«Τρωάδες» στην Επίδαυρο: Ο Ευριπίδης συνάντησε τον Μπρεχτ

Χωρίς να είναι η παράσταση των μεγάλων εκπλήξεων (αλλά ούτε και των προσδοκιών), η κατά Θόδωρο Αμπαζή εκδοχή των «Τρωάδων» του Ευριπίδη από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας φάνηκε να αφήνει ικανοποιημένο, σε γενικές γραμμές, το κοινό του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου, το βράδυ της περασμένης Παρασκευής. Ενα θέατρο που για μια ακόμη φορά, σε μια ακόμη παράσταση των εφετινών Επιδαυρίων, δεν είχε πληρότητα θεατών - τουναντίον, πολλά διαζώματα ήταν τόσο άδεια που από μακριά η εικόνα του θεάτρου προκαλούσε παράπονο.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου λιτό και απέριττο. Ομόκεντροι κύκλοι από πέτρες στο κοίλο θύμιζαν την εσωτερικότητα των γυναικών καθώς και τον γυναικείο έμμηνο κύκλο. Πρόκειται άλλωστε για μια απολύτως γυναικεία παράσταση. Ενα δάπεδο στη μέση. Καθίσματα για τα μέλη της ορχήστρας πίσω. Και κάποιες άδειες βαλίτσες.

Προτού αρχίσει η παράσταση μια σιδερένια σκαλωσιά «ντυμένη» μέσα σε έναν γκρι μουσαμά ακριβώς στο κέντρο του κοίλου κάτι κάλυπτε. Λίγο πριν από την αρχή η σκαλωσιά απομακρύνθηκε και την εμφάνισή του έκανε ο Ποσειδώνας με τη φωνή (όχι το σώμα) του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ενας κλαρινετίστας μπήκε στον χώρο. Και ένα παιδάκι ντυμένο με στολή πολεμιστή διαλογιζόταν με την Αθηνά (Κόρα Καρβούνη) η οποία βρισκόταν ψηλά στο αριστερό διάζωμα (κερκίδα Α), όπως βλέπουμε το θέατρο από την είσοδο. Και σιγά-σιγά, από μακριά, μέσα από τα δέντρα εμφανίστηκαν η Εκάβη (Αννα Κοκκίνου), ο Χορός και τα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας υπό τη συνοδεία ενός ρυθμικού ήχου.

Οι «Τρωάδες», μια από τις πιο δημοφιλείς σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα Μεγάλα Διονύσια το 415 π.Χ., δεν απηχούν τόσο τον πόλεμο και την ήττα, όσο την υπέρβαση παντός ορίου στη διαχείριση κρίσεων εκ μέρους των «διαχειριστών», δηλαδή των νικητών. Στη «νεκρή ζώνη» μεταξύ μιας κατάκτησης (της Τροίας) και ενός ολοκληρωτικού αφανισμού, το έργο μιλάει για την εξάλειψη της προοπτικής των ηττημένων και την απαρχή της καταστροφής των νικητών. Είναι η απαρχή μιας νέας «θολής» εποχής με πολλά ερωτηματικά και αβέβαιο μέλλον. Ισως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο παραμένει επίκαιρο ως και σήμερα. «Οταν η πόλη ερημώνει θρηνούν και οι θεοί» έγραφε ο Ευριπίδης. «Μόνη μας εξουσία να χτυπάμε το κεφάλι και τα στήθη μας».

Οπως συνέβη και με τις «Τραχίνιες» του Θωμά Μοσχόπουλου, ο Χορός ήταν αυτός που ξεχώρισε. Ντυμένες με ρουχισμό που παρέπεμπε αμυδρά σε διασταύρωση φορεμάτων της Κοκό Σανέλ και κοστουμιών από έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ (όλα τα κεφάλια ήταν καλυμμένα με μαντίλια), οι κοπέλες έκλεψαν την παράσταση. Ο Μπρεχτ ήταν σίγουρα παρών τόσο λόγω του «μηχανικού» τρόπου με τον οποίο απήγγειλαν (τελεία στην κάθε λέξη, πολλές φορές στις συλλαβές) όσο και του τρόπου με τον οποίο κινούνταν. Αψυχες μαριονέτες, μουντζουρωμένες και σκονισμένες σαν τρόφιμοι ψυχιατρικής κλινικής. Αν κάτι άλλωστε έκανε τη συγκεκριμένη παράσταση ξεχωριστή ήταν η μουσικότητα και οι λαρυγγισμοί στην ομιλία καθώς και η ίδια η μουσική, μέσα από τη σύμπραξη 32 καλλιτεχνών χωρισμένων σε δύο ομάδες.

Οι γυναίκες στις «Τρωάδες» έχουν πάντα τον πρώτο λόγο σε σημείο ώστε οι άνδρες να φαίνονται γελοίοι και ασήμαντοι. Ο ρόλος της Εκάβης ευτυχεί να έχει τις πιο διαχρονικές και σοφές ατάκες. Η θρηνούσα Εκάβη συνομιλεί με την κόρη της Κασσάνδρα (Τζωρτζίνα Δαλιάνη) που προλέγει τις κακοτυχίες που θα ακολουθήσουν, τη νύφη της Ανδρομάχη (Δανάη Σαριδάκη) που σπαράζει στην είδηση ότι το παιδί της πρόκειται να εκτελεστεί αλλά και την πέτρα του σκανδάλου, τη λαμπερή και ντυμένη στα λευκά Ελένη (Κατερίνα Διδασκάλου) που για να αποφύγει τον θάνατο συχνά προκαλεί γέλιο με τα νάζια της προς στον Μενέλαο (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης). Το μόνο χειροκρότημα πριν από το τέλος της παράστασης (που μάλιστα παρεξηγήθηκε ως φινάλε, ενώ δεν ήταν) ήταν τη στιγμή που ο Μενέλαος φιλά στο στόμα την Ελένη...

Μιλώντας για χειροκροτήματα, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η ανυπομονησία των θεατών να ξεκινήσει η παράσταση προτού περάσει το ακαδημαϊκό τέταρτο εκδηλώνεται συχνά με παλαμάκια που προκαλούν τουλάχιστον αμηχανία καθώς θυμίζουν παραγγελία σε εστιατόριο. Αυτό θα πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει. 
 
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=527203

Σχόλια