Το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού τρώει τα παιδιά του

Η πρόθεση του Γιώργου Μπαμπινιώτη, να «αναστείλει» τη λειτουργία του παραρτήματος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Βερολίνο, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Ο πρόεδρος του ΕΙΠ πρέπει να δράσει: Οι αλλεπάλληλες περικοπές στον προϋπολογισμό του Ιδρύματος, του βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό. Τα ταμεία αδειάζουν. Και στήριξη από το υπουργείο πολιτισμού, στο οποίο υπάγεται το Ίδρυμα, δεν μπορεί να περιμένει - το αντίθετο μάλιστα…

Μόνο που το δίλημμα, που καλείται να λύσει - ή να βάλει λουκέτο σε κάποια από τα συνολικά εννέα παραρτήματα του ΕΙΠ (δίπλα στο Βερολίνο: Αλεξάνδρεια, Βουκουρέστι, Βελιγράδι, Μελβούρνη, Οδησσό, Σόφια, Τεργέστη, και Τίρανα), ή να ανεχθεί τη βαθμιαία εξαθλίωση όλων μαζί, συν του καθοδηγητικού κέντρου στην Αθήνα - είναι κάτι παραπάνω από δισεπίλυτο.

Γι αυτό και δεν υπάρχει «δίκαιη» λύση σε αυτό: Το να «φας» ένα από τα πολιτιστικά «παιδιά» σου είναι πάντα κακό και πάντα κανιβαλικό, ανεξάρτητα από το χώρο που βρίσκεται αυτό.

Και παρόλα αυτά: Το γεγονός ότι ο κλήρος έπεσε στη «ναυαρχίδα» του ΕΙΠ, το Βερολίνο, (κάτι που θα επισημοποιηθεί κατά πάσα πιθανότητα στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος το βράδυ της Τρίτης) είναι διπλό και τριπλό λάθος. Το αντίθετο θα έπρεπε να συμβεί: Η καμπάνια μέρους των ιδεολογικών κέντρων, καθώς και των μέσων ενημέρωσης της Γερμανίας κατά της Ελλάδας στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, θα έπρεπε να οδηγήσουν στη στήριξη και την ενίσχυσή του με κάθε μέσο.

Ο κ. Μπαμπινιώτης χρησιμοποιεί δυο κυρίως επιχειρήματα για να στηρίξει τη θέση του: Πρώτον, ότι το βερολινέζικο παράρτημα απορροφά το ¼ των συνολικών δαπανών του ΕΙΠ - μόνο το νοίκι για το κτίριό του κοστίζει 10.000 ευρώ μηνιαίως. Και δεύτερον, ότι το όλο και πιο «φτωχό» πρόγραμμά του «θάβεται» εντελώς κάτω από τις δεκάδες φανταχτερές εκδηλώσεις που προσφέρει καθημερινά η γερμανική πρωτεύουσα.

Τα επιχειρήματα δεν είναι άδικα: Το παράρτημα θα μπορούσε όντως να μετακομίσει σε πολύ φτηνότερο κατάλυμα, χωρίς να χάσει τίποτα από τη λειτουργικότητα του. Και οι εκδηλώσεις του δεν πρόκειται να φτάσουν ποτέ την αίγλη εκείνων των παρεμφερών ξένων ιδρυμάτων, όπως του ιταλικού και του γαλλικού, ή, ακόμα περισσότερο των μεγάλων ντόπιων - όσα χρήματα και να δαπανούνταν γι αυτές.

Oμως κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορεί να αναιρέσει την αναγκαιότητα της παρουσίας ενός φορέα-αναχώματος στις επιθέσεις κατά των «φαλιρημένων» και «τεμπέληδων» Ελλήνων, που εξαπολύουν καθημερινά οι ήδη αναφερθείσες πηγές.

Μια αναγκαία διευκρίνιση: Το ελληνικό πρόβλημα αποτελεί, όσο σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα εσωτερικό πρόβλημα της Γερμανίας. Αυτό αποτυπώνεται και σε πολλές μορφές του δημόσιου διαλόγου: δημοσιογραφικού, πολιτικού, θεωρητικού. Σε αυτόν συμμετέχουν ενεργά όλοι οι παγκοσμίου φήμης διανοητές της χώρας: Από τον φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας και τον κοινωνιολόγο Ούλριχ Μπεκ, ως τους οικονομολόγους Χανς-Βέρνερ Σιν, Πέτερ Μπόφινγκερ και Ελμαρ Αλτφάτερ και πάει λέγοντας.

Ολοι μιλούν λοιπόν για την Ελλάδα στη Γερμανία. Και μόνο οι Ελληνες σιωπούν γι αυτήν, ή, ακριβέστερα, εκείνος που θα έπρεπε να αναλάβει εξ ορισμού την εκπροσώπησή τους: Το ΕΙΠ στο Βερολίνο.

