Το «Russian Doll» παρτάρει α λα «Μέρα της Μαρμότας» μπροστά στο θάνατο

Η σειρά παραγωγής της Εϊμι Πόλερ με τη Νατάσα Λιόνε σε ένα θριαμβευτικό κεντρικό ρόλο, είναι ίσως η καλύτερη σειρά του Netflix εδώ και χρόνια.

Το σκηνικό είναι εντελώς γνώριμο, κι όχι μόνο επειδή η Νάντια το ζει ξανά και ξανά. Πεθαίνει, κι όταν βρίσκει ξανά τις αισθήσεις της ξυπνάει υπό τους ήχους ενός εθιστικού, catchy ποπ κομματιού. Υστερα ζει την ίδια μέρα αντιμετωπίζοντας αυξανόμενα καρτουνίστικους τρόπους θανάτου, πριν μπλεχτεί στη λούπα για μια ακόμα φορά, ψάχνοντας να βρει τι είναι αυτό που την κρατάει παγιδευμένη σε αυτό τον κύκλο θανάτου και αναγέννησης.
Τη Νάντια παίζει η Νατάσα Λιόνε (του «Orange is the New Black» και πίσω στα ‘90s του «American Pie») που είναι ταυτόχρονα συν-δημιουργός, παραγωγός, σεναριογράφος, και σκηνοθέτης του εξαιρετικού τελευταίου επεισοδίου. Για τη Λιόνε είναι εμφανές πως αυτή η σειρά είναι κάτι τρομερά προσωπικό, πολύ παραπάνω από ένα riff πάνω στη «Μέρα της Μαρμότας» από την οποία δανείζεται τον κεντρικό κονσεπτικό ιστό.

H ηρωίδα της Λιόνε έχει μόλις γίνει 36 και είναι, κατά δήλωση της ίδιας, μια μίξη της Μέριντα του «Brave» και του κωμικού Αντριου Ντάις Κλέι. («Αγαπώ το “Brave”!», της λέει ένα αγόρι. «Εγώ αγαπώ τον Ντάις», απαντά εκείνη.) Τη γνωρίζουμε τη νύχτα του πάρτι γενεθλίων της, που οργάνωσε για αυτήν η καλύτερή της φίλη Μαξίν (Γκρέτα Λι, με περάσματα από διάφορες μοντέρνες χιπ κωμωδίες από «Girls» μέχρι «High Maintenance») σε ένα τυπικά τηλεοπτικό νεοϋορκέζικο λοφτ γεμάτο κόσμο, χρώματα, ήχους και απόψεις. (Επίσης έχει σκάλα διαφυγής έξω από το παράθυρο, κι όταν η Μαξίν το μαθαίνει αυτό το πρώτο πράγμα που αναρωτιέται είναι αν αυτό θα ανεβάσει την αξία του διαμερίσματος στο Airbnb.) Η Νάντια κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, μπροστά από μια πόρτα που μοιάζει με πύλη προς μια άλλη διάσταση. Από μέσα ακούγεται το «Gotta Get Up» του Χάρι Νίλσον, το κομμάτι που ανοίγει τον σπουδαίο δίσκο «Nilsson Schmilsson», ένα κομμάτι που όπως ακριβώς και η ίδια η σειρά φοράει ένα χαριτωμένο προσωπείο -σχεδόν μανιακά feelgood- καθώς μιλάει για την απώλεια της αθωότητας κατά το πέρασμα του χρόνου.

Ο Νίλσον έγραψε το «Gotta Get Up» στα 30, ενώ ήδη αντιμετώπιζε προβλήματα εθισμού με ναρκωτικά και αλκοόλ. Η Λιόνε έχει το δικό της κεφάλαιο πόνου, έχοντας περάσει χρόνια εθισμών, μεγάλων προβλημάτων υγείας και φτάνοντας μέχρι και μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς πριν μια δεκαετία. «Θέλαμε να συνδέσουμε το ηρωικό τραγούδι της Νάντια με κάποιον που θα ήξερες πως είναι ένας άνθρωπος που έχει δυσκολευτεί για πολύ καιρό προσπαθώντας να συμφιλιώσει την αναζήτηση μιας ουσιαστικής ζωής με το ότι βαθύτερα είναι ραγισμένος», λέει η Λιόνε.

