Baldur’s Gate III

Τι είναι RPG; H σύγχρονη marketing μόδα προσπαθεί να μας πείσει πως είναι να πετάξεις ένα πενιχρό leveling system με 10-15 abilities και να το βαφτίσεις RPG. To να δίνεις μερικές πλασματικές επιλογές εδώ και εκεί και να εκθειάζεις τον τίτλο σου ως «μια εμπειρία που χτίζεται με τις επιλογές του παίκτη». To να μαζεύεις λουλουδάκια και βοτσαλάκια και να πετάς μέσα ένα υποτυπώδες crafting που ούτε MMO 20ετίας δε θα ακουμπούσε. To να τρέχεις σε έναν τεράστιο αχανή κόσμο και να μαζεύεις 500 φτερά, να λύνεις 200 πανομοιότυπους γρίφους και να καθαρίζεις 100 βάσεις εχθρών. Είναι σαν να προσπαθούν να σας πείσουν ότι επειδή βάλατε δύο σταγόνες από την Μυρτώ κολόνια του πατέρα σας, ξαφνικά έχετε μεταμορφωθεί σε μια αγέρωχη λεμονιά που λικνίζεται στον αέρα και ευωδιάζει τη γειτονιά.

Δεν είναι ότι δεν υπήρχαν καλά και πλούσια RPGs στην αγορά, υπήρχαν και υπάρχουν. Από τα πιο απλοποιημένα σε μηχανισμούς αλλά πλουσιότατα σε γραφή Mass Effect και Witcher μέχρι τα πλουσιότατα και περίπλοκα Pathfinder, Pillars of Eternity, Kingdom Come, Wasteland 3 και Divinity: Original Sin, το είδος είχε, έχει και θα έχει πάντα παιχνίδια που σπρώχνουν τον παίκτη και το είδος μπροστά, και που τολμούν να είναι κάτι παραπάνω από ένα ακόμα open-world με διαφορετικό skin περασμένο πάνω του.

Μια φορά στα 10-15 χρόνια όμως, κάνει την εμφάνισή του και ένας τίτλος τόσο ιδιαίτερος, τόσο πλούσιος και χαρισματικός που απλά εξαπολύει τα standards της βιομηχανίας σε νέο επίπεδο. Η βιομηχανία κατά πάσα πιθανότητα δε θα τα πλησιάσει ΑΛΛΑ θα αναγκαστεί σε ένα βαθμό να ανεβάσει ρυθμούς για να αποφύγει τις συνεχείς αρνητικές συγκρίσεις. Το Baldur’s Gate 3 λοιπόν δεν είναι ένα «σύγχρονο» RPG, ούτε είναι ένα RPG φτιαγμένο για «μοντέρνο» κοινό. Δεν θα σας πιάσει από το χεράκι για να σας καθοδηγήσει στη λύση ενός quest.

Δεν θα σας δώσει πλασματικές επιλογές που δεν έχουν αντίκτυπο. Δε θα μασήσει τα λόγια του από φόβο μην προσβάλει κάποιον internet warrior. Δεν θα υποσχεθεί μπριζόλα wagyu και θα σας σερβίρει vegan γιουβέτσι. Δεν θα σας απογοητεύσει αν εξερευνήσετε τον κόσμο του και δεν θα σας επιβραβεύσει για αυτή την εξερεύνηση με τη δικαιολογία ότι «το ταξίδι είναι που μετράει, όχι ο προορισμός». Μετράνε ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ φωνάζει από τις επάλξεις η Larian, και ως έμπειρος Barbarian, πίνει ένα Featherfall potion, φορά το True Sight δαχτυλίδι, κάνει άλμα με την two handed σπαθάρα της και αποκεφαλίζει με cleave όλα τα doppelgangers «RPGs» της αγοράς. Και μετά διαβάζει και ένα scroll “Speak with Dead” για να τους τα ψάλει ακόμα ένα χεράκι.

