Η σύγχρονη κρίση της παιδείας και η πνευματική παρακαταθήκη των Τριών Ιεραρχών

Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής
Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Διευθυντής του Α΄ Πατριαρχικού Γραφείου

Σεβασμιώτατε,
Θεοφιλέστατοι,
Εξοχώτατοι,
Εντιμολογιώτατε κ. Πρόεδρε της Αδελφότητος Οφφικιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος»,
Εντιμολογιώτατοι,
Ελλογιμότατοι διδάσκαλοι,
Φίλοι μαθητές,
Κυρίες και κύριοι,

Πρώτα θα ήθελα να ευχαριστήσω εσάς, Άγιε Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, για την τιμητική πρόσκληση να είμαι ο ομιλητής εδώ στο Λονδίνο, ενώπιον αυτής της εκλεκτής ομήγυρης, κατά τη μεγάλη εορτή των Τριών Ιεραρχών, των Προστατών των Γραμμάτων. Τιμούμε σήμερα τους τρεις οικουμενικούς διδασκάλους, τον «ουρανοφάντορα» Βασίλειον τον Μέγαν, το «στόμα της σοφίας», τον «νέον σιτοδότην» και «δεύτερον Ιωσήφ», όπως αποκαλείται, τον «θερμότατον της Τριάδος υπέρμαχον» Γρηγόριον τον Θεολόγον, τα «ουρανόβροντα χείλη» της θεολογίας, στον Θρόνο Ανδρέου του Πρωτοκλήτου και Στάχυος, κατά τον Υμνωδόν και τον θεορρήμονα «προφήτην της φιλανθρωπίας» Ιωάννην τον Χρυσόστομον, τον αγωνιστικόν και θυσιαστικόν Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως.
Κάθε χρόνο, η κοινή πανήγυρις των Τριών Ιεραρχών την 30η Ιανουαρίου, εορτή η οποία θεσπίστηκε τον 11ο αιώνα στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ως ημέρα των ελληνικών και χριστιανικών Γραμμάτων με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, μας δίνει την ευκαιρία επιστροφής στις πνευματικές ρίζες του Γένους, για να αντλήσουμε δύναμη για την καλήν αναστροφήν μας στο παρόν και για την πορεία μας προς το μέλλον. Η μελέτη των βαθυστόχαστων έργων τους αποκαλύπτει ανεκτίμητους θεολογικούς θησαυρούς, σοφία και υψηλή πνευματικότητα.
Αυτό το οποίο με εντυπωσίαζε ανέκαθεν στους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ότι εκπροσωπούσαν μία θεολογία, πιστή στις θεμελιώσεις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως και ανοικτή στον κόσμο, στον σύγχρονό τους κόσμο. Ήταν μια θεολογία, η οποία συνέδεε την πίστη με τη ζωή, την πράξη με τη θεωρία – «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις», όπως έλεγε ο θεολόγος Γρηγόριος – μια θεολογία ως απόκριση της Εκκλησίας στα υπαρξιακά προβλήματα και στις απορίες της ελευθερίας του ανθρώπου, με ποιμαντική διάθεση, πάντοτε συγκεκριμένα, ποτέ αφηρημένα και άσαρκα, πάντοτε με αναφορά στον αιώνιο προορισμό του ανθρώπου.
Και η συνάντηση του Χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία δεν ήταν για τους μεγάλους Θεολόγους μας απλώς θεωρητική υπόθεση, αλλά είχε σχέση με το θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου. Φυσικά, δεν σώζει η φιλοσοφία, αλλά οι Πατέρες τη μελέτησαν επισταμένως και προχώρησαν στο «καινοτομεῖν τὰ ὀνόματα», έδωσαν δηλαδή νέο περιεχόμενο στις φιλοσοφικές έννοιες με σκοπό τώρα, διά μέσου αυτών, να εκφράσουν την εμπειρία της εν Χριστώ ανακαίνισης του ανθρώπου, απευθυνόμενοι σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο ήταν συνυφασμένο με την ελληνική γλώσσα και τη φιλοσοφική παράδοση. Επρόκειτο για άθλο, τον οποίο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου απεκάλεσε «θαύμα». Ο λεγόμενος «εκχριστιανισμός του Ελληνισμού» εμπλούτισε την Θεολογία, διεύρυνε την πνευματική εμπειρία των πιστών, αποτέλεσε καμπή στην ιστορία του πολιτισμού.
