Οι Σταυροφορίες με τα μάτια του Ράνσιμαν

«Ου φονεύσεις» εν καιρώ πολέμου;

Ο χριστιανός πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα βασικό πρόβλημα: έχει το δικαίωμα να πολεμήσει για τη χώρα του; Η θρησκεία του είναι θρησκεία ειρήνης, πόλεμος σημαίνει σφαγή και καταστροφή. Οι παλαιότεροι χριστιανοί πατέρες δεν είχαν αμφιβολίες. Γι’ αυτούς ο πόλεμος ήταν πέρα για πέρα φόνος. Αλλά μετά το θρίαμβο του Σταυρού, αφότου η αυτοκρατορία ταυτίστηκε με τη Χριστιανοσύνη, δεν θα έπρεπε οι πολίτες της να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα για την ευημερία της;

Η Ανατολική Εκκλησία υποστήριζε πως όχι. Ο Αγιος Βασίλειος, που υπαγόρευσε κάποιους από τους σημαντικότερους κανόνες της Εκκλησίας, ενώ καταλάβαινε ότι ο στρατιώτης πρέπει να υπακούει στις διαταγές, υποστήριζε ότι όποιος ήταν ένοχος φόνου κατά τη διάρκεια του πολέμου θα έπρεπε επί τρία χρόνια να απέχει από τη θεία μετάληψη σε ένδειξη μετανοίας. Στην πραγματικότητα, η Εκκλησία δεν αντιμετώπιζε τον Βυζαντινό στρατιώτη ως φονέα. (…) Ο θάνατος στη μάχη δεν θεωρούνταν ένδοξος, αλλά ούτε ο θάνατος στη μάχη εναντίον του απίστου θεωρούνταν μαρτύριο: ο μάρτυρας πέθαινε οπλισμένος μόνο με την πίστη του. (…)

Η δυτική άποψη ήταν λιγότερο ξεκάθαρη. Ο ίδιος ο Αγιος Αυγουστίνος παραδεχόταν ότι μπορούσαν να διεξάγονται πόλεμοι κατ’ εντολή του Θεού, ενώ η στρατιωτική κοινωνία που είχε δημιουργηθεί στη Δύση από τις βαρβαρικές εισβολές επιζητούσε, όπως ήταν φυσικό, να δικαιολογήσει τη συνήθη ασχολία της. (…) Ο ιερός πόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος για τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έγινε επιτρεπτός και μάλιστα επιθυμητός. Ο Πάπας Λέων Δ΄, κατά τα μέσα του 9ου αιώνα, διακήρυξε ότι οποιοσδήποτε πέθαινε στη μάχη υπερασπιζόμενος την Εκκλησία θα λάμβανε την αμοιβή του στους ουρανούς.

Ιερός Πόλεμος

Περί το τέλος του 11ου αιώνα, η ιδέα του ιερού πολέμου είχε αρχίσει να εφαρμόζεται. Οι εκκλησιαστικές αρχές προέτρεπαν τους χριστιανούς ιππότες και στρατιώτες να παραβλέψουν τις έριδες μεταξύ τους και να ταξιδεύσουν στα σύνορα της Χριστιανοσύνης για να πολεμήσουν κατά των απίστων. Ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους θα μπορούσαν να κρατήσουν τα εδάφη που θα ανακτούσαν, ενώ παράλληλα θα είχαν και πνευματικά ωφελήματα. (…) Ο Πάπας αναλάμβανε πλέον την αρχηγία των ιερών πολέμων. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν αυτός που κήρυσσε την έναρξή τους και που διόριζε τον επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων. Τα εδάφη που κυριεύονταν έπρεπε να τελούν υπό παπική κυριαρχία. (…)

«Ο Θεός το θέλει!»