Η Larian δεν είναι όποια και όποια. Είναι στην αγορά 27 ολόκληρα χρόνια (μόλις ένα χρόνο λιγότερο από την τρανή Bioware!), απολύτως ανεξάρτητη και έχει κυκλοφορήσει πολλά ποιοτικά RPGs κάτω από το franchise “Divinity”. Και που μπορεί να μην είχαν βρει την τεράστια εμπορική επιτυχία στα πρώτα 17-18 χρόνια, αλλά που σχεδόν όλα ήταν ιδιαίτερα αξιόλογα. Η ιστορία τους βέβαια άλλαξε εντελώς με την κυκλοφορία των Divinity: Original Sin 1 & 2, δύο τίτλων που τάραξαν τα νερά στο CRPG κοινό και που απέδειξαν ότι η αγάπη για το είδος, το μεράκι για τη δημιουργία και η προσπάθεια για το κάτι παραπάνω όχι μόνο δεν πήγαιναν στράφι, αλλά την έκαναν τον νέο μεγάλο έρωτα του CRPG κοινού, εκθρονίζοντας για πολλούς άλλα μεγάλα θεριά όπως η Bioware, η Bethesda, η Obsidian κλπ.

Η μεγάλη επιτυχία δε του Divinity: Original Sin 2 ήταν αυτή που έπεισε τη Wizards of the Coast να εμπιστευτεί την Larian με το μεγαλύτερο και σημαντικότερο όνομα στην Dungeons & Dragons φαρέτρα της και να της δώσει την ευκαιρία να δημιουργήσει το sequel για την σειρά Baldur’s Gate. 6 χρόνια μετά (τα 3 σε early access), το Baldur’s Gate 3 έσκασε σαν Mindflayer Nautiloid πλοίο πάνω μας και ο κόσμος μας ποτέ δεν θα είναι ξανά ίδιος.

Η ιστορία του παιχνιδιού, όπως είναι αναμενόμενο, εξελίσσεται στην Sword Coast των Forgotten Realms, του πιο κλασικού και δημοφιλούς σύμπαντος του «επιτραπέζιου» pen & paper παιχνιδιού Dungeons & Dragons. Και έχοντας τον αριθμό “3” στον τίτλο, όπως είναι αναμενόμενο, αποτελεί sequel της αρχικής Bhaalspawn διλογίας της σειράς. Βέβαια, με 20+ χρόνια να χωρίζουν τους τίτλους, οι δημιουργοί ορθώς έβαλαν τα γεγονότα του παιχνιδιού να τρέχουν 100 χρόνια μετά από αυτά των προηγούμενων τίτλων. Πρόκειται για ένα κλασικό κόλπο της Larian που έχουμε δει πολλές φορές στα παιχνίδια της, επιτρέποντας στους νέους παίκτες να πιάσουν τον νέο τίτλο χωρίς να έχουν ακουμπήσει τα παλιά, ενώ οι παλαιότεροι παίκτες να μένουν ικανοποιημένοι από το σποραδικό fan service, cameos αλλά και απευθείας συνδέσεις και αναφορές σε γεγονότα των άλλων τίτλων.

Η αρχή της ιστορίας πλέον είναι γνωστή σε όλους από τα trailers. O χαρακτήρας σας βρίσκεται αιχμάλωτος από τα Mind Flayers (έναν κλασικό, Κθουλικό εχθρό των DnD) τα οποία τοποθετούν ένα tadpole στον εγκέφαλό σας για να σας μετατρέψουν και εσάς σε Mind Flayer. Ξαφνικά, το πλοίο στο οποίο βρίσκεστε δέχεται μια επίθεση και αρπάζετε την ευκαιρία να δραπετεύσετε μέσα στην αναμπουμπούλα και την καταστροφή. Όμως το ταξίδι σας αρχίζει τώρα, καθώς το tadpole είναι ακόμα μέσα σε εσάς αλλά και σε ορισμένους ακόμα επιζώντες, ο χρόνος κυλάει γρήγορα και εκτός αν θέλετε να αλλάξετε την γενειάδα σας με μωβ πλοκάμια, πρέπει άμεσα να βρείτε μία λύση για να τα αφαιρέσετε.