Αυτό το μοντέλο του θεολογείν, με τη διπλή αναφορά στην Αλήθεια της πίστεως και στην εκάστοτε σύγχρονη πραγματικότητα, ισχύει και για μας τους χριστιανούς των αρχών της τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας. Τα αληθινά πράγματα δεν έχουν ημερομηνία λήξεως.
Και σήμερα καλούμαστε να δώσουμε την εν Χριστώ καλήν μαρτυρίαν έναντι των σημείων των καιρών και των κρίσεων του πολιτισμού. Ο πυρήνας των σύγχρονων ανατροπών είναι η κρίση στην κατανόηση και χρήση της ελευθερίας, που προκαλεί, κατά τη άποψή μας, και τις αναταράξεις στον χώρο της παιδείας, στις οποίες και θα αναφερθούμε στην ομιλία μας, για να κάνουμε την προσπάθεια στη συνέχεια, να διατυπώσουμε, με βάση τις παραδοχές των Τριών Ιεραρχών, μια εναλλακτική πρόταση παιδείας, να δείξουμε, ούτως ειπείν, στους νέους και στις νέες των εκκοσμικευμένων κοινωνιών μας, πώς, στο πνεύμα της διατύπωσης του Μεγάλου Βασιλείου, θα μπορέσουν να ωφεληθούν «ἐκ τῶν χριστιανικῶν λόγων».
Στη σύγχρονη παγκόσμια πλέον κρίση της ελευθερίας, αποκαλύπτεται όλη η προβληματική της νεωτερικής μετάβασης από τις «δεδομένες αξίες» σε μια «διαμορφούμενη αξιολογία», από τη «μοίρα» στην «ευθύνη», αυτής της ριζικής και καθοριστικής για τη ζωή μας αλλαγής παραδείγματος στις απαρχές του μοντέρνου κόσμου. Βέβαια, σε αυτήν την κοσμοϊστορική αλλαγή οφείλουμε τις μεγάλες κατακτήσεις που έκαναν εν πολλοίς τον κόσμο μας πιο ανθρώπινο, αλλά και πολλά δεινά που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες, ακραίες συνέπειες των οποίων ζούμε στις μέρες μας. Η θεώρηση του ανθρώπου ως δημιουργού και διαμορφωτή των αξιών οδήγησε τελικά σε συνεχή μεταξίωση των αξιών και σε σύγχυση των αξιολογικών μας κριτηρίων.
Προβάλλεται καθημερινά η ελευθερία ως τέχνη αποφυγής των δεσμεύσεων, ως «κάνω ό, τι μου αρέσει», ως διόγκωση του εγώ και των ατομικών δικαιωμάτων, εμμονή στην ικανοποίηση των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών, ο στενόκαρδος εαυτοκεντρισμός και η προτεραιότητα της αυτοπραγμάτωσης. Αμέτρητοι συνάνθρωποί μας θεωρούν ότι η ζωή έχει το νόημα, το οποίον ο καθείς δίνει σ’ αυτή. Η άλλη όψη όλων αυτών είναι η συρρίκνωση της αλληλεγγύης, της κοινωνικής διάστασης της ελευθερίας και η υποχώρηση της κοινωνικής συνοχής. Η ανθρωπότητα ενδιαφέρεται πρωτίστως διά την οικονομική ανάπτυξη και ολίγιστα για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Προσωπικά, ακολουθώντας τον Erich Fromm και άλλους, περιγράφω τη σύγχρονη κρίση της ελευθερίας ως νίκη του «Έχειν», το οποίο θεωρώ ως το διακριτικό γνώρισμα του κυρίαρχου σήμερα ατομοκεντρικού, ευδαιμονιστικού, οικονομοκεντρικού και τεχνοκρατικού πολιτισμού. «Έχω», λοιπόν, «άρα υπάρχω». Έχω όχι μόνον εξωτερικά αγαθά, αλλά κατέχω και τον εαυτό μου, κατά το «ζητείν τα εαυτού» και την αυτοσωτηριακή τάση του Φαρισαίου της βιβλικής παραβολής, αλλά και σύμφωνα προς το «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» του άφρονος πλουσίου. Φιλοσοφώντας, μου αρέσει να λέγω ότι σήμερα το «ζῷον λόγον ἔχον» του Αριστοτέλους έχει πλέον μετατραπεί σε «ζῷον ἔχον». Όμως φαίνεται ότι το «ζῷον ἔχον» καθίσταται όμως νομοτελειακά «ζῷον ἐχόμενον», δούλος του εαυτού του και των υπαρχόντων του.
