Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη


Μονόλογος του Θανάση Βαλτινού
Σκηνοθεσία: Αντ. Αντωνίου
Ερμνηνεύει: Αντ. Αντωνίου. Σκην.- κοστούμια: Νίκος Κασαπάκης Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα

Δυνατό κείμενο, που μεταφέρει την αγωνία της μετανάστευσης, βασίζεται σε αληθινή ιστορία και εγείρει σκέψεις και συναισθήματα, καθώς παρακολουθείς έναν άνδρα από τη Μαντινεία να αφηγείται τις περιπέτειές του όταν το 1903 αποφάσισε να φύγει μετανάστης για την Αμερική, ακολουθώντας τους χιλιάδες μετανάστες από όλη την Ελλάδα και κυρίως από την Πελοπόννησο.

Θεατρική Σκηνή

Νάξου 84, Πλ. Κολιάτσου,
Τετάρτη 20.00
Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.15
Κυριακή 20.00

Είσοδος 15 - 20 ευρώ


Ο Ανδρέας Κορδοπάτης είναι ένα πραγματικό πρόσωπο από τη Δάρα Μαντίνειας. Το 1903 παίρνει την απόφαση να πάει στην Αμερική να δουλέψει όπως έκαναν τα αδέρφια του και πολλοί συντοπίτες του. Στο βιβλίο του Βαλτινού εξιστορούνται σε πρώτο πρόσωπο οι προσπάθειες του Κορδοπάτη να πάει στην Αμερική, μια που λόγω κάποιας ασθένειας των βλεφάρων δεν του επιτρεπόταν η είσοδος στη χώρα.

Καταφέρνει να ξεφύγει από τους φρουρούς που θα φρόντιζαν τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα και μετά αρχίζει ένας νέος αγώνας, να μην τον ανακαλύψουν που ήταν λαθρομετανάστης.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι απλή ώστε να ταιριάζει με το μορφωτικό επίπεδο και την εποχή του Ανδρέα Κορδοπάτη. Λέξεις όπως μπόσης (=αφεντικό), σαλούνι, Σανλαίκι Σίτυ, φρι πες, αι ντο νο να δίνουν το κλίμα της εποχής και της χώρας.

«Έμεινα στο χωριό έναν χρόνο και άρχισα τη θεραπεία.
Ο γιατρός να καθαρίζει τα τραχώματα με το νυστέρι και να ρίχνει μέσα τα φάρμακα που με τριβόλιζαν.
Όταν νόμισα ότι έγιναν καλά τα μάτια μου, αποφάσισα το δεύτερο ταξίδι.»

«Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν έναν.
Όποιος ήταν καλός του ‘δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι κι έγραφε απάνω οράιτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του ‘δινε σκαρτ με κόκκινο.»

Από την αρχή ένιωθα ότι είχα τον κυρ-Αντρέα απέναντί μου να μου τα διηγείται πίνοντας ουζάκι στο καφενείο του χωριού.

Μην το χάσετε. Εκπληκτική ερμηνεία!

Σχόλια