατε «κόψει», διότι δὲν ἦταν ἀναγνώσιμο ἀπὸ τὸν browser τοῦ Wii.

Ἂς καταθέσω τώρα τὶς σκέψεις μου:

Εἶμαι σαφῶς ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ καὶ τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας καὶ λόγω πεποιθήσεως καὶ λόγω σπουδῶν καί, κατ’ ἐπέκτασιν, δουλειᾶς.
Ἱστορικῶς, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ΔΕΝ ἔγραφαν στὸ πολυτονικό! Ἀρχικῶς ἔγραφαν σὲ Γραμμικὴ Α’ (βλέπε δίσκο τῆς Φαιστοῦ), ἔπειτα σὲ Γραμμικὴ Β’ (τὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο Χανίων ἔχει ἀπίστευτη συλλογὴ ἀγγείων μὲ καταλόγους στὴ Γραμμικὴ Β’), ἀργότερα, μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ λεγόμενου φοινικικοῦ ἀλφαβήτου ἔγραφαν μὲ κεφαλαιογράμματη γραφὴ βουστροφηδὸν (δηλαδή, ἡ πρώτη σειρὰ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ἡ δεύτερη ἀπὸ τὰ δεξιὰ πρὸς τὰ ἀριστερά, καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς, ὅπως τὰ βόδια ὅταν χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὸ ὄργωμα χωραφιοῦ) καὶ τέλος μὲ κεφαλαιογράμματη γραφὴ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά. Ἔχει μαλλιάσει ἡ γλῶσσα μου νὰ τὰ λέω ξανὰ καὶ ξανά! Τὸ πολυτονικὸ ἐνεφανίσθη στὴν Ἑλληνιστικὴ Ἀλεξάνδρεια, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πτολεμαίου τοῦ Α’, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ πολυάριθμοι ξένοι ποὺ κατοικοῦσαν καὶ δροῦσαν μέσα στὸ βασίλειο τῆς Αἰγύπτου νὰ ξέρουν πὼς νὰ προφέρουν τὶς ἑλληνικὲς λέξεις σωστά. Σταδιακὰ καθιερώθηκε, μαζὶ μὲ τὴν μικρογράμματη γραφή, γιὰ λόγους παιδευτικοὺς (τὰ παιδιὰ ποὺ γεννιόντουσαν στὰ ἑλληνιστικὰ βασίλεια ἔπρεπε νὰ μάθουν νὰ προφέρουν σωστὰ τὶς λέξεις ἀφοῦ στοὺς δρόμους τῶν πόλεων ἄκουγαν πάμπολλες ἄλλες γλῶσσες, ἀλλὰ καὶ σολοικισμούς), μὰ καὶ οἰκονομίας (μικρότερα γράμματα, λιγότερος πάπυρος), ἀφοῦ ὁ πάπυρος στοίχιζε ἀρκετὰ καὶ ἡ διαμάχη μὲ τὴν Περγάμο γιὰ τὴν περγαμηνή της ἐκτίνασσε τὶς τιμὲς στὰ ὕψη.
Ἐν κατακλεῖδι, οἱ γραμματικοὶ τῆς ἐποχῆς (οἱ ὁποῖοι τότε πρωτοεμφανίζονται γιὰ τοὺς ὡς ἄνω λόγους) εἰσήγαγαν τὸ πολυτονικὸ γιὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν ὀρθὴ προφορὰ καὶ τὴ μουσικότητα τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, ἔναντι τῶν ξένων ἐπιρροῶν ποὺ δεχόταν σὲ ἕναν τρόπον τινὰ «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο, ὅπως αὐτὸν τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς (γιὰ ὅσους τυχὸν δὲν γνωρίζετε, ἡ ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὅποτε καὶ ἀρχίζουν οἱ πόλεμοι τῶν διαδόχων, ποὺ δημιουργοῦν τὰ νέα βασίλεια, καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ ναυμαχία τοῦ Ἀκτίου, ὅταν ἡ τελευταία τῶν Πτολεμαίων, Κλεοπάτρα, ἡττήθηκε ἀπὸ τὸν Ὀκταβιανὸ Αὔγουστο, καθιστώντας τὴν Αἴγυπτο ρωμαϊκὴ ἐπαρχία). Τὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια ἀρχίζει αὐτὸ ποὺ θὰ ταλαιπωρήσει τὸν ἑλληνισμὸ ἕως τὶς ἡμέρες μας: ἡ ἐσωτερικὴ διγλωσσία. Καὶ ἐξηγοῦμαι: οἱ λόγιοι, οἱ γραμματιζούμενοι καὶ ὅσοι εἶχαν νὰ κάνουν μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν κρατικὴ μηχανὴ συνέχισαν νὰ ἀναπαράγουν τὴν ἀττικὴ γλῶσσα –κυρίως στὸν γραπτὸ λόγο- (ἑλληνικὴ γλῶσσα τῶν Ἀθηνῶν τῶν κλασσικῶν χρόνων), ἐνῷ ὁ λαός, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ λογὴς ἄλλοι ἀρχίζουν νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ γράφουν σὲ μία σαφῶς ἁπλοποιημένη μορφή της, τὴν λεγόμενη κοινή, πρόδρομο τῆς σημερινῆς δημοτικῆς. (Κοινὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα: «οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι», ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι «οὐ γὰρ οἴσασι τί ποιούσι» κλπ.) Αὐτὸς ὁ «διχασμὸς» ἀρχίζει νὰ γίνεται ἐντονότερος μετὰ τὴν θέσπιση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ὡς ἐπίσημου τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, μετὰ τῶν νικῶν του ἐπὶ τῶν Περσῶν, ὅπου ἡ πεπαιδευμένη ἄρχουσα τάξη τῶν πόλεων καὶ τῶν Δυνατῶν «ἀττικίζει», ἐνῷ οἱ ἀγροτικοὶ πληθυσμοὶ καὶ τὰ κατώτατα κοινωνικὰ στρώματα «δημοτικίζουν». Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἀττικίζουσας γλώσσης τὰ κείμενα τοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ καὶ τῆς Ἄννας Κομνηνῆς, ποὺ ἡ ποιότητά τους ἀγγίζει τὴν ἀττικὴ τελειότητα. Στὸν ἀντίποδα, ὁ Πτωχοπρόδρομος, τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ, τὰ λαϊκὰ παραμύθια (π.χ. Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη κλπ.) δηλοῦν τὴν τάση τοῦ λαοῦ πρὸς ἁπλοποίησιν τῆς γλώσσης, ἡ ὁποία φθάνει στὴν κορύφωσή της στὰ χρόνια τῆς Ὀθωμανοκρατίας ἐλέῳ τῆς ἀνύπαρκτης παιδείας (ἀκόμη καὶ τὸ λεγόμενο κρυφὸ σχολειὸ τοὺς μάθαινε ἁπλῶς γραφὴ κι ἀνάγνωση τῆς Βίβλου). Μὲ τὴ σύσταση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους τὸ 1831, οἱ δυτικοευρωπαίοι ποὺ μᾶς δημιούργησαν ὡς κράτος γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ δικά τους συμφέροντα σὲ μία ὑπὸ διάλυσιν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία (δίχως αὐτὸ νὰ καθιστᾶ τοὺς ἀγῶνες τῶν πρόγονών μας γιὰ ἐλευθερία λιγότερο σημαντικοὺς) ἤθελαν μὲ τὸ ζόρι νὰ δοῦν σὲ ἐμᾶς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἔτσι, ἡ κλασσικὴ παιδεία ἐπάνηλθε, ἡ ἀττικὴ ἀναμίχθηκε μὲ νεολογισμοὺς καὶ γεννήθηκε ἡ καθαρεύουσα, ἡ ὁποία, ὅμως, εἶχε τὸ ἴδιο πρόβλημα μὲ τὰ γραπτὰ τοῦ Ψελλοῦ καὶ τῆς Κομνηνῆς: ἦταν ψεύτικη, γλῶσσα τεχνητή, γραφείου καὶ σίγουρα ὄχι ζῶσα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ περίφημη γενιὰ τοῦ ’30 ἀσπάστηκε τὴν δημοτική. Ποιὰ δημοτική, ὅμως; Ὅσοι ἀπὸ ἐσᾶς διαβάζετε Ἐλύτη, ξέρετε ὅτι ἡ δημοτική του (βλέπε «μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου»), δὲν εἶναι ἡ δημοτικὴ τῶν ἀπαίδευτων μορφωμένων ποὺ κυριαρχεῖ παντοῦ σήμερον, μὰ ἡ δημοτικὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ τὴν παιδεία μας. Αὐτὴ τὴν δημοτική, ναί, νὰ τὴν ἀγκαλιάσουμε καὶ νὰ τὴν δεχθοῦμε. Μά, αὐτὴ ἡ δημοτικὴ ἀπαιτεῖ τὸν πολυτονισμό της καὶ τὴν ὀρθογραφία της. Ἀπαιτεῖ σεβασμὸ καὶ ὄχι ἀνούσιες ἁπλοποιήσεις ποὺ ἱκανοποιοῦν βαρεμάρες καὶ ἀναδεικνύουν ἀνθρώπους ἀγραμμάτους μὲ πάμπολλα πτυχία.
Ἡ πρότασή μου; Στὸ σχολεῖο ὑποχρεωτικὰ νὰ μαθαίνουμε τὴν γλῶσσα μας στὴν ἱστορική της μορφή, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἐμπλουτίζουμε τὸν λόγο μας (καὶ τὸ νοῦ μας). Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ χάσουμε τὴ δημοτική μας. Ἡ καθαρεύουσα γέννησε Ἐλύτη, Ρίτσο, Σεφέρη… Ἡ δημοτική;

ΥΓ. Cowboy, ἐὰν νομίζεις ὅτι τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη καὶ τὰ greeklish εἶναι ἴδιον τῆς ἐποχῆς μας, τότε ρῖξε μία ματιὰ στοὺς πάπυρους τῆς Ὀξυρρύγχου καὶ θὰ ἐκπλαγεῖς. Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν οἱ τεμπέληδες, οἱ ἀδιάφοροι καὶ οἱ ἀπαίδευτοι σὲ θέματα γλώσσης.

Συγγνώμη ἐάν σᾶς κούρασα… Ἁπλᾶ σε αύτά τά θέματα εἶμαι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητος…

Μετά τιμῆς,

Παναγιώτης Φούκας

Σχόλια

Ο χρήστης Αλέξανδρος είπε…
Εύγε!!!
Ο χρήστης Τὰ εἰς ἑαυτὸν είπε…
Ευχαριστώ, ευχαριστώ!