Κάπου εκεί λοιπόν, στα συντρίμμια της φυλακής σας και στα καμένα πτώματα των εχθρών σας, ξεκινάει το επικό ταξίδι προς την προσωπική σας σωτηρία, αλλά και την σωτηρία του κόσμου καθώς σιγά σιγά θα ανακαλύψετε ότι αυτό που σας έχει συμβεί έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση και αντίκτυπο απ’ ότι θα περιμένατε. Πρόκειται για μια πολύ πλούσια ιστορία που ξεκινάει σχετικά χαλαρά μετά τον έντονο πρόλογο, αλλά που βήμα- βήμα ανεβάζει ρυθμούς και αποκτάει επικές διαστάσεις, οδηγώντας σε μεγάλες περιπέτειές, περίπλοκες μάχες, σκληρές διαπραγματεύσεις, γλαφυρές «τολμηρές» σκηνές και κουβάδες ολόκληρους από παραδοσιακό, φλεγματικό, Βρετανικό DnD χιούμορ όπως αρμόζει στη σειρά.

Η κεντρική ιστορία θα λέγαμε ότι δεν φτάνει το επικό και τεράστιο ταξίδι που είχαμε δει στο BG2 αλλά παραμένει αξιόλογη, με μπόλικες εκπλήξεις, ανατροπές αλλά και δυνατότητα να αλλάξεις άρδην πολλά στοιχειά της κατά την πορεία. Το πού θα οδηγηθείς είναι προδιαγεγραμμένο, αλλά από ποια διαδρομή θα φτάσεις, με ποιους θα φτάσεις και πώς θα έχεις αλλάξει ο ίδιος, εναπόκειται σε χαοτικά μεγάλο βαθμό στην απόλυτη ελευθερία του παίκτη. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο θα πάτε από το Act 1 στο Act 2 μπορεί να σας δώσει 20+ ώρες εντελώς διαφορετικού υλικού και προσέγγισης!

Και αυτό το βάθος το συναντάτε πολύ συχνά και στα side quests αλλά και το περιφερειακό υλικό του παιχνιδιού. Μπορεί να κάνετε ένα μικρό quest στις, για παράδειγμα, 10 ώρες παιχνιδιού και να κάνατε την Χ επιλογή. Στις 30 να εμφανιστεί νέο quest λόγο αυτών των επιλογών. Στις 50 απλά να μιλάτε με κάποιον άσχετο και να σας πει πόσο επηρεάστηκε η ζωή του από κάτι που έγινε από κάποιον που επηρεάσατε εσείς πιο πριν, στις 80 να βγει άλλο quest που πατάει περιφερειακά σε κάτι που είπατε και στις 120 να βγει ότι το «καλό» που κάνατε στις 30 ώρες τελικά σας βγήκε σε κακό!

Μπορεί σε ένα quest να αποφασίσατε να μακελέψετε όλους τους αντιπάλους σας, αλλά μπορεί να αποφασίσατε να διαπραγματευτείτε. Μπορεί να μεταμορφωθήκατε σε αρουραίο και να μπήκατε στο κτίριο μέσα από ένα σωλήνα και να αποφύγατε αυτούς τους εχθρούς. Να μεταμορφωθήκατε σε καπνό και να ξεγλιστρήσατε από χαραμάδες. Να γίνατε αόρατοι και να παγιδεύατε τους εχθρούς σας τοποθετώντας παγίδες. Να κάνατε ξόρκι για να πετάξετε και να μπήκατε από ένα μπαλκόνι. Να δωροδοκήσατε έναν υπάλληλο να σας αφήσει να μπείτε το βράδυ. Να πάτε ύπουλα πίσω από τον φρουρό την ώρα που κάνει περίπολο και σταμάτησε δίπλα από μια γέφυρα και να τον πετάξετε στον γκρεμό. Επιλογές πάνω στις προηγούμενες επιλογές των άλλων επιλογών, με τις διακλαδώσεις να γίνονται δαιδαλώδεις όσο προχωρά η περιπέτεια και το παιχνίδι σας ολοένα και πιο χτισμένο και στημένο γύρω από εσάς και το παίξιμό σας.