Ομιλούμε, κυρίες και κύριοι, περί ελευθερίας, δηλαδή ουσιαστικώς περί του πώς θέλει και κατανοεί ο άνθρωπος τον εαυτό του, και αυτό μας παραπέμπει άμεσα στο θέμα της παιδείας, το θέμα της σημερινής εορτής. Η εικόνα που έχουμε για τον άνθρωπο, για τη θέση στον κόσμο, για το νόημα της ύπαρξής του, για την ελευθερία και για την ευδαιμονία του, για τις θεμελιώδεις αξίες της κοινωνικής ζωής, καθορίζουν τη άποψή μας για την παιδεία του.
Έχει λεχθεί ότι η αγωγή είναι, μαζί με την πολιτική το δυσκολότερο πρόβλημα που καλείται να λύσει η ανθρωπότητα. Το είδαμε αυτό κατά τον εικοστό αιώνα, τον αιώνα των τολμηρών πειραματισμών στον χώρο της αγωγής, των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, των καινοτόμων παιδαγωγικών θεωριών και του κυκεώνα των παιδαγωγικών δημοσιευμάτων, της εκπαιδευτικής έκρηξης και της παιδαγωγικής ευφορίας των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Και σήμερα, μετά απ’ όλα που μόλις αναφέρθηκαν, η Παιδαγωγική βρίσκεται απέναντι σε νέα πολύπλοκα προβλήματα.
Είναι βέβαια γεγονός ότι στις πολυδιάστατες ουσιαστικές δυσκολίες της αγωγής προστίθενται στις μέρες μας πρωτόγνωρες περιστασιακές προκλήσεις και δυσκολίες που συνδέονται με το πνεύμα των καιρών και δημιουργούν έντονους κλυδωνισμούς σε αυτόν τον ζωτικό για την κοινωνία χώρο, καθιστώντας επιτακτικό το νέο προβληματισμό για το νόημα της παιδευτικής πράξης. Η τεχνολογική επανάσταση, οι νέες μορφές επικοινωνίας, το χάος των πληροφοριών, η πολυπολιτισμικότητα και ο πλουραλισμός, η μεταμοντέρνα ασάφεια, η παγκοσμιοποίηση και οι κρίσεις της, διαμορφώνουν νέες συνθήκες και νέα δεδομένα για την εκπαίδευση. Με γοργούς ρυθμούς υποτάσσεται σήμερα η εκπαίδευση στην αμείλικτη λογική των οικονομικών κριτηρίων, κάτι που καθιστά δύσκολη τη διατήρηση του ανθρωπιστικού προσανατολισμού της. Τα σχολεία «επανασχεδιάζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι βιομηχανικές εταιρίες», αποτελούν, μαζί με τα νοικοκυριά, «τους κύριους στόχους των μεγάλων βιομηχανιών των μέσων μαζικής επικοινωνίας» (A. Giddens). Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τα παιδιά αντιμετωπίζονται ως «αγορές» και η ιδέα της παιδικότητας, μιας από τις «μεγάλες αφηγήσεις» της νεωτερικότητας, γίνεται μια «οικονομική κατηγορία». Είναι βέβαιο ότι η κρίση της παιδείας και της παιδαγωγικής αντανακλά την κρίση των ίδιων των κοινωνιών μας, την κρίση ολόκληρου του πολιτισμού μας. Κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες είναι σαφές ότι η αγωγή καθίσταται όλο και πολυπλοκότερη. Παράλληλα όμως συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο η καταλυτική συμβολή της στην κοινωνικοποίηση της νέας γενιάς, στην έξοδό της από τους μεταμοντέρνους λαβυρίνθους και στον προσανατολισμό της μέσα στη σύγχρονη βαβυλωνιακή σύγχυση.
Θα αναφερθώ σύντομα σε δύο πτυχές της σύγχρονης κρίσης της παιδείας, οι οποίες αποτελούν προεκτάσεις της κυριαρχίας του πολιτισμού του Έχειν.