Η ευθύνη γι αυτό είναι μοιρασμένη: Το ΕΙΠ στην Αθήνα ήταν ανέκαθεν φοβικό σε ότι αφορούσε το άνοιγμα προς την πολιτική συζήτηση, ακόμα και σε εποχές κρίσεων, ή μάλλον ιδιαίτερα σε αυτές - και με αυτό το πνεύμα έχει μπολιάσει και τα παραρτήματά του.

Αυτό δεν απαλλάσσει όμως από τις ευθύνες το ίδιο το βερολινέζικο παράρτημα. Το γεγονός, ότι στα δυόμιση χρόνια της κρίσης δεν διοργάνωσε ούτε μια (ανέξοδη) συζήτηση με έλληνες και ξένους αναλυτές για την κρίση στην Ελλάδα, ή μια (συγκριτικά φτηνή) παρουσίαση της νέας, ασύλληπτα πρωτοποριακής εικαστικής τέχνης στην Ελλάδα, φτιαγμένης από τις οβίδες και τα ρόπαλα των αστυνομικών του Χρήστου Παπουτσή (την ώρα που η τέχνη αυτή έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα από τη γερμανική τηλεόραση) είναι πραγματικά απαράδεκτο.

Δεν θα πρέπει να αδικηθεί βέβαια η ιστορία του τοπικού Ιδρύματος. Τα πρώτα δυο χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1996, υπό τη διεύθυνση του Θανάση Τσίγκα, είχε καταφέρει να γίνει ένα από τα βασικά πνευματικά κέντρα της πόλης. Αλλά και στο επόμενο διάστημα, υπό τη διεύθυνση του Ελευθέριου Οικονόμου, είχε διατηρήσει - παρά τη «μούχλα» που ανέδυε η ατμόσφαιρα στο Ίδρυμα - αξιοπρεπές επίπεδο, παρακάμπτοντας την ευνουχισμένη από την Αθήνα αντίληψη περί ελληνικού πολιτισμού.

Αυτό δεν εκφράστηκε μόνο με εκθέσεις πρωτοποριακού τύπου, όπως εκείνη της «Συλλογής Κωστάκη», ή της αρχαίας Αθήνας («Klassik»)το 2001, αλλά και με τολμηρά ανοίγματα σε θέματα, που αποτελούν ακόμα ταμπού στον ελλαδικό χώρο, όπως η κατάσταση των Ρομά στην Ελλάδα, ή, η εν πολλοίς αρνητική στάση των σημερινών ορθόδοξων Ελλήνων έναντι των λίγων Ελλήνων εβραϊκού θρησκεύματος που έχουν εναπομείνει στη χώρα μας μετά τη μαζική εξόντωσή τους από τους ναζιστές.

Σημαντικό ρόλο στη δραστηριότητα του ιδρύματος έπαιζε - και συνεχίζει να παίζει - και η διαδικτύωσή του με παρεμφερή βαλκανικά και όχι μόνο Ιδρύματα στο Βερολίνο, κάτι που, μεταξύ άλλων, του επιτρέπει να συμμετέχει με έλληνες συγγραφείς σε διεθνείς εκδηλώσεις, όπως η περίφημη «Μικρές γλώσσες, μεγάλες λογοτεχνίες».

Και μόνο το γεγονός λοιπόν, ότι το βερολινέζικο παράρτημα ήταν και παραμένει εν πολλοίς η «πρωτοπορία» του ΕΙΠ στο εξωτερικό, δείχνει, ότι θα ήταν κρίμα και άδικο το κλείσιμό του. Πόσω μάλλον τώρα, που οι συνθήκες επιβάλουν μια πιο έντονη παρουσία του στη γερμανική δημοσιότητα.

Η προϋπόθεση γι αυτό είναι όμως μια στροφή 180 μοιρών. Οχι με περισσότερα χρήματα, που εξάλλου δεν υπάρχουν. Αλλά με ριζική αλλαγή στην τακτική, στα μυαλά, ενδεχομένως και σε πρόσωπα. Με στόχο, το Ιδρυμα να γίνει ένα από τα σημαντικά κέντρα του διαλόγου για την Ελλάδα στο Βερολίνο.

Οι οιωνοί δεν είναι βέβαια καλοί. Το σημερινό «μητροπολιτικό» ΕΙΠ, μια δημιουργία του πολιτικού «ancien regime», αδυνατεί να καταλάβει τα σημεία των καιρών. Η θεσμική εξάρτησή του από την κυβέρνηση παραλύει επιπλέον κάθε αυτόβουλη προσπάθειά του.

Στην τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία όμως θα μπορούσε ίσως να «μεγαλουργήσει» στην ιστορία του με μια «παράλειψη»: Αφήνοντας το παράρτημα του Βερολίνου να κάνει μόνο του τη δουλειά του, να οργανώσει δηλαδή την αντεπίθεση στην καμπάνια δυσφήμησης των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού. Και αν είναι να παρέμβει σε αυτό - εάν δεν έχει παραιτηθεί ενδιάμεσα, όπως έχει ήδη εξαγγείλει το ίδιο - τότε μόνο στο βαθμό που θα διαπιστώνει, ότι η «δουλειά» αυτή δεν προχωρά πραγματικά γρήγορα.

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=442307&h1=true

Σχόλια