Ακόμα και οι μικροσκοπικές λεπτομέρειες είναι συχνά απίστευτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Βρήκες το πτώμα ενός άκυρου NPC σε μια καλύβα και πάνω του βρήκες ένα γράμμα για την αγαπημένη του. Αυτό, δεν ξεκινάει κάποιο quest. Aλλά 10 ώρες μετά μπορεί να βρείτε το πτώμα ενός ταχυδρόμου που μετέφερε γράμμα της αγαπημένης πίσω σε αυτόν τον NPC. Kαι πολύ παρακάτω, να βρείτε τι συνέβη σε αυτή τη γυναίκα. Σε μια άλλη περίπτωση, να ακούσετε ένα παιδί να κλαίει για το χαμένο ζωάκι του και αργότερα να βρείτε ένα σκυλάκι, να του μιλήσετε με το ανάλογο spell και να τους βοηθήσετε να ξανασμίξουν. Και επειδή το κάνατε αυτό, μπορεί το σκυλάκι να προσπαθήσει να σας σώσει/ βοηθήσει σε κάποια μάχη.

Όλες αυτές οι μικρο-ιστορίες τρέχουν χωρίς quest ταμπέλες, χωρίς τίποτα. Το παιχνίδι χαρίζει απλόχερα εκατοντάδες τέτοιες στιγμές, απλά για να εμπλουτίσει τον κόσμο και να τον κάνει ζωντανό, οργανικό και συνδεδεμένο. Παίζοντας RPG από την εποχή του Ultima και του Wizardry, μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια ελευθερία και ποικιλία ξανά σε single player RPG video game. Καταφέρνει και ξεπερνάει τα χρυσά standards στην ελευθερία της εξιστόρησης των Disco Elysium και Planescape Torment, αλλά και της ελευθερίας επιλογών στο questing, τη μάχη και το traversal των Fallout 2 και Divinity: Original Sin 2, αγγίζοντας πλέον ένα νέο, ανώτερο επίπεδο το οποίο ονειρευόμασταν να δούμε εδώ και δεκαετίες.

Ένα παιχνίδι που αποφάσισε να επενδύσει τον χρόνο του και τους πόρους του όχι στις χαοτικές εκτάσεις, τα υπερ-ρεαλιστικά γραφικά και στις νέες τεχνολογίες εντυπωσιασμού, αλλά ένα παιχνίδι που προσπαθεί πραγματικά να μεταφέρει την απόλυτη ελευθερία των pen & paper RPGs σε ψηφιακή μορφή. Αμφιβάλουμε να το τολμήσουν πολλές άλλες εταιρίες αυτό, ειδικά με χαρτογιακάδες και investors να ψάχνουν σε κάθε γωνιά για το πώς να κάνουν το φθηνότερο και εντυπωσιακότερο πυροτέχνημα. Αλλά όσο και αν θέλουν να το αρνηθούν, οποιοδήποτε CRPG κυκλοφορήσει αύριο μεθαύριο, θα συγκριθεί και θα συγκριθεί σκληρά απέναντι στα νέα μέτρα και σταθμά.

Και το αστείο είναι πως το Baldur’s Gate 3 δεν είναι και καθόλου άσχημο τεχνικά, ίσα ίσα θα λέγαμε πως είναι πάρα πολύ όμορφο. Ναι, το animation δεν πλησιάζει τα επίπεδα ενός τίτλου σαν το Witcher 3 ή το Last of Us 2, αλλά αντικειμενικά, δεν το χρειάζεται κιόλας. Τα γραφικά είναι πανέμορφα, τα effects και ο φωτισμός μαγευτικά και όλοι μα όλοι (εκατοντάδες) NPCs που θα συναντήσετε, έχουν mo-cap animation από τους ηθοποιούς. Τι και αν δεν έχει day-night cycle, τι και αν δεν υπάρχει Ray Tracing, τι και αν δεν μπορούμε να μετρήσουμε τις ρυτίδες κάτω από τα μάτια του χαρακτήρα, τι και αν οι εκφράσεις στα πρόσωπα είναι αστείες και περίεργες; Μηδενική σημασία έχει στην πραγματική ουσία του τίτλου και στο ότι η γενικότερη εικόνα είναι απολαυστική και όμορφη, πλαισιωμένη με ένα ιδιαίτερα δυνατό fantasy soundtrack.