  1. Η διείσδυση της λογικής της τεχνοκρατίας στην εκπαίδευση
Χωρίς να αμφισβητεί τη μεγάλη δύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας, ο Neil Postman χαρακτηρίζει ως «τεχνοπώλιο» (Technopoly) την υποταγή σήμερα όλων των μορφών της πολιτισμικής ζωής στην τεχνολογία. Το σύμβολο του τεχνοπωλίου είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και η «νέα θεότητα» του τεχνοκρατικού πολιτισμού είναι η «πληροφορία». «Όποιος ασχολείται με υπολογιστές βλέπει τα πάντα ως δεδομένα (ως data)», σημειώνει επιγραμματικά ο N. Postman.
Όλοι γνωρίζουμε ότι οι εξελίξεις στον χώρο των ηλεκτρονικών μέσων κόβουν την ανάσα και αλλάζουν την εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας ταχύτατα. Τα μέσα επικοινωνίας δεν μεταδίδουν απλώς πληροφορίες, αλλά διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, τις απόψεις μας για τη ζωή, επηρεάζουν τις σχέσεις μας και τον αξιολογικό προσανατολισμό μας. Τελευταία, βέβαια, γίνεται λόγος και για την «ψηφιακή άνοια» (digital dementia), που προκαλεί η εξάρτηση από τους υπολογιστές, εξάρτηση η οποία επηρεάζει καταλυτικά τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας. Κατά τον N. Postman, με την είσοδο των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της άτεγκτης χρησιμοθηρικής λογικής τους στα σχολεία, εγκαθίσταται στον χώρο της εκπαίδευσης το πνεύμα ενός «Βησιγοτθισμού», δηλαδή η θεώρηση ότι όλα κρίνονται αποκλειστικά με βάση τη χρηστικότητά τους, που αλλοιώνει ή και εξαφανίζει τον παιδαγωγικό και ανθρωπιστικό ρόλο του σχολείου. Φυσικά δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε τις νέες δυνατότητες και ευκαιρίες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες στη διδασκαλία και τη μάθηση. Φαίνεται, όμως, ότι σήμερα το σχολείο αναπαράγει, αντί να υπερβαίνει τις αξίες του Έχειν. Εκπαιδεύουμε «παράγοντες», οικονομικούς, πολιτικούς, διοικητικούς κ.λπ. και για τον λόγο αυτό παρέχουμε γνώσεις χρήσιμες στους μελλοντικούς παράγοντες, δεξιότητες που έχουν ζήτηση, σε ανθρώπους που θα λειτουργήσουν «αποτελεσματικά», προσαρμοσμένοι στις ανάγκες και στη λειτουργία του «συστήματος», όχι γνώση που εξανθρωπίζει, που απευθύνεται στον άνθρωπο ως ον ελευθερίας. Είναι αυτονόητο ότι η πρόοδος της επιστήμης και η ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν απαντούν στα βαθειά υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου, ούτε βεβαίως εξαφανίζουν αυτά τα ερωτήματα.

2) Δεύτερο σύγχρονο χαρακτηριστικό της κρίσης στην παιδεία είναι ο ατομοκεντρικός και ευδαιμονιστικός προσανατολισμός της, ο οποίος αμβλύνει τις κοινωνικές ευαισθησίες της ανθρώπινης ψυχής και διαμορφώνει ανθρώπους, οι οποίοι είναι ανίκανοι να ζήσουν τη ζωή ως σχέση, να μοιράζονται τη ζωή με τους άλλους.
Το σύγχρονο σχολείο, αντί να βοηθά τα παιδιά να απελευθερωθούν από την τυραννία των αναγκών, τα υποδουλώνει σε αυτές. Ο λόγος περί καθήκοντος και δέσμευσης θεωρούνται από τους ουμανιταριστές παιδαγωγούς, όπως τους αποκαλώ, άσκηση βίας στην ανθρώπινη φύση και η παιδαγωγική παρέμβαση χαρακτηρίζεται ως κηδεμόνευση και ετερονομία. Ζούμε σήμερα τις ποικίλες παρενέργειες του παιδαγωγικού ουμανιταρισμού, την ανθρωπολογική μονομέρεια, τις ακραίες τοποθετήσεις σε θέματα όρων και των ορίων της αγωγής, την υποτίμηση της πειθαρχίας, την ευδαιμονιστική εκδοχή της ηθικής, την απόρριψη πολύτιμων ανθρωπιστικών παραδόσεων, τις παρερμηνείες της ελευθερίας, τις συρρικνωτικές ιδεολογίες με τους ποικίλους ισοπεδωτισμούς. Η ουμανιταριστική αγωγή δεν προετοιμάζει τη νέα γενιά για να σηκώσει το βάρος της παράδοσης, της πολιτικής, της γλώσσας, της ταυτότητας, για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να αναλάβει τις ευθύνες της στη γεμάτη αντιφάσεις κοινωνίας. Λησμονεί ότι η ανθρωπιά δεν είναι factum, αλλά πάντοτε faciendum, καθήκον και χρέος, κάτι που πρέπει να κατακτηθεί με αγώνες, κάτι που θέλει χρόνο να ριζώσει, να αναπτυχθεί, να καρποφορήσει. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις στον δρόμο προς την ελευθερία, ο οποίος, καθώς έλεγαν οι Αρχαίοι, είναι «ὄρθιος οἶμος», ανηφορικός δρόμος, ή όπως διατύπωσε, τόσο ποιητικά ο νεαρός ήρωας του Κυπριακού Αγώνα Ευαγόρας Παλληκαρίδης,
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά».