Οι συνεδριάσεις της Συνόδου του Κλερμόν κράτησαν από τις 18 Νοεμβρίου ώς τις 28 Νοεμβρίου 1095. Παρόντες ήταν περίπου 300 κληρικοί και οι εργασίες της κάλυψαν πολλά θέματα. (…) Αλλά ο Πάπας (Oυρβανός) ήθελε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία για πολύ σημαντικότερο σκοπό. Είχε αναγγελθεί ότι την Τρίτη 27 Νοεμβρίου θα συγκαλούσε δημόσια συνεδρίαση για να προβεί σε μια πολύ σπουδαία ανακοίνωση. Οι κληρικοί και οι λαϊκοί που συγκεντρώθηκαν ήταν πολυάριθμοι και δεν χωρούσαν μέσα στον καθεδρικό ναό όπου συνεδρίαζε ώς τότε η σύνοδος. Ο παπικός θρόνος τοποθετήθηκε πάνω σε μια εξέδρα, σ’ ένα ανοιχτό χωράφι, έξω από την ανατολική πύλη της πόλης, και όταν συγκεντρώθηκαν τα πλήθη, ο Ουρβανός σηκώθηκε όρθιος για να τους μιλήσει.

(…) Φαίνεται ότι άρχισε τον λόγο του εξηγώντας στο ακροατήριό του πως ήταν ανάγκη να βοηθήσουν τους αδελφούς τους στην Ανατολή. Η ανατολική Χριστιανοσύνη είχε ζητήσει βοήθεια, γιατί οι Τούρκοι προχωρούσαν μέσα στην καρδιά των χριστιανικών χωρών, κακομεταχειρίζονταν τους κατοίκους και βεβήλωναν τα ιερά τους. Τόνισε την ιδιαίτερη ιερότητα της Ιερουσαλήμ και περιέγραψε τα βάσανα των προσκυνητών που ταξίδευαν ώς εκεί. Αφού ζωγράφισε τη ζοφερή εικόνα, προχώρησε στη μεγάλη του έκκληση. Η δυτική Χριστιανοσύνη ας κινηθεί να βοηθήσει την ανατολική. Πλούσιοι και φτωχοί έπρεπε να πάνε. (...) Και ο Θεός θα τους οδηγούσε. Οσοι θα πέθαιναν στη μάχη θα συγχωρούνταν για τις αμαρτίες τους. (…) Δεν έπρεπε να καθυστερούν. Ας ξεκινούσαν τις ετοιμασίες, ώστε να εκστρατεύσουν μόλις θα έμπαινε το καλοκαίρι, με τον Θεό για οδηγό τους.

Ο Ουρβανός μίλησε με ζέση και με όλη την τέχνη ενός μεγάλου ρήτορα. Η ανταπόκριση υπήρξε άμεση και τεράστια. Κραυγές «Deus le vault!» –«ο Θεός το θέλει!»– διέκοπταν τον λόγο του. (…) Κάθε μέλος της εκστρατείας θα έφερε πάνω του το σημείο του Σταυρού ως σύμβολο της αφιέρωσής του στη Χριστιανοσύνη: ένας Σταυρός από κόκκινο ύφασμα θα έπρεπε να ραφτεί στον ώμο του εξωτερικού ενδύματός του. Οποιος θα έπαιρνε τον Σταυρό αυτό, θα έπρεπε να δώσει υπόσχεση ότι θα πήγαινε στην Ιερουσαλήμ. Αν επέστρεφε νωρίτερα ή δεν ξεκινούσε, θα τιμωρούνταν με αφορισμό. Κληρικοί και μοναχοί δεν μπορούσαν να πάρουν τον Σταυρό χωρίς την άδεια του επισκόπου τους ή του ηγούμενού τους. (…) Δεν επρόκειτο για έναν απλό κατακτητικό πόλεμο. Σε όλες τις πόλεις που θα ελευθέρωναν από τους απίστους οι Εκκλησίες της Ανατολής θα διατηρούσαν όλα τα δικαιώματά τους και θα έπρεπε να τους αποδοθούν οι περιουσίες τους. Ο καθένας από τους συμμετέχοντες θα έπρεπε να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το σπίτι του τη 15η Αυγούστου του επόμενου χρόνου, όταν θα είχε τελειώσει η συγκομιδή, οι δε στρατοί θα συγκεντρώνονταν στην Κωνσταντινούπολη.

Πηγή : Καθημερινή

Σχόλια