Soundtrack που μάλιστα κρύβει και ορισμένες φανταστικές εκτελέσεις και εκπλήξεις σε ορισμένες μάχες, και που προτείνουμε να αποφύγετε να ακούσετε εκτός παιχνιδιού για να νιώσετε και εσείς την έκπληξη και το δυνατό συναίσθημα που θα σας προσφέρουν, την κατάλληλη στιγμή. Στο δε voice acting, η δουλειά που έχει γίνει εδώ είναι εφάμιλλη μόνο με AAAA παραγωγές. Πλην ορισμένων filler citizens στην Baldur’s Gate, στο υπόλοιπο παιχνίδι, οι (πιθανότατα) χιλιάδες NPCs που θα συναντήσετε είναι όλοι με κανονικότατο voice acting που θα είναι 100% προσωπικό και διαφορετικό από τον διπλανό NPC, έστω απλά για να πούνε μια μικρή αράδα και για να νιώσετε ότι είναι αληθινός χαρακτήρας και όχι NPC βγαλμένος από το εργοστάσιο.

Διάβολε, ακόμα και τα πτώματα νεκρών (αντιπάλων και μη) αλλά και όλα τα ζώα έχουν το δικό τους voice acting και μπορείτε να μιλήσετε με πολλά από αυτά με το κατάλληλο spell! Οι βασικοί χαρακτήρες δε, είναι όλοι τους «να τους πιεις στο ποτήρι», ειδικά με τους Amelia Tyler (narrator), Neil Newbon (Astarion), Jenniger English (Shadowheart), Samantha Beart (Karlach) (Devora Wilde (Lae’zel) και Maggie Robertson (Orin) να παραδίδουν μαθήματα ερμηνείας. Αποτελεί μεγάλο κρίμα όμως ότι ο χαρακτήρας μας δεν έχει σχεδόν καθόλου voice acting πέρα από καμιά 30αρια ατάκες που θα πει στη διάρκεια του παιχνιδιού. Με τον χαρακτήρα να είναι συνέχεια σε cutscenes και σκηνές δράσεις, είναι περίεργο να γίνεται χαμός τριγύρω του και να μην αρθρώνει λέξη.

Βέβαια, εκεί που η ζαριά του persuasion αποτυγχάνει, τα σπαθιά βγαίνουν από τις θήκες τους και ο χαμός της μάχης ξεκινά. Η μάχη στο Baldur’s Gate 3 λοιπόν, καλώς ή κακώς, δεν είναι βασισμένη στο Real time with Pause μηχανισμό των πρώτων Baldur’s Gate και των σύγχρονων Pathfinder και Pillars of Eternity. H Larian κατά πάσα πιθανότητα έκανε αυτή την επιλογή για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί έχουν ήδη τεράστια εμπειρία σε αυτό το στυλ από τα πρόσφατα παιχνίδια τους και μπορούσαν να πατήσουν εκεί. Δεύτερον, γιατί αν σχεδιάσεις εξ αρχής ένα παιχνίδι με turn-based μηχανισμό (αντί να το προσθέσεις σαν έξτρα όπως τα Pathfinder), ζυγίζεις πολύ καλύτερα τον αριθμό των εχθρών και μαχών (αλλιώς μπορεί να διπλασιάσεις τη διάρκεια του τίτλου πολύ εύκολα!).

Τρίτον, γιατί με turn-based σχεδιασμό, το παιχνίδι μπορεί να παιχθεί πολύ πιο άνετα με gamepad και άρα να πουλήσει καλά και στις κονσόλες. Και τέταρτον, με turn-based σχεδιασμό, το Baldur’s Gate 3 επιτρέπει πολύ περισσότερες στρατηγικές δυνατότητες στον παίχτη, στο πώς θα τοποθετηθεί στη μάχη, πώς θα ελέγχει το πεδίο τριγύρω του, πώς και που θα ρίξει το spell, πώς θα ελιχθεί/ πηδήξει/ σπρώξει/ πετάξει/ παγιδεύσει/ κάνει backstab κλπ. Για τους purist παίκτες των Baldur’s Gate η αλλαγή δεν είναι απίθανο να ξενίσει, κυρίως γιατί αλλάζει κάτι νευραλγικό στον παλιό gameplay χαρακτήρα της σειράς.