Κατήφορος είναι άλλα πράγματα, πάντως όχι πορεία προς την ελευθερία!
Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, τολμώ να ισχυρισθώ ότι στη θεώρηση παιδείας και της ελευθερίας που διασώζεται στην παράδοση της Ορθοδοξίας, την οποία έζησαν, κατενόησαν, ερμήνευσαν και εκπροσωπούν με ξεχωριστό τρόπο οι τιμώμενοι σήμερα Τρεις Ιεράρχες, βρίσκεται μια εναλλακτική μορφή πολιτισμού και παιδείας, μια ζωτική απάντηση στη σύγχρονη κρίση. Κανείς δεν τίμησε και δεν καταξίωσε τον άνθρωπο τόσο όσο η Ορθοδοξία. Σε κανένα πνευματικό κίνημα δεν συνδυάστηκε η προσφορά νοήματος και αλήθειας με την ελευθερία, πουθενά δεν συμφιλιώθηκε τόσο βαθιά ο νους και η καρδιά, η πίστη και η γνώση, η ελευθερία και η αγάπη, η ψυχή και το σώμα, ο άνδρας και η γυναίκα, το άτομο και η κοινωνία, η φύση και η ιστορία, το πνεύμα και η ύλη, ο ουρανός και η γη, όσο στη ζωή της Ορθοδοξίας. Ο ορθόδοξος τρόπος του βίου είναι δεμένος με την ψυχή μας, με τις αξίες και την ηθική μας συνείδηση, με τη γλώσσα μας, τη μουσική μας, τα ήθη και τα έθιμά μας, τις χαρές και τις λύπες μας, με ολόκληρο τον πολιτισμό μας.
Χαρακτηρίζω αυτόν τον πνευματικό πολιτισμό που παρήγαγε η ορθόδοξη παράδοσή μας «πολιτισμό του προσώπου». Πολιτισμός του προσώπου σημαίνει αντίσταση στις αντικειμενοποιήσεις του ανθρώπου, είτε αυτές γίνονται στο όνομα της επιστήμης, είτε της οικονομίας, είτε στο όνομα της πολιτικής ή του πολιτισμού, είτε στο όνομα ποικιλόμορφων ιδεολογημάτων. Στην κοινωνία των προσώπων δεν είναι δυνατόν να γίνει ο άνθρωπος αριθμός, μια αφηρημένη απρόσωπη οντότητα. Όλα εδώ αποβλέπουν στη διασφάλιση της απόλυτης αξίας του συγκεκριμένου ανθρώπου, ο οποίος κοινωνεί τη ζωή με τον συγκεκριμένο άλλο. Ο πολιτισμός του «κοινωνώ, άρα υπάρχω» είναι η ζωή ως ευχαριστία, είναι η ευχαριστιακή χρήση της δημιουργίας, η σωστή σχέση με το χρόνο της ζωής μας, απαλλαγμένη από την αφόρητη πίεση του «carpe diem». Είναι η χαρά και το νόημα ζωής όχι ως κτήση, αλλά ως σχέση. Σε θεολογική γλώσσα, ο πολιτισμός του προσώπου είναι ζωή «ἐν Ἐκκλησίᾳ». Εκκλησία σημαίνει «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ», εμπειρία μετοχικού και κοινοτικού πολιτισμού.
