Θεωρητικές χρήσεις της ιστορίας

Τα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης Νίκου Σβορώνου στη Λευκάδα, με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Σβορώνου, επανέφεραν στην επικαιρότητα, έστω για μία μόνο μέρα, το όνομα του σπουδαίου αυτού ιστορικού. Στην εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας, δύο μέρες πριν από τον σεισμό, μαθητές του και φίλοι μίλησαν για τον άνθρωπο και το έργο του. Εγινε λόγος και για την ανέκδοτη ακόμη εργασία του με τίτλο «Εθνος (ελληνικό). Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού», η οποία θα εκδοθεί τον χειμώνα από τις εκδόσεις Πόλις.
Ο πυρήνας των θέσεων του Σβορώνου επί του θέματος είναι βέβαια γνωστός από άλλες μελέτες του, που βρίσκονται συγκεντρωμένες στα Ανάλεκτά του. Ωστόσο ελπίζει κανείς ότι η εργασία αυτή, επειδή περιέχει ανεπτυγμένες και επεξεργασμένες τις απόψεις του Σβορώνου γι' αυτό το μείζον θέμα της ελληνικής ιστοριογραφίας, δεν θα περάσει απαρατήρητη, όταν εκδοθεί. Λέω ελπίζει κανείς, γιατί δεν είναι βέβαιο ότι η εργασία θα κριθεί από εκείνους τους νεότερους ιστορικούς που έχουν διαμορφώσει τις επί του θέματος απόψεις τους μέσα από την εφαρμογή των σχημάτων ορισμένων από τους σύγχρονους θεωρητικούς του εθνικιστικού φαινομένου. Στα μάτια αυτών των ιστορικών, που σέβονται βέβαια το έργο του, οι απόψεις του μαρξιστή Σβορώνου για την πορεία της διαμόρφωσης του νέου ελληνισμού θα πρέπει να φαίνονται πεπαλαιωμένες, αν όχι εθνικιστικές.
Και όμως, η έκδοση της μελέτης του Σβορώνου θα μπορούσε να γίνει αφορμή για μιαν ουσιαστική συζήτηση πάνω στο ζήτημα της εποχής της συγκρότησης της νεοελληνικής συνείδησης. Διότι όσοι αισθάνονται ότι έχουν επαρκή γνώση τής πριν από τον ελληνικό Διαφωτισμό ιστορίας των ανθρώπων που σήμερα ονομάζονται Ελληνες (ότι έχουν μελετήσει προσεκτικά τις ιστορικές πηγές του πρώτου μισού του 18ου και των δύο προηγούμενων αιώνων) παρατηρούν ότι οι περί έθνους και εθνικισμού θεωρίες που εφαρμόζουν οι εν λόγω ιστορικοί μας αδυνατούν να εξηγήσουν ικανοποιητικά τη νεοελληνική περίπτωση. Αντιλαμβάνονται ότι με τις θεωρίες αυτές (τη φιλοαυτοκρατορική του Κεντούρι, την οικονομιοκεντρική του Γκέλλνερ, τη μεταμοντέρνα του Αντερσον, τη μαρξιστική του Χόμπσμπαουμ) συμβαίνει το εξής περίεργο: παρότι δέχονται στο σχήμα τους τις εξαιρέσεις, όταν μιλούν για τη νεοελληνική περίπτωση (περίπτωση που, γενικά, χαρακτηρίζεται - και είναι - ιδιότυπη) δεν την αναφέρουν ως εξαίρεση αλλά ως συστατική του κανόνα. Ακόμη πιο περίεργο είναι το γεγονός ότι οι Ελληνες ιστορικοί αντί - ως αρμοδιότεροι καθ' ύλην - να ελέγξουν τις ελληνικές αναφορές των παραπάνω θεωρητικών ως αποτέλεσμα ελλιπούς γνώσης της ελληνικής ιστορίας (διότι βέβαια ένας μελετητής του φαινομένου του εθνικισμού δεν μπορεί να γνωρίζει σε βάθος όλες τις ιστορίες των λαών και των εθνών τις οποίες χρησιμοποιεί για να συγκροτήσει τη θεωρία του), τις μεταφέρουν στα καθ' ημάς ως αντικειμενικές περιγραφές της ελληνικής πραγματικότητας· με αποτέλεσμα να υποστηρίζουν ότι πριν από το τέλος του 18ου αιώνα μεταξύ των υποτελών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας άνθρωποι που να αυτοπροσδιορίζονται, σε επίπεδο εθνότητας, ως Ελληνες (ή που να χρησιμοποιούν ως ομόσημη την ονομασία Ρωμαίος ή Γραικός) δεν υπάρχουν.
Πώς εξηγείται αυτή η παθητική πρόσληψη των παραπάνω θεωριών, οι οποίες βέβαια πραγματεύονται το εθνικιστικό φαινόμενο αντικειμενικότερα απ' ό,τι η εθνικιστική ιστοριογραφία; Πιστεύω ότι η μηχανιστική εφαρμογή στα καθ' ημάς ακόμη και των ασθενών τους σημείων είναι αποτέλεσμα της συνενέργειας δύο αιτίων. Το πρώτο είναι η υπερβολική αντίδραση στην ιδεοληψία της εθνικιστικής ιστοριογραφίας μας (υπερβολική κατά το ότι φτάνει ως την αμφισβήτηση κάθε στοιχείου της), η ελληνοκεντρική ένταση της οποίας είναι ακόμη αισθητή παρά την εμφάνιση των νέων θεωριών περί εθνικισμού. Το δεύτερο αίτιο είναι ότι η εμφάνιση των νέων θεωριών συμβαδίζει - και σε σημαντικό βαθμό ταυτίζεται - με την «έκρηξη της θεωρίας», που κατέκλυσε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα το πεδίο των επιστημών του ανθρώπου. Ο αναγκαίος έλεγχος των προϋποθέσεων αυτών των επιστημών και το εύλογο αίτημα της απαλλαγής τους από τις θετικιστικές τους σκληρύνσεις, με την υπέρμετρη αυτοενδοσκόπηση στην οποία τις οδήγησαν, είχαν ως αποτέλεσμα την παραμέληση, αν όχι την καταφρόνηση, της έρευνας και την επαναπαυτική επάφεση στα θεωρητικά σχήματα.
Ετσι η ιστοριογραφία για την οποία μιλώ, από την - καθοδηγούμενη (κατ' αρχήν σωστά) από τις νεότερες θεωρίες - αντίδρασή της προς τις παρωπίδες της εθνικιστικής ιστοριογραφίας, όμως συνάμα προφανώς και από τον φόβο μήπως ο έλεγχος των νεοελληνικών αναφορών αυτών των θεωριών εκληφθεί ως ελληνοκεντρισμός, οδηγήθηκε σε ανάλογες παρωπίδες, στις παρωπίδες της άκριτης εφαρμογής της θεωρίας. Οι οποίες την εμποδίζουν να δει ότι ο έλεγχος αυτός δεν σημαίνει αναγκαστικά αποδοχή της ιδέας της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού και ότι θα μπορούσε να βελτιώσει στο συγκεκριμένο σημείο τη θεωρία (και όχι μόνο σε αυτό). Διότι το να υποστήριζε κανείς ότι η εθνοτική συνείδηση των Ελλήνων είναι εμφανής ήδη τουλάχιστον δύο αιώνες πριν από τον Κοραή (δεν αναφέρομαι στις απόψεις του Σβορώνου) δεν θα αποτελούσε εθνικιστική αλλά πραγματιστική προσέγγιση του θέματος.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σχόλια