Αλλά αφήνοντας αυτή την αρχική «ενόχληση» (αν υπάρχει), μπορούμε να πούμε εν τέλει ότι η Larian έπραξε ορθότατα. Κατέχει αυτού του είδους το gameplay όσο καμία άλλη σημερινή εταιρία, και για το όραμα που είχαν, να προσφέρουν αυτή τη «ρεαλιστική» μεταφορά ενός pen & paper παιχνιδιού σε ηλεκτρονική μορφή, οι turn-based μηχανισμοί απλά επιτρέπουν πιο σύνθετες και καλοστημένες μάχες. Μάχες που αν πας “ντουγρού”, μπορεί να γίνεις wiped out σε ένα μόλις γύρο, και που αν πας λίγο πιο προσεκτικά και τοποθετηθείς έξυπνα, να κάνεις εσύ wipe out τον αντίπαλο.

Σε θέμα δυσκολίας, θα λέγαμε πως οι δημιουργοί αποφάσισαν να κάνουν το Baldur’s Gate 3 λίγο πιο προσβάσιμο από ό,τι τα παλαιότερα παιχνίδια τους. Nαι, αν δεν προσέχεις καθόλου μπορεί εύκολα να γίνεις ένα μικρό βουναλάκι από στάχτη, αλλά σε γενικές γραμμές το παιχνίδι είναι αρκετά πιο βατό από ότι, π.χ. το D:OS2. Το δυσκολότερο τμήμα του είναι μάλλον τα αρχικά πρώτα 4 levels λόγω της φύσης των κανόνων της 5ης έκδοσης του Dungeons & Dragons. Με το που χτυπάτε level 5, οι χαρακτήρες γίνονται αρκετά πιο δυνατοί και το παιχνίδι εξισορροπεί πολύ πιο εύκολα, οπότε ως εκεί (όπως και στο DnD άλλωστε) θέλει παραπάνω προσοχή.

Και ενώ είχαμε ξεκινήσει την περιπέτειά μας στο normal και το παιχνίδι ήταν λίγο ζόρικο αλλά βατό, από το 5ο lvl και μετά το γυρίσαμε στο tactician (hard) difficulty για μια πιο στρατηγική εμπειρία που αναγκάζει να χρησιμοποιείτε όλα τα spells, scrolls και potions στην κατοχή σας. H στρατηγική σας βέβαια θα εξαρτηθεί σε τεράστιο βαθμό από τον χαρακτήρα και τους companions που θα έχετε μαζί σας. Το πλουσιότατο character creation στην αρχή δίνει πληθώρα επιλογών για το πώς θα δείχνει ο χαρακτήρας, πώς θα παίζει και τι class είναι.

Μπορεί όπως συνηθίζει η Larian, να επιλέξετε να παίξετε ως ένας από τους origin characters με την εντελώς δική του ιστορία (συγκεκριμένους από τους αρχικούς companions), με custom χαρακτήρα χωρίς συγκεκριμένo backstory ή τον μυστηριώδη custom χαρακτήρα με το “Dark Urge”, ένα background που υφαίνει μια εντελώς διαφορετική σεναριακή γραμμή για την προσωπική σας περιπέτεια και έχει πολλές εκπλήξεις και ιδιαίτερη κορύφωση. Αλλά πλην της επιλογής του background, μην αγχωθείτε πολύ με την επιλογή του class.

To παιχνίδι δίνει την επιλογή να κάνετε 100% respec και class change τον χαρακτήρα σας αλλά και τους companions και να τους αλλάξετε όποτε θέλετε, όπως θέλετε. Αν και αυτό μπορεί να «σπάσει» λίγο το immersion, για έναν τίτλο που χτυπάει με άνεση τριψήφιο αριθμό ωρών, είναι έξυπνο από τους δημιουργούς να προσφέρουν αυτή την ελευθερία στους παίκτες και να τους αφήσουν να κάνουν ό,τι θέλουν. Και ξέρουμε ότι σύντομα θα μπει και η επιλογή με patch για να μπορείτε να αλλάξετε ξανά και την εμφάνισή σας.