Στον χώρο της παιδείας, ο πολιτισμός του προσώπου είναι η αγωγή ως ανθρωποποιΐα, η αγωγή αξιών μέσα από σωστές σχέσεις, το «σχολείο του προσώπου» ως χώρος «σχολής» και όχι απλώς χρηστικής γνώσης, είναι το ήθος του δασκάλου και η ασκητική της μαθητείας. Σύμφωνα με την ετυμολογία του όρου «σχολείο», «σχολάμε» όταν πηγαίνουμε στο σχολείο, όχι όταν φεύγουμε. Ο δάσκαλος, με προσωποκεντρικό ήθος, δεν μεταδίδει μόνο γνώσεις αλλά και αξίες, διδάσκει ανθρωπιά με τη δική του ανθρωπιά, είναι η ψυχή του σχολείου, και όπως έχει λεχθεί, «σκύβει για να έλθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον μαθητή», «συμμαθητεύει» με τους μαθητές του.
Διαπρύσιοι κήρυκες της σχεσιακής ελευθερίας είναι οι εορταζόμενοι σήμερα μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Οι Τρεις Ιεράρχες μάς υπενθυμίζουν ότι η θεολογία όταν ομιλεί για την ελευθερία, ομιλεί για κάτι ιδιαιτέρως οικείο, που αποτελεί βιωμένη πραγματικότητα ως ζωή ἐν Ἐκκλησίᾳ, ως κοινωνία σχέσεων. Ο κλειστός προς τον συνάνθρωπο άνθρωπος εκπροσωπεί εδώ μία κατεξοχήν αλλοτριωμένη μορφή ανθρώπινου είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πατέρες αναδεικνύουν το κοινωνικό περιεχόμενο της ελευθερίας, τον πολιτισμό της αλληλεγγύης και της διακονίας. «Τοῦτο ἔχει μάλιστα θεῖον ὁ ἄνθρωπος, τὸ εὖ ποιεῖν», γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπενθυμίζει στους χριστιανούς το «ἀπὸ βίου χρῆ θαυμάζεσθαι» και στηλιτεύει το «πολλῶν δεῖσθαι», το οποίο μετατρέπει τον άνθρωπο σε δούλο. Ο Μέγας Βασίλειος, ο πτωχοτρόφος, αποδεικνύει με την κοινωνική του δράση ότι και η αρετή του πιστού «έχει χέρια», όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Ενώπιον όλων αυτών, προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι διάφοροι νεώτεροι στοχαστές ταύτισαν τη χριστιανική ελευθερία με παθητικότητα και αδυναμία. Πρόκειται φυσικά για οικτρά πλάνη. Είναι αδιανόητο ο άνθρωπος, όπως τον περιγράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο «πλεκτὸς ἐξ ἀμφοτέρων, οὐρανίων χθονίων τε», ο «ἐπίγειος καὶ οὐράνιος», ο «πρόσκαιρος καὶ ἀθάνατος», το ον που αποτελείται από «πνεῦμα καὶ σάρκα», τὸ «ζῷον θεούμενον», γεμάτος δύναμη ζωής και ελευθερίας, πόθο αθανασίας, να είναι παθητικός και υποτονικός. Είναι δυνατόν ο αφιερωμένος στον Χριστό, τον Θεό «μεθ’ ἡμῶν» και «ὑπὲρ ἡμῶν», ο οποίος εκήρυξε την αδιάσπαστη ενότητα της αγάπης προς τον Θεό και της αγάπης προς τον πλησίον, να αδιαφορεί για τον «ἀδελφόν» του;
Δεν είναι τυχαίο ότι οι Πατέρες μας, που είδαν στην ελευθερία το μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, έθεσαν με συνέπεια την παιδεία του ανθρώπου στο κέντρο της σκέψης και της δράσης τους. Η ενασχόληση με τα κείμενα των Τριών Ιεραρχών είναι πηγή έμπνευσης και στο θέμα της παιδείας. Οι Πατέρες είναι προστάτες μιας παιδείας ελευθερίας, η οποία διδάσκει τους νέους να μην βλέπουν την ελευθερία στο «αγαπημένο εγώ», αλλά στο «εμείς», στη «συνελευθερία», στην «κοινὴ ελευθερία», να μη θέτουν ως σκοπό της ζωής την ευδαιμονιστική αυτοπραγμάτωση, αλλά την αυθυπέρβαση και την εις αλλήλους αγάπην.