Την πρώτη φορά που βλέπουμε τη Νάντια, παίρνει δύναμη, ακούει το κομμάτι και ξαναβγαίνει στο πάρτι των 36 της. Κινείται ήδη σα να έχει πεθάνει και ξαναζήσει δεκάδες φορές. Η Λιόνε, σε μια απίστευτα ανθρώπινη σωματική ερμηνεία, δίνει στη Νάντια μια βαρύτητα που ισορροπεί ανάμεσα στο καρτουνίστικα ατσούμπαλο και στο «δε με νοιάζει, γιατί απόψε έφαγα άλλον έναν χρόνο». Είναι ειρωνική, θλιμμένη, πολύ σίγουρη αλλά και αδιόρατα θρυμματισμένη. Κινείται στο πάρτυ έχοντας πάρει απόφαση πως απόψε «θα κάνω κάποιες επιλογές», όπως λέει στη Μαξίν αφού μοιράζονται ένα μυστηριώδες τσιγάρο που μπορεί να είναι ή να μην είναι κοκαϊνη. Πηγαίνει σπίτι με έναν γλοιώδη καθηγητή που προσφέρει μια στιγμιαία ικανοποίηση, ενώ οι δυο τους έχουν μόλις μοιραστεί μια αναφορά πώρωσης προς τις TLC και την -πρόωρα χαμένη, όχι τυχαία νομίζω- Left Eye. («Μόνο τα παιδιά των ‘90s θα καταλάβουν.»)

Αυτό που δεν ξέρει η Νάντια σε αυτό το σημείο είναι πως η ατελείωτη βραδιά έχει μόλις ξεκινήσει. Κάνοντας ένα διάλειμμα από τον προγραμματισμό του επόμενου βιντεοπαιχνιδιού της, κατεβαίνει στο γειτονικό μίνι μάρκετ και, ψάχνοντας τη γάτα της, πεθαίνει. Οπως κι ένας άλλος σύγχρονος λαϊκός ήρωας που ζει και ξαναζεί την ίδια μάταιη λούπα αγωνίας και αναζήτησης ακολουθώντας μια γάτα-επέκταση του εαυτού και του μεγάλου ταξιδιού του (ο φολκ τροβαδούρος του κοενικού αριστουργήματος «Inside Llewyn Davis» των αδελφών Κοέν), έτσι κι η Νάντια ζει πλέον την ίδια κατάσταση, ξανά και ξανά, χωρίς να ξέρει γιατί.

Αρκετά ταιριαστά, ό,τι ακολουθεί αυτή την αρχική συνθήκη του πρώτου επεισοδίου, συνθέτει ένα απολαυστικό παζλ χαρακτήρων, αναφορών και λεπτομερειών ταυτόχρονα γνώριμο αλλά και γεμάτο εκπλήξεις, οπότε δεν θα μπούμε σε επιπλέον λεπτομέρειες. Στα 8 εικοσάλεπτα επεισόδια, η σειρά δεν διαθέτει καθόλου περιττό λίπος και διαρκώς εκπλήσσει και διασκεδάζει, μια ευχάριστη εξέλιξη για παραγωγή του Netflix (οι οποίες συνήθως διαρκούν πολύ περισσότερο από όσο χρειάζεται). Η σειρά απλά πετάει στην οθόνη, κυλάει σα νερό, διαλέχτε την αναλογία σας.

Βοηθάει και το γεγονός ότι η Λιόνε, μαζί με το τιμ αποκλειστικά γυναικών σεναριογράφων και σκηνοθετών της, δεν αφήνουν ποτέ μια ιδέα να κουραστεί πριν προχωρήσουν στην επόμενη. Το «Russian Doll» ξεκινά ως υπαρξιακή δραμεντί, εξελίσσεται σε κάτι σαν ιστορία ντετέκτιβ, πλέκει χροιές μεταφυσικής αγωνίας με αισθηματικό δράμα (καθώς η Νάντια δοκιμάζει ερωτικούς συντρόφους σε παράλληλες εκδοχές της ύπαρξής της), και φτάνει τελικά μέχρι και τον τρόμο απόλυτα συναισθηματικής βάσης.