Έχοντας μιλήσει ως τώρα με τόσο γλαφυρά λόγια για το παιχνίδι, θα περίμενε κανείς να πει πως το Baldur’s Gate 3 είναι ένα αιθέριο αριστούργημα και που όλα είναι αγγελικά πλασμένα. Και η αλήθεια είναι πως όντως πρόκειται για ένα αιθέριο αριστούργημα! Αλλά κανείς δεν είναι τέλειος και ήρθε και η ώρα να αναφέρουμε τις ενοχλήσεις και τα προβληματάκια που είχαμε με τον τίτλο. Καταρχάς, το παιχνίδι τρέχει άνετα ακόμα και σε παλιά συστήματα, επιτρέποντας σε παίκτες ακόμα και με κάρτες όπως η 1060 να χτυπάνε 40-50 fps με very high settings και 1080p. Αυτό όμως ισχύει κυρίως στα πρώτα δύο Acts. Στο 3o Act, το performance δέχεται πάρα πολύ έντονη πτώση και θα δείτε περιπτώσεις που το framerate πέφτει στα μισά.

Ταυτόχρονα, ενώ μέχρι εκεί το παιχνίδι είχε μεν διάφορα glitches και bugs, για το μέγεθος την εμπειρίας αυτά ήταν πολύ μαζεμένα και περιορισμένα. Στο Act 3 όμως, υπάρχουν πολύ περισσότερα bugs, περίεργα glitches, crashes κλπ., που παρά τα τέσσερα hotfixes και δύο μεγάλα patches ως τώρα, παραμένουν ακόμα πολλά για να διορθωθούν. Ταυτόχρονα, υπάρχουν περιπτώσεις που «βλέπεις» πως η γραφή σε ορισμένα τμήματα του Act 3 δεν έχει δουλευτεί στον βαθμό που είχε σθμβεί ως εκεί, με κλασικό παράδειγμα οι χαρακτήρες που συμπεριφέρονται σαν να σας ξέρουν και σαν να λύσατε ένα τεράστιο quest για να τους φτάσετε (ενώ εσείς βρεθήκατε μπροστά τους από εντελώς πλάγιο τρόπο και δεν είχατε πάρει το quest τους).

Υπάρχουν και περιπτώσεις που ένας companion έχει σκαλώσει στο ότι έχετε κοιμηθεί μαζί ή που άλλη companion που είστε σε romance να μη κάνει ποτέ trigger την «επίμαχη» σκηνή. Και υπάρχουν και περιπτώσεις που βλέπεις ξεκάθαρα ότι λίγοι companions έχουν δεχθεί λιγότερη φροντίδα στις ιστορίες τους. Πέραν αυτού, λίτρα ψηφιακού μελανιού μπορούν να γραφτούν για το inventory system της Larian, που είναι τόσο θρυλικά δύσχρηστο όσο και τα μενού των RPGs της Bethesda (για εντελούς άλλους λόγους βέβαια). Άπειρα πράγματα και μικροπραγματακια να σηκώσεις, να συμμαζέψεις να βάλεις σε σακούλες που δεν κάνουν stack τα αντικείμενα οπότε πρέπει να μπεις εκεί να συμμαζέψεις.

Και αν θες να αλλάξεις πράγματα σε χαρακτήρα που δεν έχεις μαζί σου, πρέπει να πας στο camp, να μιλήσεις σε έναν από αυτούς που έχεις μαζί, να τον διώξεις, να μιλήσεις σε άλλον και να του πεις να έρθει, και μόνο τότε μπορείς να ανοίξεις το inventory, να κάνεις την αλλαγή, να του ξαναμιλήσεις για να τον διώξεις, να ξαναβρείς τον άλλο, να του ζητήσεις να έρθει ξανά μαζί σου και να επιστρέψεις εκ νέου εκεί που ήσουν. Ουφ! Θα μπορούσες απλά να είχες επιλογή σε όλα τα inventories στο camp με τη μια, και να μη χάνεις κάθε φορά 3-4 λεπτά να βρεις που μπορεί να είναι ο κάθε χαρακτήρας.