Σεβασμιώτατε,
Κυρίες και Κύριοι,
Και σήμερα η εικόνα που έχουμε για τον άνθρωπο, για την προέλευση και τον προορισμό του, για το σώμα και το πνεύμα του, για τις ανάγκες και τους πόθους του, για το ήθος και τον πολιτισμό του, διαμορφώνουν το πώς οργανώνουμε την παιδεία του, εφ’ όσον αυτή αναφέρεται σε αυτό που οφείλει να είναι ο άνθρωπος. Κάθε σοβαρή προσπάθεια μεταρρύθμισης της παιδείας και της εκπαίδευσης στον χώρο μας συναντά νομοτελειακά τις οικουμενικές αρχές που εκφράζει η Ορθόδοξη Παράδοση, οι οποίες μαζί με την αρχαία ελληνική παιδεία ως «περιαγωγῆς τῆς ψυχῆς» προς το αγαθόν, ανήκουν σε ό, τι καλύτερο έχει δώσει το Γένος μας στην ανθρωπότητα. Φυσικά οι μεγάλες κατακτήσεις δεν απεμπολούνται. Δημιουργικότητα δεν είναι μόνον να φέρουμε στο φως ή να δημιουργήσουμε κάτι νέο, αλλά είναι και η διάσωση των γνήσιων στοιχείων της παράδοσης, της παράδοσης που δεν είναι «το δικαίωμα ψήφου των νεκρών» στη ζωή μας, αλλά ζωτική παρακαταθήκη ζωής. Προφανώς δεν μετατρεπόμαστε σε στήλη άλατος, όπως η γυναίκα του Λωτ, όταν κοιτάμε προς τα πίσω. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ο λόγος των Πατέρων, ως λόγος της Εκκλησίας, δεν είναι παρελθόν, αλλά παρουσία ζώσα και ζωοποιός. Όταν αναφερόμαστε στην Ορθόδοξη Παράδοση, δεν ομιλούμε για «περασμένα μεγαλεία», που «διηγώντας τα να κλαις», όπως γράφει ο ποιητής, ή «να μην κλαις», όπως έλεγε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας στον περίπατο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αλλά στρεφόμαστε στο βάθος και στην αλήθεια της ύπαρξής μας, στον αληθινό προορισμό μας.
Οι Τρεις Ιεράρχες μάς θυμίζουν ότι ο άνθρωπος αναζητεί «ἀλήθεια» και όχι μόνον «βοήθεια», την οποία σήμερα προσφέρει απλόχερα η επιστήμη και η τεχνολογία και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, όπου βεβαίως αυτή υπάρχει στον πλανήτη γη, ο οποίος εκσφενδονίζεται και στροβιλίζεται στο διάστημα κουβαλώντας 7,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους, τόσο όμοιους και τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους. Φυσικά και είναι εξαιρετικά δύσκολο να ακουστεί το μήνυμα της ελευθεροποιού αληθείας, μέσα στο σύγχρονο πανδαιμόνιο του ευδαιμονισμού και στους ήχους των Σειρήνων της αδέσμευτης ελευθερίας.
Στο πλαίσιο της γνήσιας παιδείας του προσώπου και στο πνεύμα της μεγάλης Παράδοσης της Ορθοδοξίας, τα παιδιά και οι νέοι μας θα διδάσκονται τον λόγο του Σταυρού και της Αναστάσεως, φιλοκαλία και φιλανθρωπία, δικαιοσύνη και αγάπη, κοινοτικό πολιτισμό και ήθος, το πνεύμα που δημιούργησε την Αγια-Σοφιά, όπου, όπως γράφτηκε, «διαβάζουμε, αρχιτεκτονικά διατυπωμένο το δόγμα της Συνόδου της Χαλκηδόνας», το νόημα της ολόφωτης θείας λατρείας, την ορθόδοξη εικόνα, το θαύμα της αγιότητας, δηλαδή την πρόταση ζωής της Εκκλησίας, την αντίληψή της για τα μέγιστα και τα πρωτεύοντα του βίου, αλήθειες που συγκλόνισαν τις μεγάλες μορφές της Θεολογίας, τους ασκητές της ερήμου, βασιλείς και ισχυρούς της γης, διανοούμενους και επιστήμονες, τους αμέτρητους απλούς πιστούς.