Σε όλη αυτή τη διαδρομή, οι χαρακτήρες που κατοικούν σε αυτό το προσωπικό σύμπαν γίνονται κάτι παραπάνω από περιστασιακούς Νεντ Ράιερσον, πολύ περισσότερο από μικρά επαναλαμβανόμενα στοιχεία στο background της δράσης. Είναι μικροί ήρωες στους δικούς τους κόσμους, ικανοί να νιώσουν τρόμο, απώλεια και αγωνία καθώς η Νάντια πεθαίνει μπροστά στα μάτια τους. «Σε κάποια άλλη πραγματικότητα, η Ρουθ θρηνεί για μένα», διαπιστώνει η Νάντια καθώς προσπαθεί να διασώσει τους αγαπημένους της από τη δίνη του χρόνου όσο πλησιάζουμε το κρεσέντο του εξαιρετικού 7ου επεισοδίου. (Με σπουδαίο guest από τη Κλόι Σεβινί σε ένα σημαντικό ρόλο.)

Οι θάνατοι της Νάντια κουβαλούν τη δική τους απρόσμενη βαρύτητα κι αυτός είναι ένας μόνο από τους τρόπους με τους οποίους η σειρά καταφέρνει να πάει το κεντρικό της μοτίβο ένα βήμα παρακάτω. Σε μια ιστορία όπου η κεντρική ηρωίδα απλά δεν γίνεται να πεθάνει μέχρι να διορθώσει το δικό της προγραμματιστικό bug, είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να βρεθεί μια αίσθηση απειλής και γενικότερου Τέλους, όμως εδώ το πετυχαίνει. Η συναισθηματική εμπλοκή, η ευρύτερη αίσθηση κατάρρευσης, αλλά και η σύνδεση με έναν άλλο ήρωα-κλειδί, κάνουν την ιστορία να μοιάζει αληθινή κι όχι ένα απλό όνειρο αυτο-βελτίωσης. Καθώς αποδομείται ο χρόνος, η σειρά αποδομεί την ηρωίδα της συνδέοντας τα ψυχολογικά βάρη του παρελθόντος με το αγχωτικό κενό του παρόντος και αναζητώντας τρόπο πάνω σε αυτή την υπαρξιακή δίνη να χτίσει ένα κάποιο μέλλον.

Το πετυχαίνει μέσα από έναν τρομερό συνδυασμό βαρύτητας και αγνού entertainment. Η σειρά παρά τις πικρές της αιχμές είναι στην καρδιά της τρομερά γλυκιά και ρομαντική, η ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε δύσκολες στιγμές και ρουφώντας ένα τσιγάρο αποφασίζει με ένα διακριτικό χαμόγελο να μας διηγηθεί το πώς τα κατάφερε. Η σειρά μοιάζει με κάτι τρομερά ειλικρινές, παθιασμένο, ζησμένο. Μετά το τρομακτικό και αγχώδες 7ο επεισόδιο η Λιόνε αναλαμβάνει πλήρως την προσγείωση γράφοντας και σκηνοθετώντας το φανταστικό φινάλε. (Το οποίο είναι απόλυτα ικανοποιητικό. Αν ισχύει το report πως η Λιόνε και το Netflix έχουν μιλήσει για πλάνο 3 σεζόν, μπορεί κανείς να νιώθει περιέργεια όσο οριακά και φόβο κιόλας για το τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο.)

Το τελευταίο αυτό ημίωρο έχει τίτλο «Ariadne» και παρουσιάζει μια τελική δοκιμασία για τους ήρωες της σειράς, που κι εκείνοι μπορούν να μόνο να ελπίζουν πως το κουβάρι του νήματος που έχουν ανταλλάξει είναι αρκετό για να μην χαθούν για πάντα. Ή όπως τραγούδησε κι ο Χάρι Νίλσον στο «I’ll Never Leave You», το τραγούδι που κλείνει το «Nilsson Schmilsson»: I'll never leave you alone / I'll never leave just a memory. Τι άλλο να κάνεις όταν ο χρόνος σε φθείρει, παρά να προσπαθείς και να επιμένεις.

Η 1η σεζόν 8 επεισοδίων του «Russian Doll» streamάρει στο Netflix και με ελληνικούς υπότιτλους.

http://flix.gr/news/russian-doll-review.html

Σχόλια