Τέλος, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως αν δεν είχαμε επαφή με DnD αλλά και παραπλήσια CRPGs, η αρχή του Baldur’s Gate 3 θα μας φαινόταν βουνό. Το παιχνίδι δεν έχει σχεδόν καθόλου tutorial ή οδηγίες για τους gameplay μηχανισμούς, και πέρα από ορισμένες πολύ βασικές πληροφορίες στην αρχή, αφήνει τον παίκτη έρμαιο του διαβάσματος. Ένα λίγο πιο πλούσιο tutorial ή ένα in-game “Player’s Handbook” θα ήταν χρήσιμο για πολλούς νέους παίκτες. Βέβαια, με επιμονή και υπομονή, το Baldur’s Gate 3 σίγουρα θα σας επιβραβεύσει και θα σας οδηγήσει να μάθετε καλά όλες τις δυνάμεις και δυνατότητές σας, και για αυτό θεωρούμε ότι δεν είναι καλή ιδέα να πάρετε έτοιμο build από κάποιον online oδηγό γιατί και θα περιορίσει την φαντασία σας αλλά και θα σας εμποδίσει από το να δοκιμάσετε άλλα πράγματα).

Τα παραπάνω είναι μικροενοχλήσεις και πταίσματα μεν, αλλά είναι θέματα που υπάρχουν και πρέπει να αναφερθούν. Το θέμα είναι ότι η Larian έχει ήδη κάνει πολλές και μεγάλες βελτιώσεις στο παιχνίδι. Και ιστορικά, μέσα στον πρώτο χρόνο, υποστηρίζει τα παιχνίδια της όσο κανένας άλλος στη βιομηχανία, δίνοντας τόνους νέου υλικού, προσθηκών και αλλαγών, ακούγοντας την κοινότητα του παιχνιδιού και βελτιώνοντας την εμπειρία σε τεράστιο βαθμό. Οι Enhanced editions των D:OS 1-2 δόθηκαν ως δωρεάν αναβάθμιση στους παίκτες και περιέχουν τόσο νέο υλικό και αλλαγές μέσα, που άλλος developer θα το πουλούσε ως full priced remake. Είμαστε βέβαιοι λοιπόν ότι θα δούμε πολλά και μεγάλα πράγματα μέσα στα επόμενα 1-2 χρόνια γύρω από το Ba;dur’s Gate 3.

To Baldur’s Gate 3, λοιπόν, είναι ένα παιχνίδι που μπορεί να θεωρηθεί σταθμός για το RPG gaming. Ένας τίτλος που αν και δεν είναι τέλειος, πλησιάζει την RPG ελευθερία και τελειότητα όσο κανένας άλλος τίτλος μέχρι σήμερα. Ένας τίτλος που μας πήρε περίπου 130 ώρες για να κάνουμε ένα “good” completionist playthrough και να καθαρίσουμε διεξοδικά όλες τις περιοχές, όλα τα δωμάτια και όλα τα κτίρια από άκρη σε άκρη και που δεν κρατιόμαστε να δώσουμε άλλες 130 για ένα διαφορετικό, multiplayer playthrough, ενώ ήδη παίζουμε ένα δεύτερο solo playthrough.

Ένας τίτλος για «λίγους», που είναι τόσο καλός που κατάφερε να τραβήξει το ενδιαφέρον των «πολλών» και να κάνει την gaming κοινότητα να φωνάζει το όνομα του Balduran με δυνατότερη φωνή ακόμα και από τα χρόνια που την επιμέλεια της σειράς την είχε η Bioware. Ένα μοναδικό sequel, το οποίο μόνο μια εταιρία όπως η Larian, με ενδιαφέρον πάνω απ’ όλα στο όραμά της και στην ποιότητα του τίτλου, θα μπορούσε να προσφέρει. Μία πρόταση, που αν δεν σας τρομάζει η πολυπλοκότητά της, είναι απλά μία από αυτές τις εμπειρίες που εμφανίζονται μία φορά ανά 5-10 χρόνια.

https://www.gameover.gr/2023/09/05/baldurs-gate-3-review/

Σχόλια