Όλα αυτά είναι επίκαιρα, γεμάτα φως, γιατί είναι αληθινά. Όλοι όσοι ζητούν εκσυγχρονισμό των αληθειών αυτών μάλλον παραλογίζονται. Πώς να εκσυγχρονίσεις τον Σταυρό, πώς να τον προσαρμόσεις στις απαιτήσεις του ευδαιμονισμού; Πόσο αντιπροοδευτικό είναι άραγε να προσπαθούμε να μεταδώσουμε στα παιδιά «παραδοσιακές» αξίες, όπως το ήθος της ασκητικής ελευθερίας, η προτεραιότητα του Είναι έναντι του Έχειν, ο σεβασμός της δημιουργίας και η ευχαριστιακή σχέση με την κτίση, και να διδάσκουμε την αντίσταση στον οικονομισμό, στον καταναλωτισμό και στην υποταγή στη λογική των ακόρεστων αναγκών; Γιατί θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε το ήθος της αυθυπέρβασης, του κοινοτισμού, της προτεραιότητας της σχέσης απέναντι στην κτήση, και να στηρίζουμε την αδιέξοδη ατομικιστική εκδοχή της ελευθερίας; Πόσο «συντηρητικό» είναι να μη θέλουμε να μετατραπεί το σχολείο αποκλειστικά σε χώρο μετάδοσης πληροφοριών και σε «παράδεισο» ψηφιακής μονοκουλτούρας, σε ένα χώρο κυριαρχίας των μηχανών και της μηχανιστικής νοοτροπίας, και να αγωνιζόμαστε, ξεκινώντας από την ορθόδοξη χριστιανική ιδέα της παιδείας, για ένα σχολείο-κιβωτό του πολιτισμού του προσώπου, τον οποίο εγγυάται και την λυσιτελέστερη αξιοποίηση των ευεργετημάτων της συγχρόνου τεχνολογίας στην εκπαίδευση για το καλό του μαθητή.
Το πώς μία κοινωνία εκτιμά και οργανώνει την εκπαίδευση των παιδιών και των νέων, το πώς βλέπει τον δάσκαλο και τον μαθητή, το σχολείο και τους σκοπούς της παιδείας, μαρτυρεί και θα μαρτυρεί αδιάψευστα για το βάθος του ανθρωπισμού της και την ποιότητα των οραμάτων της.
Περαίνοντας τον λόγο, υπογραμμίζω ότι ο πολιτισμός του προσώπου είναι ό, τι πολυτιμότερο έχει να δώσει η Παράδοσή μας στον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτήν την παρακαταθήκη οφείλουμε να τη φυλάσσουμε ως κόρην οφθαλμού, να την αναδεικνύουμε ως ζωή αληθούς ελευθερίας και να τη μεταβιβάσουμε, «ποιοῦντες καὶ διδάσκοντες», στη νέα γενιά. Προς τους νέους απευθύνθηκε και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη, προτρέποντάς τους «νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι εἶναι φορεῖς τῆς μακραίωνος καὶ εὐλογημένης παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ταυτοχρόνως δὲ καὶ οἱ συνεχισταὶ αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι θὰ διαφυλάσσουν θαρραλέως καὶ θὰ καλλιεργοῦν μὲ δυναμισμὸν τὰς αἰωνίους ἀξίας τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ νὰ δίδουν τὴν ζείδωρον χριστιανικὴν μαρτυρίαν» (Ἐγκύκλιος, §8).
Εορτάζουμε και τιμούμε σήμερα, μαζί με τους δασκάλους, και τη μαθητιώσα νεολαία και τους μοχθούντας δια την «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ανατροφή των τέκνων τους γονείς. Στην πατρίδα μου την Ίμβρο, σήμερα δέχονταν επισκέψεις οι δάσκαλοι και οι οικογένειες με παιδιά μαθητές. Η εορτή είναι πάντα καιρός ευχαριστίας, αναστάσιμη εμπειρία, μοιρασμένη χαρά, δοξολογία του Θεού για τη ζωοπάροχο χάρη και τη φιλανθρωπία του. Τιμούμε τους Τρεις Ιεράρχες για όσα έγραψαν, ομολόγησαν και έπραξαν για τον Χριστό, για όσα δίδαξαν για τον «ἠγαπημένο τοῦ Θεοῦ», τον άνθρωπο και την ένθεη παιδεία του, τα οποία απηχούν τις πιο αυθεντικές αναζητήσεις μας στη γη και τον ακατάλυτο πόθο του ανθρώπου για την αιωνιότητα.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Σχόλια